Ο τραπεζικός τομέας στη μετά-covid εποχή

Ακόμη και πριν από την κρίση του Covid, είχαμε δει σαφή σημάδια αλλαγής στον τραπεζικό κλάδο. Ο τραπεζικός τομέας έχοντας εστιάσει την ενέργειά στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση των δανείων subprime, έμεινε πίσω στην καμπύλη της ψηφιακής επανάστασης και βρέθηκε να απειλείται από τις εταιρίες fintech και τις μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας.

Η άνευ προηγουμένου κρίση, που προκλήθηκε στην πραγματική οικονομία από την πανδημία, θα επηρεάσει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αυτό θα γίνει εμφανές μετά το τέλος των διαφόρων προγραμμάτων αναστολής αποπληρωμής δανείων που έχουν εκπονηθεί από τις κεντρικές τράπεζες, σε όλο τον κόσμο. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της λειτουργικής κερδοφορίας από κλασικές εμπορικές τραπεζικές συναλλαγές και τις μειωμένες προοπτικές ανάπτυξης των δανειακών χαρτοφυλακίων, θα οδηγήσει σε ένα κύμα τραπεζικών συγχωνεύσεων και θα διευρύνει το χάσμα μεταξύ των διαφοροποιημένων πολύ μεγάλων τραπεζών (megabanks) και του υπόλοιπου τραπεζικού κλάδου.

Αν πάρουμε ως παράδειγμα τον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, η κερδοφορία των τεσσάρων megabank των ΗΠΑ (JPMorgan Chase, Bank of America, Citigroup και Wells Fargo) έχει ξεπεράσει τις εκτιμήσεις των αναλυτών, ενώ οι περιφερειακές και κοινοτικές τράπεζες δείχνουν να επηρεάζονται πολύ περισσότερο από την πανδημία. Οι τέσσερις πολύ μεγάλες τράπεζες μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις προβλέψεις λόγω της ισχυρής ποιότητας των περιουσιακών τους στοιχείων, των συνετών προβλέψεων για επισφαλή δάνεια και τα μεγάλα αποθεματικά που κατάφεραν να συσσωρεύσουν στα πρώτα στάδια της πανδημίας. Ωστόσο, ακόμη και για αυτές τις μεγάλες τράπεζες, η υπεραπόδοση προήλθε από έσοδα από επενδυτικές εργασίες, έσοδα τα οποία δεν είναι διαθέσιμα σε τράπεζες που εστιάζουν κυρίως σε εμπορικές τραπεζικές δραστηριότητες.

Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο τραπεζικός τομέας φαίνεται λιγότερο προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης του Covid. Οι τράπεζες της Ευρωζώνης δεν είχαν την ευκαιρία να ανακάμψουν πλήρως από την τραπεζική κρίση, και ως εκ τούτου, δεν είχαν την ικανότητα να συσσωρεύσουν αποθεματικά και να κάνουν προβλέψεις για επισφαλή δάνεια, στο βαθμό που έκαναν οι τράπεζες των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, υπήρξαν περιπτώσεις όπου τράπεζες προέβησαν σε μείωση των προβλέψεων τούς για επισφαλή δάνεια, για να αποφύγουν άμεσες κεφαλαιακές ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, λίγο πριν από το τέλος του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κυκλοφόρησε ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την πανδημία. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, η στρατηγική NPL έχει τέσσερις βασικούς στόχους:

1. Περαιτέρω ανάπτυξη δευτερογενών αγορών για προβληματικά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα επιτρέψουν στις τράπεζες να απομακρύνουν τα NPL από τους ισολογισμούς τους, διασφαλίζοντας παράλληλα την περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας των δανειοληπτών.

2. Μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της ΕΕ περί αφερεγγυότητας και ανάκτησης χρεών, η οποία θα συμβάλει στη σύγκλιση των διαφόρων πλαισίων αφερεγγυότητας σε ολόκληρη την ΕΕ, διατηρώντας παράλληλα υψηλά πρότυπα προστασίας καταναλωτών.

3. Υποστήριξη της δημιουργίας και της συνεργασίας Εθνικών Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (AMC) σε επίπεδο ΕΕ.

4. Εφαρμογή προληπτικών μέτρων δημόσιας στήριξης, όπου απαιτείται, για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας σύμφωνα με την οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών της ΕΕ και τα πλαίσια κρατικών ενισχύσεων.

Ως επακόλουθο των πιο πάνω, είναι φυσικό να επηρεαστεί και ο κυπριακός τραπεζικός τομέας, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη ότι η Κύπρος έχει καταγράψει το ψηλότερο με διαφορά ποσοστό παγοποίησης αποπληρωμής δανείων στην Ευρώπη, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (περίπου το 55% των δανείων του ιδιωτικού τομέα στο τέλος- Σεπτέμβριος 2020) και το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ. θα πρέπει να περιμένουμε ότι ένας σημαντικός αριθμός προβληματικών δανείων θα πρέπει να μετακινηθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, όπως έγινε για παράδειγμα με την πρόσφατη πώληση του χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων «Helix 2 Portfolio B» από την Τράπεζα Κύπρου σε ένα ταμείο συνδεδεμένο με την PIMCO. Επιπλέον, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα καταστεί αναγκαία η σύσταση μίας εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων που ενδέχεται να προκύψουν ως άμεσο αποτέλεσμα της πανδημίας. Είναι πολύ πιθανό ότι ένα σημαντικό ποσοστό των δανείων ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ που ήταν κάτω από το μορατόριουμ αποπληρωμής δόσεων κατά το τέλος του 2020, να καταστεί μη εξυπηρετούμενο το 2021.

Ο Παναγιώτης Μαυρομιχάλης είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών (CFA Society Cyprus), τοπικού συνδέσμου του Ινστιτούτου CFA, το οποίο εδρεύει στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ και αριθμεί πάνω από 160.000 μέλη σε όλο τον κόσμο. Πρωταρχικός στόχος του CFA είναι η ανάδειξη της αξίας του χρηματοοικονομικού συμβούλου σε θέματα που αφορούν στον ορθό οικονομικό προγραμματισμό σε επίπεδο επιχειρήσεων, αλλά και ιδιωτών.

Δειτε Επισης

Οι «πειρατές» του χαλλουμιού-Πώς η επιτυχία του αύξησε τον ανταγωνισμό στο εξωτερικό
Η γυναικεία μοναξιά στα Διοικητικά Συμβούλια
Ο Κανονισμός ψηφιακής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας-Μια νέα εποχή για την οικονομική ασφάλεια
Σημαντικά τα οφέλη για την Κύπρο από τις επενδύσεις στην αεροπορική βιομηχανία
Να επενδύσω ή όχι σε podcast ads; Οι αριθμοί κάνουν θόρυβο…
Οι μειώσεις στα επιτόκια, ο μηχανισμός νομισματικής μετάδοσης και οι επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία
Προκλήσεις και ευκαιρίες στον τομέα ακινήτων: Ανάγκη για βιώσιμες λύσεις και συνεργασία
Γραφειοκρατία στην Κύπρο: Ένα εμπόδιο για τους πολίτες και τις επενδύσεις
Η αυστηρή προειδοποίηση του Elon Musk: Πράγματι η Αμερική οδεύει προς τη χρεοκοπία;
Ο μετασχηματιστικός ρόλος της ΤΝ στην κανονιστική συμμόρφωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων