Κάμψη στις λιανικές πωλήσεις στην Ευρωζώνη τον Μάιο-Ανοδική πορεία σε ετήσια βάση
InBusinessNews 12:57 - 07 Ιουλίου 2025

Μικρή πτώση σημείωσε ο όγκος του λιανικού εμπορίου στην ευρωζώνη τον περασμένο Μάιο, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της Eurostat.
Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν κατά 0,7% στην ευρωζώνη και κατά 0,8% στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2025. Τον προηγούμενο μήνα, οι πωλήσεις είχαν αυξηθεί οριακά κατά 0,3% και 0,8% αντίστοιχα, γεγονός που καθιστά τη νέα πτώση ένδειξη επιβράδυνσης στην ιδιωτική κατανάλωση.
Η εικόνα διαφοροποιείται σημαντικά σε ετήσια βάση, καθώς σε σχέση με τον Μάιο του 2024, ο δείκτης λιανικού εμπορίου ενισχύθηκε κατά 1,8% στην ευρωζώνη και κατά 1,9% στην Ε.Ε..
Η αύξηση αυτή στηρίζεται κυρίως στην άνοδο των πωλήσεων μη διατροφικών προϊόντων και καυσίμων.
Αναλυτικότερα, σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2025, οι λιανικές πωλήσεις τροφίμων, ποτών και καπνού μειώθηκαν κατά 0,7% στην ευρωζώνη και κατά 0,8% στην Ε.Ε., ενώ τα μη διατροφικά προϊόντα (εξαιρουμένων των καυσίμων) σημείωσαν πτώση 0,6% και 0,7%, αντίστοιχα.
Οι πωλήσεις καυσίμων σε εξειδικευμένα καταστήματα υποχώρησαν περισσότερο, με μείωση 1,3% στην ευρωζώνη και 1,2% στην Ε.Ε..
Στο μηνιαίο σκέλος, τις μεγαλύτερες απώλειες εμφάνισαν η Σουηδία με -4,6%, το Βέλγιο με -2,5% και η Εσθονία με -2,2%. Αντίθετα, αύξηση κατέγραψαν η Πορτογαλία (+2,1%), η Βουλγαρία (+2%) και η Κύπρος (+1%).
Σε ετήσια βάση, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε σε όλους τους τομείς. Στην ευρωζώνη, οι πωλήσεις τροφίμων, ποτών και καπνού ενισχύθηκαν κατά 0,5%, τα μη διατροφικά προϊόντα κατά 2,4% και τα καύσιμα κατά 2,8%. Στην Ε.Ε., η αύξηση ήταν 0,2%, 2,8% και 3,3% αντίστοιχα.
Τις μεγαλύτερες ετήσιες αυξήσεις κατέγραψαν η Κύπρος με +7,9%, η Βουλγαρία με +7,2% και το Λουξεμβούργο με +6,3%. Στον αντίποδα, μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Φινλανδία (-2,2%), τη Λετονία (-1,9%) και τη Σουηδία (-1,8%).
Παρά τη μηνιαία κάμψη, τα ετήσια στοιχεία αντανακλούν μια ευρύτερη τάση σταθεροποίησης και ανάκαμψης στο ευρωπαϊκό λιανεμπόριο, η οποία ωστόσο παραμένει ευάλωτη σε διακυμάνσεις της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και της ενεργειακής ζήτησης.