Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενέκρινε τις συστάσεις της ομάδας υψηλού επιπέδου για την απλούστευση των τραπεζικών κανόνων της Ε.Ε..
Οι συστάσεις προβλέπουν:
- τη μείωση του αριθμού των στοιχείων στο πλαίσιο των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο και των δεικτών μόχλευσης,
- την καθιέρωση ενός ουσιαστικά απλούστερου καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για τις μικρότερες τράπεζες που επεκτείνει το υφιστάμενο καθεστώς της Ε.Ε.,
- την εισαγωγή ευρωπαϊκού μηχανισμού διακυβέρνησης με ολιστική άποψη του συνολικού επιπέδου κεφαλαίου, καθώς και
- την ολοκλήρωση της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων – συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης – ώστε να ενισχυθεί η διασυνοριακή ολοκλήρωση και να καταστούν πιο αποτελεσματικές οι κεφαλαιαγορές.
Η ΕΚΤ δημοσίευσε τις συστάσεις της Ομάδας Εργασίας Υψηλού Επιπέδου για την Απλοποίηση του Διοικητικού Συμβουλίου, με στόχο τη διευκόλυνση του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού, εποπτικού και αναφορικού πλαισίου.
Οι προτάσεις εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο και θα διαβιβαστούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι προτάσεις στοχεύουν στην απλούστευση του πλαισίου χωρίς να θίγεται η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, διασφαλίζοντας ότι οι αρχές μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας, καθώς και εξυγίανσης, θα συνεχίσουν να επιτυγχάνουν αποτελεσματικά τους στόχους τους.
Παράλληλα, επισημαίνεται η ανάγκη για ευρωπαϊκή εναρμόνιση και χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση, ενώ υπογραμμίζεται ότι η διεθνής συνεργασία είναι καθοριστική και ότι όλες οι δικαιοδοσίες οφείλουν να εφαρμόσουν πλήρως και έγκαιρα τα πρότυπα της Βασιλείας ΙΙΙ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο τονίζει την ανάγκη ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων, ώστε να μειωθεί ο εθνικός κατακερματισμός και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των κεφαλαιαγορών.
Στο πλαίσιο αυτό, μία από τις συστάσεις αφορά την απλούστευση του σχεδιασμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας των τραπεζών μέσω δύο αλλαγών: τη συγχώνευση των υφιστάμενων επιπέδων αποθεμάτων σε δύο – ένα μη αποδεσμεύσιμο και ένα αποδεσμεύσιμο που μπορεί να μειωθεί σε δύσκολες περιόδους, με διατήρηση των εξουσιών των αρμόδιων αρχών – και τη μείωση του πλαισίου του δείκτη μόχλευσης από τέσσερα στοιχεία σε δύο, δηλαδή μια ελάχιστη απαίτηση 3% και ένα ενιαίο απόθεμα ασφαλείας, το οποίο θα μπορούσε να μηδενίζεται για τις μικρές τράπεζες.
Για τη βελτίωση της ποιότητας του τραπεζικού κεφαλαίου, προτείνεται η ενίσχυση της ικανότητας του πρόσθετου κεφαλαίου κατηγορίας 1 να απορροφά ζημίες σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, σύμφωνα με τα πρότυπα της Βασιλείας, διατηρώντας παράλληλα την ανθεκτικότητα.
Εναλλακτικά, τα μη μετοχικά στοιχεία θα μπορούσαν να αφαιρεθούν από το κεφάλαιο της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επηρεάζεται η συμμόρφωση με τη Βασιλεία και η κεφαλαιακή ουδετερότητα.
Το Διοικητικό Συμβούλιο εισηγείται επίσης την ουσιαστική διεύρυνση της αναλογικότητας στους τραπεζικούς κανόνες της Ε.Ε., επεκτείνοντας το υφιστάμενο καθεστώς για τις μικρές τράπεζες ώστε να συμπεριληφθούν περισσότερα ιδρύματα και απλοποιώντας τους κανόνες με συνετή και εναρμονισμένη προσέγγιση.
Για την απλούστευση του μακροπροληπτικού πλαισίου, προτείνεται η αυτόματη αμοιβαιότητα των σχετικών μέτρων, ώστε όλες οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε χώρα που εφαρμόζει μακροπροληπτικά μέτρα να υπάγονται σε αυτά.
Όσον αφορά το πλαίσιο εξυγίανσης, προτείνεται η ευθυγράμμιση των απαιτήσεων εξυγίανσης που ισχύουν για όλες τις τράπεζες με εκείνες για τις παγκοσμίως συστημικά σημαντικές τράπεζες, χωρίς να μειωθούν τα διαθέσιμα στοιχεία των ισολογισμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απορρόφηση ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση, διατηρώντας ευθυγράμμιση με τα διεθνή πρότυπα και ενισχύοντας τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα.
Για την περαιτέρω εναρμόνιση, το Διοικητικό Συμβούλιο εισηγείται τη μετατροπή των τραπεζικών κανόνων από οδηγίες σε άμεσα εφαρμόσιμους κανονισμούς.
Στο επίπεδο της εποπτείας, προτείνεται η ολοκλήρωση του ενιαίου κανονιστικού πλαισίου και η εναρμόνιση των κανόνων για αδειοδότηση, διακυβέρνηση και συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη, με στόχο τη μείωση της πολυπλοκότητας.
Παράλληλα, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία, μεταξύ άλλων ως προς τη συχνότητα επανεξέτασης των εσωτερικών μοντέλων των τραπεζών.
Το Διοικητικό Συμβούλιο προτείνει επίσης την απλούστευση της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ε.Ε., με εξορθολογισμό της μεθοδολογίας και του πεδίου εφαρμογής ώστε τα αποτελέσματα να είναι πιο χρήσιμα για το τραπεζικό σύστημα και τις επιμέρους τράπεζες.
Τα συμπεράσματα της αναθεωρημένης διαδικασίας θα συμβάλουν στον καλύτερο συντονισμό μεταξύ μακροπροληπτικών και μικροπροληπτικών αποθεμάτων ασφαλείας.
Περαιτέρω, προτείνεται η ανάληψη ευθύνης για μια ολιστική προσέγγιση του συνολικού κεφαλαίου στην τραπεζική ένωση και τις διακρατικές ετερογένειες, που σήμερα απουσιάζει. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση του ρόλου του Φόρουμ Μακροπροληπτικής Εποπτείας, το οποίο ήδη συνενώνει το Διοικητικό και το Εποπτικό Συμβούλιο, με στόχο την ενίσχυση του συντονισμού και της συνοχής μεταξύ των χωρών κατά τη θέσπιση μέτρων.
Στο πεδίο της υποβολής εκθέσεων, προτείνεται η ευρεία ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των ευρωπαϊκών αρχών, επιτρέποντας στις τράπεζες να υποβάλλουν εκθέσεις μία μόνο φορά και δημιουργώντας ένα πλήρως ενοποιημένο σύστημα για στατιστικούς, προληπτικούς και σκοπούς εξυγίανσης.
Αυτό θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσω της Κοινής Επιτροπής Υποβολής Εκθέσεων των Τραπεζών.
Όλες οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων θα αναθεωρούνται κάθε τρία έως πέντε χρόνια, ώστε να διασφαλίζεται η αναγκαιότητά τους. Η εφαρμογή ορίου σημαντικότητας θα επιτρέπει στις τράπεζες και τις εποπτικές αρχές να εστιάζουν στα σημαντικά στοιχεία, ενώ η ενοποίηση εποπτικών στοιχείων και δημοσιοποιήσεων θα μειώσει περαιτέρω το φόρτο.
Η ΕΚΤ θα υποβάλει τις προτάσεις της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ετοιμάζει έκθεση για τη συνολική κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, με δημοσίευση το 2026.
Παράλληλα, η ΕΚΤ δημοσίευσε έκθεση με τίτλο «Εξορθολογισμός της εποπτείας, διασφάλιση της ανθεκτικότητας», στην οποία εξετάζονται οι πρωτοβουλίες βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και της εστίασης στον κίνδυνο της τραπεζικής εποπτείας στην Ευρώπη.
Οι δράσεις αυτές αποτελούν το τρέχον έργο της Τραπεζικής Εποπτείας στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθεσίας, συμπληρώνοντας τις συστάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και επιτρέποντας την πλήρη και ανεξάρτητη εφαρμογή τους.







