Ποιος πραγματικά και ουσιαστικά ευθύνεται

Ο κυπριακός λαός καλείται σήμερα να «πληρώσει» το τίμημα για την επί σειρά ετών αλόγιστη κατασπατάληση και μη συνετή διαχείριση του εθνικού πλούτου της Κύπρου. Εύλογα λοιπόν η κοινή γνώμη απαιτεί από την πολιτεία την άμεση παροχή εξηγήσεων και την απόδοση ευθυνών, καθιστώντας απαραίτητη την διερεύνηση και απάντηση καίριων ερωτημάτων που όλα συγκλίνουν τελικά στο “ποιος πραγματικά και ουσιαστικά  ευθύνεται” για το βαρύ αυτό φορτίο που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε όλοι και την άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η πατρίδα μας.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η κατάρρευση της Κυπριακής οικονομίας δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο που εκδηλώθηκε κατά τρόπο αιφνίδιο ξαφνιάζοντας δήθεν τους πάντες. Αντίθετα συντελέστηκε σταδιακά και προκλήθηκε με μαθηματική ακρίβεια από τις πρόχειρες πολιτικές που υιοθετήθηκαν, τις λανθασμένες στρατηγικές που εφαρμόσθηκαν και τις ατεκμηρίωτες αποφάσεις που υλοποιήθηκαν τόσο από την πολιτική ηγεσία όσο και από τις ανεξάρτητες εποπτικές αρχές. Ήταν αναμενόμενο η ανεπανόρθωτη  αυτή οικονομική ζημιά που έχει υποστεί ο Κυπριακός λαός να προκαλέσει ένα κλίμα πανικού στους αρμόδιους παράγοντες και υπηρεσίες που είχαν ως εκ της θέσεώς τους τις αρμοδιότητες και την τελική ευθύνη και οι οποίοι δια των εκπροσώπων τους έσπευσαν αφενός να αποποιηθούν τις ευθύνες τους πλήρως και αφετέρου να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη ότι θα διεξάγουν τις κατάλληλες γι’ αυτούς έρευνες για να τιμωρήσουν τους «φταίχτες».  Εκεί στοχεύει άλλωστε και ο πρωτόγνωρος λαϊκισμός που βιώνουμε όλοι τους τελευταίους μήνες στο να δημιουργηθούν δηλαδή εξιλαστήρια θύματα ώστε οι πραγματικοί ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί να παραμείνουν προστατευμένοι στο απυρόβλητο.

Είναι απορίας άξιο πώς ενώ όλοι οι αρμόδιοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξάρτητων θεσμών, είχαν συνειδητοποιήσει την σταθερή διολίσθηση της Κυπριακής οικονομίας δεν έπραξαν το παραμικρό για να παρεμποδίσουν την πτωτική πορεία της και να ανατρέψουν τα τραγικά  γεγονότα και τις μετέπειτα εξελίξεις, αλλά παρέμειναν ψυχρά απλοί θεατές στο θέατρο του παραλόγου.

Ας εξετάσουμε όμως πώς οδηγήθηκε μία ακόμα χώρα της Ευρωζώνης σε αυτή την δεινή, σχεδόν απερίγραπτη, οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα η Κύπρος. Όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα στοιχεία από το 2007 έως το 2011 το κυπριακό κράτος επιδόθηκε σε μία απερίσκεπτη σπατάλη των κυβερνητικών εσόδων με αποτέλεσμα οι κρατικές δαπάνες να αυξηθούν αδικαιολόγητα κατά 26% δηλαδή κατά €1,6 δις.  Άραγε ποιος ευθύνεται για αυτή την απαράδεκτη πολιτική εξόδων;  Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συνάρτηση με το ότι ενώ το 2007 το δημοσιευμένο στον κρατικό προϋπολογισμό του Κυπριακού κράτους πλεόνασμα ανερχόταν σε ποσοστό 3,5% του ΑΕΠ, το 2011, δηλαδή μέσα σε μία τετραετία, το Κυπριακό κράτος είχε καταφέρει να δημιουργήσει έλλειμμα της τάξεως του 6,3% του κυπριακού ΑΕΠ.


Ταυτόχρονα οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ενώ το δημόσιο χρέος που το 2008 ήταν €8,4 δις και αντιστοιχούσε στο 49% του Κυπριακού ΑΕΠ ξαφνικά το 2011 εκτινάχθηκε σε €12,8 δις, δηλαδή στο 71,5% του Κυπριακού ΑΕΠ.  Τα στατιστικά αυτά στοιχεία ήταν ήδη γνωστά στους αρμόδιους κρατικούς φορείς και υπηρεσίες και η αρνητική πορεία του δημόσιου χρέους τελούσε υπό το καθεστώς της έγκρισης τους χωρίς να έχει δημιουργηθεί η παραμικρή απορία και ανησυχία σε κανέναν από τους εκπροσώπους των αρμόδιων αρχών και αυτό προφανώς διότι γνώριζαν ότι η αύξηση των δαπανών δημιουργήθηκε από την υλοποίηση της κοινωνικής πολιτικής της Κυπριακής κυβερνήσεως που είχε θέσει ως πρωταρχικό στόχο την αύξηση των κυβερνητικών απολαβών κατά 25% και του συνόλου των παροχών κατά 43%.

Εξάλλου αυτή η πολιτική αλόγιστης σπατάλης δημόσιου χρήματος προερχόμενου πρωτίστως από επιπόλαιο δανεισμό, χωρίς την δυνατότητα εξασφάλισης αποπληρωμής του, σηματοδότησε την αρχή της κατάρρευσης της Κυπριακής οικονομίας και αυτό γιατί θα ήταν αδύνατον το Κυπριακό κράτος να εξακολουθήσει να εξασφαλίζει ακάλυπτα δάνεια κάθε χρόνο για να καλύψει την κοινωνική πολιτική του, χωρίς να διαθέτει τα ανάλογα φορολογικά έσοδα, τη στιγμή μάλιστα που το κράτος σκορπούσε δανεικά λεφτά τα οποία δεν είχε στα ταμεία του αντί να τα επενδύει σε παραγωγικές επενδύσεις για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Η ανώτατη διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου είχε επανειλημμένα επισημάνει στην πολιτική ηγεσία την επιτακτική ανάγκη λήψης άμεσων κρατικών οικονομικών μέτρων για την εξυγίανση των δημοσιονομικών δαπανών του κράτους όταν μάλιστα υπήρχε αρκετός χρόνος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ορθολογιστικά. Ωστόσο η κυβερνητική ηγεσία αδιαφόρησε και δεν έλαβε υπόψη της τις επισημάνσεις της ανώτατης διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου παρά το γεγονός ότι η αναγκαιότητα της λήψης των κυβερνητικών οικονομικών  μέτρων ήταν απαραίτητη για να περιοριστούν τα δημοσιονομικά της ελλείμματα, τη στιγμή που η Τράπεζα Κύπρου σε συνδυασμό με τα απαιτούμενα κυβερνητικά μέτρα είχε τη δυνατότητα να συνδράμει με κάθε πρόσφορο οικονομικό μέσο λόγω της ισχυρής ρευστότητας που διέθετε.


Έτσι αντί του σημαντικού πλεονάσματος που διέθετε το Κυπριακό κράτος το 2007 με €550 εκατομμύρια, η νέα Κυβέρνηση  κατάφερε από το 2009 να δημιουργήσει δημοσιονομικό έλλειμμα που ξεπερνούσε το €1 δις ετησίως χωρίς να δημιουργηθεί το παραμικρό ερωτηματικό στους αρμόδιους φορείς και παράγοντες.  Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο το Κυπριακό κράτος έπρεπε να δανείζεται επιπρόσθετα €1 δις περίπου για να καλύπτει τις κυβερνητικές δαπάνες τις οποίες δεν επιχείρησε να αντιμετωπίσει με τη λήψη των απαραίτητων οικονομικών μέτρων για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.  Κάτω από αυτές τις δημοσιονομικές συνθήκες που καθιστούσαν σχεδόν βέβαιη την αδυναμία αποπληρωμής του χρέους, ήταν αναμενόμενο οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί να σταματήσουν την χορήγηση επιπλέον δανεισμού σε ένα κράτος το οποίο όχι μόνο  αδυνατούσε να καλύψει τις οικονομικές του υποχρεώσεις αλλα δημιουργούσε και πρόσθετες €1 δις ετησίως.

Η εμμονή  στην αλόγιστη σπατάλη ήταν ένα τεράστιο λάθος που ευθύνεται για την δημιουργία του αρνητικού κλίματος που προκάλεσε την κατάρρευση της εμπιστοσύνης του ευρύτερου επιχειρηματικού κόσμου προς τον Κυπριακό Τραπεζικό τομέα και επηρέασε αρνητικά τις κυπριακές επιχειρήσεις οδηγώντας στην ανεργία όλο και περισσότερο κόσμο. Η παρατεταμένη καθυστέρηση και η αναβολή λήψης των δύσκολων αλλά αναγκαίων αποφάσεων ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε πιο επώδυνες λύσεις στο μέλλον.   

Εάν το 2009 ή ακόμη και το 2010 είχαν ληφθεί από την τότε κυβέρνηση τα κατάλληλα οικονομικά μέτρα, η οικονομική κατάσταση της Κύπρου θα ήταν διαχειρίσιμη και ελεγχόμενη,  χωρίς να είναι απαραίτητη καμία εξωτερική βοήθεια. Αυτό θα έπρεπε να ήταν κατανοητό σε όλους τους εμπλεκόμενους και κυβερνητικούς ιθύνοντες.  Εάν το 2011 και ενδεχομένως αμέσως μετά το πρώτο ή το δεύτερο κούρεμα των Ελληνικών ομολόγων συμφωνούσαμε με την Τρόικα την ανάλογη βοήθεια, την οποία σε κάθε περίπτωση έπρεπε τότε να απαιτήσουμε λόγω της δυσανάλογα μεγάλης επίπτωσης που είχε για την Κύπρο,  τότε τα οικονομικά μέτρα που θα χρειάζονταν για την διάσωση της Κυπριακής οικονομίας θα ήταν ηπιότερα και διαχειρίσιμα και δεν θα χρειαζόταν να πραγματοποιηθεί το απαράδεκτο και αδικαιολόγητο κούρεμα των Κυπριακών καταθέσεων των πελατών της Τράπεζας Κύπρου. Η Κυπριακή κύβερνηση δεν ενδιαφερθηκε να αξιολογήσει εκ των προτερων  τον αντίκτυπο του Ελληνικου κουρέματος και να αναζητήσει τις κατάλληλες  λύσεις.

Τελικά η κυβέρνηση μετά από μακρόχρονη και αδικαιολόγητη καθηστέρηση ζήτησε βοήθεια από την Τρόικα στις 28/06/2012 όταν πλέον το ΕΛΑ σε άλλον τραπεζικό οργανισμό είχε φθάσει στο απίστευτό ποσό των €9,5 δις, οι Κυπριακές επιχειρήσεις είχαν επηρεαστεί αρνητικά και η ανεργία είχε φτάσει στα ύψη. Ερωτάται εάν αυτά τα γεγονότα ξεχάσθηκαν, αγνοήθηκαν ή επιλεκτικά δεν θέλουμε να τα θυμόμαστε. Παρά τη ρηματική απόφαση της κυβέρνησης να ζητήσει βοήθεια ακόμη και τότε δεν είχε καμία πρόθεση να προχωρήσει σε λήψη μέτρων. Αντί αυτού  έδωσε σε Τραπεζικό οργανισμό επιταγή χωρίς  αντίκρισμα ύψους €1,8 δις δηλαδή μια υπόσχεση να δώσει τα λεφτά όταν θα τα έχει, αφήνοντας έναν τραπεζικό οργανισμό «στην εντατική και στον αναπνευστήρα» ώστε να παρέλθει ο χρόνος μέχρι την λήξη της κυβερνητικής θητείας και να παρουσιαστεί ξαφνικά 9 μήνες μετά το ουσιαστικό οικονομικό πρόβλημα κατάρρευσης ή πτώχευσης που ήδη γνώριζαν οι εποπτικές αρχές. Είναι σαφές ότι υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες της εποπτικής αρχής  και τώρα καλείται να πληρώσει ο Κυπριακός λαός για αυτή την λανθασμένη πολιτικό-οικονομική εκτίμηση.

Παρά τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και την κυβερνητική σπατάλη, η Τράπεζα Κύπρου παρέμεινε μέχρι και τον Ιούνιο του 2012 ισχυρή τόσο σε κεφάλαια όσο και σε ρευστότητα.

Μέσα στην κρίση δημιουργηθηκε η ανάγκη να αυξηθούν τα κεφάλαιά της κατά 300 ή 500 εκατομμύρια Ευρώ και θα ήταν ορθό και εύλογο να της δοθεί ο κατάλληλος χρόνος ώστε να αντλήσει κεφάλαια υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος θα ελάμβανε πρώτα τα απαραίτητα οικονομικά μέτρα για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην αγορά. Πώς το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα κατάφερε πρόσφατα να αντλήσει €8,3 δις και να ενισχύσει τις κεφαλαιακές του ανάγκες μέσα σε ένα τόσο αντίξοο οικονομικό περιβάλλον όπως αυτό στην Ελλάδα;

Τον Ιούνιο του 2012 όταν άλλο τραπεζικό ίδρυμα είχε ήδη δανειστεί από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) €9,5 δις, η Τράπεζα Κύπρου συνέχιζε να έχει θετική ρευστότητα χωρίς να έχει προκύψει  ανάγκη δανεισμού. Μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2012 το ποσοστό δανεισμού της Τράπεζας Κύπρου από τον ELA παρέμενε μηδενικό τη στιγμή που αντίστοιχο τραπεζικό ίδρυμα είχε ήδη δανειστεί από τον ELA πλέον των €10 δις και τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα είχαν δανειστεί περί τα €125 δις.

Γιατί δεν έχουμε το θάρρος και το σθένος να παραδεχθούμε ότι ήταν λανθασμένη από κάθε άποψη η οικονομική ενίσχυση με εγγυητική επιστολή ύψους 1,8 δις ευρώ για την ανακεφαλαίωση τραπεζικού οργανισμού χωρίς να έχει αποφασιστεί προηγουμένως και εγκριθεί ολοκληρωμένο σχέδιο βιωσιμότητας και ενεργειών που θα σταματούσε την αναμενόμενη κατάρρευση του εν λόγω τραπεζικού οργανισμού.  Όσο περνούσε ο χρόνος, χωρίς καμία ουσιαστική οικονομική λύση, η εμπιστοσύνη κατέρρεε με μαθηματική ακρίβεια και μαζί της κατέρρεαν και οι επιδόσεις των Κυπριακών επιχειρήσεων. Κάθε μήνας αυξάνονταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι επισφάλειες του τραπεζικού συστήματος οπότε το €1,8 δις δεν ήταν πρέπουσα λύση, γεγονός που αποδείχτηκε πλήρως εκ των υστέρων.

Η βεβιασμένη πώληση των υποκαταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα με τον λανθασμένο και απαράδεκτο τρόπο παραχώρησης και τους δυσμενείς όρους με τους οποίους συντελέστηκε υπό το καθεστώς πανικού ήταν καταστροφική. Ποιος ήθελε απεγνωσμένα την αποκοπή των εν λόγων  υποκαταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα να μην παρασυρθεί το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας; Μήπως δεν καταλάβαμε ότι αυτή η πράξη αποτέλεσε εγγύηση για την μη  μετάδοση του «κουρέματος» των καταθέσεων της Κύπρου και στην Ελλάδα;  

Τελικά, ενώ το Ελληνικό Τραπεζικό σύστημα και γενικά η Ελληνική οικονομία ήταν σε δυσμενέστερη διαπραγματευτική θέση, η  Εποπτική Αρχή της Ελλάδας κατόρθωσε να προστατέψει το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα ενώ η Εποπτική Αρχή της Κύπρου «πέτυχε» να γίνει κούρεμα των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου στην Κύπρο και δώρισε σχεδόν ολόκληρο το ποσό σε Ελληνικό Τραπεζικό ίδρυμα. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα όταν λίγους μόνο μήνες μετά την ενσωμάτωση των υποκαταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου, το συγκεκριμένο Ελληνικό Τραπεζικό ίδρυμα παρουσίασε ξαφνικά και χωρίς την ύπαρξη ουσιαστικών λόγων, άνοδο των κερδών στα αποτελέσματά του ύψους €3,5 δις.

 
Γιατί κανένας δεν έχει το θάρρος να ομολογήσει και να παραδεχτεί ότι ήταν λανθασμένη η εξουσιοδότηση προς τον Κεντρικό Τραπεζίτη της Κύπρου να διαπραγματευτεί και να υπογράψει από μόνος του την πώληση των υποκαταστημάτων της τράπεζας Κύπρου άνευ όρων. Όταν  μάλιστα, ο τότε κεντρικός τραπεζίτης είχε επίσης εξουσιοδοτηθεί με άλλο νόμο να έχει και το δικαίωμα να παύσει οποιοδήποτε μέλος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου ή και όλο το ΔΣ κατά την κρίση του.

Οι συγκεκριμένες ενέργειες πανικού και οι βεβιασμένες συμφωνίες που υπογράφηκαν ήταν λανθασμένες χωρίς να διακατέχονται από την δέουσα επιμέλεια και γι’ αυτό το λόγο σήμερα αποδεικνύονται καταστροφικές. Ένα από τα πολλαπλά λάθη που έχουν καταγραφεί και δεν έχουν εμφανιστεί στην κοινή γνώμη είναι ότι ο Διοικητής στην βιασύνη του ξέχασε να συμπεριλάβει στην περίφημη συμφωνία εγγυητικές ποσού €750 εκατομμυρίων όμως μετέφερε στο ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα τις ασφαλιστικές προβλέψεις που υπολογίστηκαν από ξένους εκτιμητές καθώς και τις εξασφαλίσεις μέσω υποθηκών και άλλων εχεγγύων που κάλυπταν τις εγγυητικές.  Όταν αργότερα έγιναν αντιληπτά τα οικονομικά λάθη, ζητήθηκε τροποποίηση των όρων της συμφωνίας ωστόσο η απάντηση ήταν η αναμενόμενη ότι «ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο».

Πότε επιτέλους κάποιοι θα συνειδητοποιήσουν και θα κατανοήσουν ότι ήταν ένα μεγάλο λάθος  να παραχωρούνται απεριόριστες εξουσίες σε ένα συγκεκριμένο  άτομο το οποίο από μόνο του να μπορεί να τις χρησιμοποιεί για να  πετύχει λανθασμένες προσωπικές πολιτικές και στρατηγικές επιλογές και με τις ενέργειες αυτές να καταστρέφεται ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου, να δυσφημίζονται προσωπικότητες που συνέβαλαν με το έργο τους στο να καταστεί η Κύπρος διεθνές οικονομικό κέντρο και να καλείται εκ των υστέρων ο Κυπριακός λαός να πληρώσει τον λογαριασμό;  

 

Δειτε Επισης

Στρατηγικοί στόχοι για την ενεργειακή μετάβαση της Κύπρου
Περιέργεια και διαφορετικότητα: Οι πυλώνες της καινοτομίας στον χώρο εργασίας
Πλοήγηση στο τελικό στάδιο συμμόρφωσης με την οδηγία NIS2
Ο εκτεταμένος αντίκτυπος της νέας οδηγίας για την εταιρική δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την αειφόρο και βιώσιμη ανάπτυξη
Υλικά και αντικείμενα σε επαφή με τρόφιμα και η σημασία του ελέγχου τους
Αναπτύξεις σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές. Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας;
Ρυθμιστικά διλήμματα: Η επίδραση των βραχυχρόνιων μισθώσεων στην τοπική οικονομία
Οι συνέπειες της ποινικοποίησης της αισχροκέρδειας
Ας μιλήσουμε ρεαλιστικά για ESG!
Γεωπολιτικοί κίνδυνοι και τράπεζες