Σοβαρές ενστάσεις, αλλά και ανησυχίες για σειρά προνοιών στα έξι νομοσχέδια για τη φορολογική μεταρρύθμιση, εκφράζει ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου (ΣΚΤ), ο οποίος τονίζει σε αρκετές περιπτώσεις την ανάγκη διόρθωσής τους ή/και κατάργησής τους.
Οι ενστάσεις και ανησυχίες του Συνδέσμου αφορούν διάφορα ζητήματα, με τις πιο κύριες εξ αυτών να σχετίζονται με τον ειδικό φόρο πιστωτικού ιδρύματος και τον φόρο χαρτοσήμων, για τους οποίους ζητεί την κατάργησή τους, καθώς και με τις επιπρόσθετες εξουσίες που θα παραχωρηθούν στον Έφορο Φορολογίας.
Οι θέσεις του Συνδέσμου εκφράζονται σε 20-σέλιδο, αναλυτικό σημείωμα που κατέθεσε ο Σύνδεσμος στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, όπου συνεχίζεται η συζήτηση των έξι νομοσχεδίων.
- Διαβάστε ακόμη: Αυτά είναι τα έξι νομοσχέδια για τη φορολογική μεταρρύθμιση
- Διαβάστε επίσης: Οι βασικές πρόνοιες των έξι νομοσχεδίων της φορολογικής μεταρρύθμισης - Τι αλλάζει για επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Πάντως, προτού παραθέσει τις θέσεις/εισηγήσεις του, ο Σύνδεσμος Τραπεζών στο σημείωμά του - αφού αναφέρει πως «αναγνωρίζουμε ότι έχουν γίνει βελτιώσεις και έχουν ληφθεί υπόψη αρκετές από τις εισηγήσεις και σχόλια που έχουν κατατεθεί τόσο από τον ΣΤΚ, καθώς και άλλους φορείς» - υπογραμμίζει ότι «παραθέτουμε τα σχόλιά μας στα αναθεωρημένα νομοσχέδια όπου κρίνεται ότι χρήζουν αναθεώρησης ή όπου έγιναν αλλαγές με τις οποίες δεν συμφωνούμε».
Μάλιστα και προκειμένου να υποβοηθήσει το δύσκολο έργο της Επιτροπής, ο Σύνδεσμος αναδεικνύει τα σημαντικότερα σημεία/ζητήματα που κρίνει ως πολύ σημαντικά με αστερίσκο (*).
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΕΔΩ.
Να καταργηθεί ο ειδικός φόρος πιστωτικού ιδρύματος
Σε ό,τι αφορά τον «περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο» και το άρθρο 9 αυτού, ο ΣΚΤ τονίζει πως η επιβολή του ειδικού φόρου πιστωτικού ιδρύματος ενδείκνυται να καταργηθεί, καθότι οι λόγοι για τους οποίους είχε επιβληθεί το 2011 έχουν εκλείψει.
Όπως εξηγεί, «σύμφωνα με τη νομοθεσία, τα 35/60 του ειδικού φόρου που καταβάλλεται από τα πιστωτικά ιδρύματα μεταφέρονται στο Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης μέχρις ότου συγκεντρωθεί το ποσό των €175 εκατομμυρίων, δηλαδή το ποσό που χρησιμοποιήθηκε για τη στήριξη (ανακεφαλαιοποίηση) του Συνεργατισμού, ενώ τα υπόλοιπα 25/60 του ειδικού φόρου παραμένουν στο Πάγιο Ταμείο».
«Εξ’ όσων γνωρίζουμε, το ποσό των €175 εκατ. έχει ήδη συγκεντρωθεί και το Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης έχει πάψει να υφίσταται, συνεπώς ο συγκεκριμένος φόρος δεν εξυπηρετεί τον αρχικό σκοπό για τον οποίο είχε επιβληθεί», υποδεικνύει ο Σύνδεσμος.
Ως εκ των πιο πάνω, συνεχίζει, «κρίνεται σκόπιμο όπως αρθεί η επιβάρυνση του τραπεζικού συστήματος με την εν λόγω φορολογία, εφόσον έχει επιτευχθεί ο στόχος για τον οποίο είχε εισαχθεί και αφενός διότι οι εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις έχουν καταστήσει αναγκαία την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης πρωτίστως δια μέσου της οργανικής κερδοφορίας, και αφετέρου διότι η επιβολή ειδικού φόρου πιστωτικού ιδρύματος επιφέρει ανταγωνιστικό μειονέκτημα στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα (ειδικότερα σε προσπάθειες προσέλκυσης κεφαλαίων/επενδυτών) σε σχέση με τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην ευρωζώνη».
Κατ’ ελάχιστο, υπογραμμίζει, «θα πρέπει να διορθωθεί η στρέβλωση που προέρχεται από το γεγονός ότι ο ειδικός φόρος, παρότι είναι έξοδο για τις τράπεζες ανεξαρτήτως κερδοφορίας ή μη, δεν εκπίπτει του φορολογητέου εισοδήματος».
Ως εκ τούτου, συμπληρώνει ο ΣΚΤ, «προτείνεται τροποποίηση στο άρθρο 7 του περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμου ως ακολούθως ‘…το ποσό του ειδικού φόρου πιστωτικού ιδρύματος δεν εκπίπτει του φόρου εισοδήματος…’».
Πάντως, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η τροποποίηση του πιο πάνω νόμου, ο Σύνδεσμος εισηγείται «όπως αντ' αυτού συμπεριληφθεί ο ειδικός φόρος στις εκπιπτόμενες δαπάνες και άρα όπως προβλεφθεί εδώ εξαίρεση που να αναφέρει ρητά ότι ο ειδικός τραπεζικός φόρος εκπίπτει βάσει του παρόντος άρθρου ανεξάρτητα από τον περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμου που δεν τροποποιείται επί του παρόντος».
Επιπρόσθετα, ο Σύνδεσμος διαμηνύει ότι «η μη συμπερίληψη του ειδικού φόρου στις εκπιπτόμενες δαπάνες αποτελεί στρέβλωση της φορολογικής ουδετερότητας, καθώς πρόκειται για έξοδο ανεξαρτήτως κερδοφορίας και επιβαρύνει μονομερώς τον τραπεζικό τομέα και λειτουργεί ως αντικίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων και κεφαλαίων. Η μη αναγνώριση του μέχρι σήμερα ως εκπιπτόμενη δαπάνη συνιστά μορφή διάκρισης και είναι ασύμβατη με άλλες παρόμοιες επιβαρύνσεις».
Έκπτωση για εφάπαξ ασφάλιστρα
Όσον αφορά το άρθρο 14 του βασικού νόμου, ο Σύνδεσμος εκφράζει την διαφωνία του με την μη παραχώρηση έκπτωσης για εφάπαξ ασφάλιστρα, υποδεικνύοντας ότι «η δυνατότητα έκπτωσης των εφάπαξ ασφαλίστρων είναι σημαντική για άτομα χωρίς σταθερό εισόδημα, καθώς τους επιτρέπει να προσαρμόζουν το ασφάλιστρο του έτους και να επωφελούνται φορολογικά».
Επίσης, συνεχίζει, «είναι σημαντική για όσους λαμβάνουν εφάπαξ φιλοδώρημα (bonus), ενισχύοντας τόσο τη φοροαπαλλαγή όσο και την αποταμίευση».
Συγκεκαλυμμένη διανομή μερίσματος
Αναφορικά με το νομοσχέδιο που τροποποιεί τους «περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμους» και την προσθήκη νέου άρθρου που διαλαμβάνει την συγκεκαλυμμένη διανομή μερίσματος, ο Σύνδεσμος Τραπεζών εισηγείται όπως αυτό τροποποιηθεί, αφού -εξηγεί- «η πρόνοια του νέου άρθρου 3(Α) αφορά κυρώσεις με φορολόγηση, ως εισόδημα από μερίσματα με συντελεστή 10%, άλλων πηγών εισοδήματος που ήδη υπόκεινται σε φορολόγηση σε διαφορετική βάση, άρα δημιουργεί προβληματισμό ο τρόπος και ο σκοπός που έχει εισαχθεί η συγκεκριμένη πρόνοια».
Επίσης, συνεχίζει, «ο συντελεστής που προτείνεται δεν μπορεί να είναι διαφορετικός από το συντελεστή που εφαρμόζεται σε μερίσματα εφόσον τυγχάνουν χειρισμού ως εισοδήματα ιδίας φύσης και θα πρέπει τουλάχιστον να τροποποιηθεί στο 5%».
Σε περίπτωση, ωστόσο, που εισαχθεί η πρόνοια της συγκεκαλυμμένης διανομής μερίσματος, ο Σύνδεσμος εισηγείται όπως τροποποιηθεί η παράγραφος 2(γ) ούτως ώστε να προβλέπεται εξαίρεση για χορηγήσεις δανείων από Πιστωτικά Ιδρύματα σε μετόχους τους ή συνδεδεμένα με αυτούς άτομα στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και ως εκ τούτου αυτές οι συναλλαγές δεν θα πρέπει να θεωρούνται εξ ορισμού συγκεκαλυμμένη διανομή μερίσματος.
Ειδικότερα, εισηγείται όπως συμπεριληφθεί στο 3(Α)(2)(γ) η ακόλουθη διευκρίνιση:
«Στους παρόντες ορισμούς δεν εμπίπτουν οι χρηματοδοτήσεις, υπό μορφή δανείων, πιστωτικών διευκολύνσεων ή άλλων χρηματοοικονομικών παροχών, οι οποίες έχουν παρασχεθεί από εταιρείες εγγεγραμμένες και λειτουργούσες ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προς φυσικά πρόσωπα που είναι μέτοχοι των εν λόγω εταιρειών ή προς πρόσωπα συνδεδεμένα με αυτούς, εφόσον οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις και/ή διευκολύνσεις έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο των συνήθων και εμπορικά εύλογων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων των εν λόγω ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις ισχύουσες πρακτικές και κανονισμούς της αγοράς».
- Διαβάστε ακόμη: Φορολογική μεταρρύθμιση: Δεν εισακούστηκαν όλες οι εισηγήσεις του ΚΕΒΕ - Τι το ανησυχεί και τι ζητά από τη Βουλή
Κατάργηση φόρου χαρτοσήμων
Σε σχέση με το νομοσχέδιο που τροποποιεί τον «περί Χαρτοσήμων Νόμο», ο Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου επαναλαμβάνει την πάγια θέση του ότι, στο πλαίσιο απλοποίησης των διαδικασιών και προώθησης της ψηφιοποίησης, κρίνεται σκόπιμο όπως ο φόρος χαρτοσήμου καταργηθεί.
Ο εν λόγω φόρος, τονίζει, παρότι αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 0,5% των συνολικών εισπράξεων του Τμήματος Φορολογίας, εντούτοις, δημιουργεί δυσανάλογα υψηλό διοικητικό φόρτο για τους φορολογούμενους και ιδίως για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Επιπλέον, αναφέρει, πρόκειται για θεσμό αναχρονιστικό, μη συμβατό με τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς.
Εν σχέση με επιμέρους σημεία των προτεινόμενων αλλαγών, ο ΣΚΤ υποδεικνύει πως «η πρόσφατη νομοθετική πρόταση που καλούμαστε να εξετάσουμε και να σχολιάσουμε δεν περιλαμβάνει ρητή αναφορά ως προς το αν οι ηλεκτρονικά υπογεγραμμένες συμβάσεις εξαιρούνται ή όχι από την επιβολή χαρτοσήμου. Εξίσου, δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ποιες κατηγορίες συμβάσεων υπόκεινται σε τέλος, ούτε ποιες εξαιρούνται ρητά από την εφαρμογή του».
Περαιτέρω, συμπληρώνει, «παρατηρείται ότι στο υπό αναφορά νομοσχέδιο υπάρχει αναφορά σε ‘έντυπα’, όρος ο οποίος δεν αποσαφηνίζεται ως προς το αν αφορά μόνον φυσικά έγγραφα ή εάν περιλαμβάνει και ηλεκτρονικές μορφές εγγράφων που φέρουν προηγμένες ή αναγνωρισμένες ηλεκτρονικές υπογραφές».
Η ασάφεια αυτή, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, δημιουργεί ερμηνευτική αβεβαιότητα ως προς το εύρος εφαρμογής του τέλους χαρτοσήμου στο πλαίσιο των ψηφιακών συναλλαγών.
Ακόμη, συνεχίζει, «δεν περιλαμβάνεται καμία ρητή διάταξη σχετικά με διαδικασίες ηλεκτρονικής υπογραφής εγγράφων ή ηλεκτρονικής πιστοποίησης πληρωμής του τέλους, γεγονός που αφήνει ένα ουσιώδες ρυθμιστικό κενό ως προς τον τρόπο συμμόρφωσης με το νέο πλαίσιο από πλευράς τραπεζικών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων».
Σε περίπτωση, πάντως, που η κατάργηση του φόρου χαρτοσήμων δεν καταστεί εφικτή, ο Σύνδεσμος εισηγείται συγκεκριμένες αλλαγές, τονίζοντας πως «η μεταρρύθμιση πρέπει να διασφαλίσει σαφήνεια, νομιμότητα, διαφάνεια και προσαρμογή στις ηλεκτρονικές διαδικασίες, ώστε να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».
Εμπόδια στη μεταβίβαση ακινήτων
Όσον αφορά το νομοσχέδιο που τροποποιεί τους «περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμους», ανάμεσα σε άλλα ο Σύνδεσμος Τραπεζών εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις σε σχέση με τις προωθούμενες αλλαγές στο άρθρο 17 του βασικού νόμου.
Όπως σημειώνει, «με την προσθήκη της νέας έκτης επιφύλαξης, το Τμήμα Φορολογίας θα δύναται να αρνείται να δώσει βεβαίωση για μεταβίβαση ακινήτου αν είτε ο διαθέτης είτε ο λήπτης της ιδιοκτησίας δεν είναι πλήρως συμμορφωμένος με το σύνολο των φορολογικών του υποχρεώσεων».
Παρόλο που στο τελικό νομοσχέδιο ενσωματώθηκαν τροποποιήσεις ώστε να καλυφθούν ορισμένες από τις ανησυχίες του Συνδέσμου, «εντούτοις κρίνεται ότι οι συναλλαγές μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας δεν θα πρέπει να καθυστερούν στην περίπτωση που ο αγοραστής/πωλητής έχει εκκρεμείς οποιεσδήποτε φορολογικές υποχρεώσεις (που δεν αφορούν την προκειμένη συναλλαγή) ή δεν είναι συνεπής με άλλες φορολογικές του υποχρεώσεις, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή συνέχεια των επιχειρηματικών συναλλαγών’.
Σημειώνεται ότι «οι τροποποιήσεις που συμπεριλήφθηκαν μετά τη διαβούλευση αφορούν εξαίρεση για συγκεκριμένο είδος/φύση συναλλαγών (όπως περιγράφονται στα Μέρη VI και VIA του ‘περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο’), και επομένως οποιεσδήποτε άλλες συναλλαγές που δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το είδος, συναλλαγές οι οποίες αφορούν και γίνονται για ικανοποίηση χρέους είτε εκούσια είτε μέσω των άλλων προνοιών της νομοθεσίας, καθώς και συναλλαγές που αφορούν στην μετέπειτα πώληση των εν λόγω ακινήτων που έχουν αποκτηθεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν θα καλύπτονται, με αποτέλεσμα πολλές συναλλαγές να μην ολοκληρώνονται».
Πρακτικά, εξηγεί ο Σύνδεσμος, «δύναται να δημιουργηθούν προβλήματα, καθώς επηρεάζει τις εξασφαλίσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, τις αναδιαρθρώσεις και τις λύσεις που αφορούν στη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων και κρίνεται σημαντικό να διαφοροποιηθεί».
Επιπρόσθετα, συμπληρώνει, «η αυστηροποίηση κατά την χορήγηση του Ν313 αποτελεί αδικία προς τον πωλητή που σωστά έχει καταβάλει το φόρο του. Είναι άδικο να μεταφέρεται σε κάθε συναλλαγή ακίνητης ιδιοκτησίας η ευθύνη και στον αγοραστή».
Εφαρμογή της εν λόγω πρόνοιας, προειδοποιεί ο Σύνδεσμος Τραπεζών, «θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην αγορά ακινήτων, στην οικονομία, θα επιφέρει σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση συναλλαγών, αλλά και μείωση συναλλαγών».
Ανησυχίες για τις εξουσίες του Εφόρου Φορολογίας
Αναφορικά με το νομοσχέδιο που τροποποιεί τους «περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμους», ο Σύνδεσμος -μεταξύ άλλων- τονίζει πως «η προτεινόμενη διεύρυνση των εξουσιών του Εφόρου Φορολογίας αναφορικά
με την υποχρέωση υποβολής στοιχείων που αφορούν πελάτες, προσωπικό και λοιπά εμπλεκόμενα μέρη, εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς ως προς τη συμβατότητά της με τις αρχές της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και του τραπεζικού απορρήτου».
«Οι εξουσίες του Εφόρου Φορολογίας δεν μπορεί να υπερισχύουν άλλων νομοθεσιών όπως το τραπεζικό απόρρητο, προστασίας προσωπικών δεδομένων, άρσης του εταιρικού πέπλου κ.ά.», ξεκαθαρίζει ο Σύνδεσμος σημειώνοντας πως «κρίνεται σκόπιμο όπως οι εν λόγω εξουσίες περιοριστούν ή να οριστεί/θεσμοθετηθεί μηχανισμός ελέγχου δια τούτου».
«Οι πρόνοιες του νόμου περί φορολογίας δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να αντιβαίνουν τα συνταγματικά δικαιώματα του κάθε προσώπου - είτε φυσικό είτε νομικό», διαμηνύει περαιτέρω ο ΣΚΤ.
Ως προς την επέκταση από τα έξι στα οκτώ χρόνια και την αλλαγή προσδιορισμού της σχετικής περιόδου παροχής στοιχείων, ο Σύνδεσμος προειδοποιεί πως «θα επηρεάσει αρνητικά τους φορολογούμενους, καθώς και τη διαδικασία φορολογικού ελέγχου», καθώς και ότι «το δικαίωμα του Εφόρου να απαιτήσει φύλαξη εγγράφων για μεγαλύτερο διάστημα θεωρείται αυθαίρετο, καθώς η επιχειρηματική αναγκαιότητα ενός τέτοιου δικαιώματος δεν επεξηγείται».
- Διαβάστε επίσης: Φορολογική μεταρρύθμιση: Οι πρόνοιες-κίνδυνοι για τα επενδυτικά ταμεία και οι προτάσεις του CIFA
Σε σχέση με την τροποποίηση του άρθρου 6 που αφορά τις δηλώσεις εργοδοτών και άλλων προσώπων, ο Σύνδεσμος Τραπεζών την θεωρεί προβληματική και ζητά την κατάργησή της.
Η προτεινόμενη τροποποίηση για αντικατάσταση με τη φράση «πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και πως υπολογίστηκε η έκτακτη εισφορά που παρακρατήθηκε», που αφορά την υποβολή των πλήρων στοιχείων πελατών που λαμβάνουν τόκους, «δεν μας βρίσκει σύμφωνους, καθώς κρίνεται ότι αποτελεί υπερβολική πληροφόρηση που απαιτείται να υποβάλλεται από τα πιστωτικά ιδρύματα, η οποία περιλαμβάνει σημαντικό όγκο προσωπικών δεδομένων».
Εάν αυτή η διάταξη παραμείνει ή τροποποιηθεί, μετά από τη σχετική διαβούλευση με την Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και σχετική νομική γνωμάτευση, «θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος για να είναι εφικτή η εφαρμογή της, δηλαδή περίοδος 2 ετών - αυτό ισχύει για όλες τις περιπτώσεις όπου πρέπει να είναι διαθέσιμες λεπτομερείς πληροφορίες».
Αναφορικά με το άρθρο 6 που επεκτείνει την περίοδο συλλογής πληροφοριών για πελάτες τραπεζών μέχρι 9 έτη, ο ΣΚΤ τονίζει πως κάτι τέτοιο «θα δημιουργήσει περιττό διοικητικό φόρτο τόσο για τους φορολογούμενους, τα τραπεζικά ιδρύματα που επιβαρύνονται με την συλλογή και υποβολή των πληροφοριών για πελάτες, όσο και για τις φορολογικές αρχές. Επίσης, θα δημιουργήσει επιπλοκές/νομικές αβεβαιότητες και θα παρατείνει την αβεβαιότητα των φορολογουμένων ως προς τις υποχρεώσεις τους».
Πέραν των πιο πάνω, ο Σύνδεσμος Τραπεζών εκφράζει τη διαφωνία του και με τις προωθούμενες αλλαγές στο άρθρο 27 του βασικού νόμου, τονίζοντας -μεταξύ άλλων- πως «οι αόριστες / γενικές πρόνοιες του προτεινόμενου άρθρου εγείρουν σοβαρούς προβληματισμούς και κρίνεται σκόπιμο όπως οι εν λόγω εξουσίες περιοριστούν ή να οριστεί/θεσμοθετηθεί μηχανισμός ελέγχου δια τούτου».
«Οι πρόνοιες του νομού περί φορολογίας δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να αντιβαίνουν τα συνταγματικά δικαιώματα του κάθε προσώπου - είτε φυσικό είτε νομικό», διαμηνύει ακόμη.
Δέσμευση ποσών και μετοχών
Αναφορικά με το νομοσχέδιο που τροποποιεί τους «περί Εισπράξεως Φόρων Νόμους», ο Σύνδεσμος Τραπεζών εκφράζει τη διαφωνία του με τις προωθούμενες τροποποιήσεις που επιτρέπουν στον Έφορο Φορολογίας να δεσμεύει ή κατάσχει ποσά που βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και δέσμευσης μετοχών εταιρειών, πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσφυγής ή τελεσίδικης απόφασης ή εξάντλησης όλων των ένδικων μέσων.
Περαιτέρω, ο Σύνδεσμος διαφωνεί και με το δικαίωμα που θα παραχωρηθεί στον Έφορο Φορολογίας να προβαίνει σε εγγραφή εμπράγματου βάρους πριν την ολοκλήρωσης της διαδικασίας προσφυγής ή ένστασης του επηρεαζόμενου προσώπου.
Όσον αφορά ειδικότερα τη δέσμευση μετοχών, ο ΣΚΤ προειδοποιεί ότι το μέτρο αυτό «ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα των Κυπριακών επιχειρήσεων και τραπεζών, να αποθαρρύνει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και να διαταράξει τη λειτουργία εταιρειών, πλήττοντας την εικόνα της Κύπρου ως αξιόπιστου χρηματοοικονομικού κέντρου».
Ως εκ τούτου, ο Σύνδεσμος ζητά την επανεξέταση του μέτρου με γνώμονα την ισορροπία μεταξύ φορολογικής αποτελεσματικότητας και προστασίας των δικαιωμάτων των φορολογουμένων.







