Ανασκόπηση της αγοράς υδρογόνου στην Ε.Ε.

Μετά τη δημοσίευση της στρατηγικής της Ε.Ε. για το υδρογόνο, το 2021, η οποία περιλαμβάνεται στο πακέτο προσαρμογής στον στόχο του 55% (Fit for 55 package), αρκετά κράτη μέλη άρχισαν να καθορίζουν εθνικούς στόχους και να καταρτίζουν στρατηγικές και σχέδια για την κατάρτιση χαρτών πορείας για την ενσωμάτωση του υδρογόνου στο ενεργειακό τους μίγμα και για την δημιουργία αγοράς υδρογόνου.

Με βάση την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ε.Ε. (ACER) για την παρακολούθηση της αγοράς υδρογόνου στα κράτη μέλη της Ε.Ε. η αύξηση της παραγωγής υδρογόνου απαιτεί κοινή προσπάθεια, καθώς οι στόχοι της Ε.Ε. πρέπει να μεταφραστούν σε δράσεις όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο.

Έως τον Σεπτέμβριο του 2024, 22 κράτη μέλη έχουν δημοσιεύσει ή καταρτίσει στρατηγική ή χάρτη πορείας για το υδρογόνο. Ο αριθμός περιλαμβάνει τα κράτη μέλη, τα στρατηγικά έγγραφα των οποίων έχουν επισημανθεί ως χάρτες πορείας (Βουλγαρία, Εσθονία, Ισπανία) ή βρίσκονται ακόμη σε μορφή προσχεδίου (Ιταλία, Σουηδία).

Εκτός από τις εθνικές στρατηγικές για το υδρογόνο, ορισμένα εθνικά σχέδια δράσης για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) περιλαμβάνουν επίσης ειδικούς στόχους για το υδρογόνο.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις όπου δεν έχει δημοσιευθεί στρατηγική για το υδρογόνο (Ελλάδα και Σλοβενία) ή όταν το ΕΣΕΚ παρέχει επικαιροποίηση των στόχων για το υδρογόνο σε σύγκριση με τη στρατηγική για το υδρογόνο που είχε δημοσιευθεί προηγουμένως (Τσεχία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Πολωνία, Πορτογαλία και Ισπανία).

Τα περισσότερα στρατηγικά έγγραφα παρέχουν μεσοπρόθεσμους στόχους (για το 2030), ενώ λίγα επικεντρώνονται μόνο σε μακροπρόθεσμους στόχους (2040 ή 2050). Μεγάλη μεταβλητότητα μπορεί επίσης να διαπιστωθεί στους τύπους των στόχων.

Ενώ σχεδόν όλες οι στρατηγικές των κρατών μελών θέτουν συγκεκριμένους στόχους για την δυναμικότητα των μονάδων ηλεκτρόλυσης που χρειάζεται να εγκατασταθούν, πολλές δεν συμπεριλαμβάνουν στόχους σχετικά με την προσφορά και ζήτηση υδρογόνου και μόνο λίγες συμπεριλαμβάνουν τις ανάγκες σε εισαγωγές ή/και τις διαθέσιμες ποσότητες για εξαγωγές.

Τέλος, ορισμένες χώρες (π.χ., Βουλγαρία, Εσθονία, Λιθουανία, Σλοβακία) έχουν θέσει στόχους μόνο για την παραγωγή ανανεώσιμου (ή πράσινου) υδρογόνου.

Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή η συνολική δυνητική συμβολή του δυναμικού παραγωγής υδρογόνου όταν λαμβάνεται επίσης υπόψη το μη ανανεώσιμο υδρογόνο (π.χ., υδρογόνο χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών).

Σήμερα, σχεδόν όλο το υδρογόνο στην Ε.Ε. παράγεται από ορυκτά καύσιμα, μέσω της διαδικασίας αναμόρφωσης, συνήθως χωρίς την αναγκαία δέσμευση άνθρακα.

Για την επίτευξη των στόχων απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, οι στρατηγικές για το υδρογόνο επικεντρώνονται στις δυνατότητες παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου και υδρογόνου χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών μέσω ηλεκτρόλυσης με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή μέσω αεριοποίησης βιομάζας ή μέσω πυρηνικής ενέργειας.

ΓΡΑΦΗΜΑ6

Σήμερα η ισχύς των μονάδων ηλεκτρόλυσης που βρίσκονται σε λειτουργία είναι 216 μεγαβάτ, πολύ μικρότερη από τον ενδιάμεσο στόχο της Ε.Ε. των 6 γιγαβάτ για το 2024. Δεκαεννέα κράτη μέλη έχουν θέσει ρητό στόχο για την εγκατάσταση μονάδων ηλεκτρόλυσης μέχρι το 2030 με συνολική δυναμικότητα σε επίπεδο Ε.Ε. περίπου 59-62 γιγαβάτ σε σύγκριση με τον στόχο των 40 γιγαβάτ που περιλαμβάνεται στη στρατηγική της Ε.Ε. για το υδρογόνο.

Η Ισπανία και η Γερμανία έχουν τον υψηλότερο στόχο όσον αφορά την εγκατεστημένη ισχύ μονάδων ηλεκτρόλυσης (12 και 10 γιγαβάτ αντίστοιχα). Ακολουθούν η Γαλλία (6.5 γιγαβάτ), η Δανία (6 γιγαβάτ), η Πορτογαλία (5.5 γιγαβάτ) και η Σουηδία (5 γιγαβάτ). Κατά τη σύγκριση των ενωσιακών και των εθνικών ειδικών στόχων, μόνο οι στόχοι για την παραγωγική ικανότητα των μονάδων ηλεκτρόλυσης για το 2030 δείχνουν κάποια ευθυγράμμιση.

Για το 2050, όταν η στρατηγική της Ε.Ε. για το υδρογόνο έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο της εγκατάστασης και λειτουργίας μονάδων ηλεκτρόλυσης δυναμικότητας 500 γιγαβάτ, η εικόνα είναι λιγότερο σαφής, δεδομένου ότι μόνο λίγα κράτη μέλη έχουν θέσει μακροπρόθεσμο στόχο.

Λίγα μόνο κράτη μέλη έχουν θέσει στόχους για τις αναμενόμενες ποσότητες παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου. Για αυτό ο στόχος για το 2030 που μπορεί να εξαχθεί από τα εθνικά στρατηγικά έγγραφα φαίνεται να κυμαίνεται μεταξύ 4.4 και 6.2 εκατομμύρια τόνους ανανεώσιμου υδρογόνου και υδρογόνου χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών.

Συνολικά, οι στόχοι που έχουν τεθεί μέχρι σήμερα σε εθνικό επίπεδο υπολείπονται της επίτευξης του στόχου της Ε.Ε. για το 2030 για την παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου που καθορίζεται στη στρατηγική της Ε.Ε. για το υδρογόνο.

Αξιοσημείωτες είναι οι αποκλίσεις μεταξύ των στόχων δυναμικότητας μονάδων ηλεκτρόλυσης (όπου οι εθνικές στρατηγικές υπερβαίνουν τον στόχο της Ε.Ε.) και μεταξύ των στόχων παραγωγής υδρογόνου (όπου, αντιθέτως, οι εθνικές στρατηγικές στοχεύουν συλλογικά σε μικρότερη ποσότητα).

Διαφαίνεται ότι ο στόχος για το 2030 για την παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου, που ορίζεται στη στρατηγική της Ε.Ε. για το υδρογόνο, απαιτεί εγκατεστημένη δυναμικότητα μονάδων ηλεκτρόλυσης σημαντικά υψηλότερη από τον στόχο της Ε.Ε. των 40 γιγαβάτ.

Οι στρατηγικές υδρογόνου που έχουν καταρτιστεί από τα κράτη μέλη επικεντρώνονται κυρίως στην εθνική διάσταση και δεν παρέχουν εικόνα των δυνητικών διασυνοριακών ανταλλαγών υδρογόνου.

Για αυτό, είναι δύσκολο να αξιολογηθεί η πιθανή ανάπτυξη της αγοράς υδρογόνου της Ε.Ε. και να αξιολογηθεί η αντίστοιχη ανάγκη για διασυνοριακές υποδομές.

Με βάση τις εθνικές στρατηγικές υδρογόνου η Αυστρία θα πρέπει να εισάγει 0.04 εκατομμύρια τόνους ανανεώσιμου υδρογόνου ανά έτος έως το 2030 και 1.1 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2050.

Το Βέλγιο αναμένει να εισάγει περίπου 0.6 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2030 και 6.1-10.6 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2050, εκ των οποίων περίπου τα μισά θα είναι διαθέσιμα για διαμετακόμιση σε γειτονικές χώρες.

Η Γερμανία αναμένει να εισάγει 1.4-2.7 εκατομμύρια τόνους ανά έτος έως το 2030, ποσό που αντιστοιχεί σε σημαντικό μερίδιο της αναμενόμενης ζήτησης υδρογόνου (μεταξύ 50% και 70%).

Η Ιταλία σχεδιάζει να εισάγει τουλάχιστον το 30% του ανανεώσιμου υδρογόνου που χρειάζεται το 2030, που αντιστοιχεί σε περίπου 0.08 εκατομμύρια τόνους ανά έτος. Η Λιθουανία αναμένει εξαγωγές περίπου 0.04 εκατομμύρια τόνους ανά έτος.

Έχοντας υπόψη ότι η Κύπρος δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει στρατηγική ή χάρτη πορείας για το υδρογόνο χρειάζονται να γίνουν άμεσα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Πρώτιστα θα πρέπει το υδρογόνο να αναγνωριστεί ως μια βασική συνιστώσα του ενεργειακού μείγματος της χώρας μας για το 2030 και έως το 2050.

Παράλληλα χρειάζεται να καταρτιστεί μακροπρόθεσμη εθνική ενεργειακή στρατηγική για το υδρογόνο στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης στοχοθετημένης μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής με χρονικό ορίζοντα πέραν του 2050.

Τέτοια στρατηγική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα πλεονεκτήματα της γύρω περιοχής όσον αφορά την παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου και τις συνέργειες που πιθανόν να προκύπτουν στη μεταφορά και τελική χρήση όπως για παράδειγμα συνέργειες με τον οικονομικό διάδρομο IMEC (India-Middle East-Europe Economic Corridor).

Τέλος η εναρμόνιση του εθνικού κανονιστικού πλαισίου με τις σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες είναι αναγκαία για την κατάρτιση στοχευμένων μέτρων για την εκκίνηση της αλυσίδας υδρογόνου (παραγωγή, μεταφορά, αποθήκευση και χρήση στην τελική κατανάλωση) και την δημιουργία αγοράς υδρογόνου στη χώρα μας.

*Καθηγητής Ενεργειακών Συστημάτων Frederick University

Δειτε Επισης

Ανασκόπηση της αγοράς υδρογόνου στην Ε.Ε.
Έκθεση Ντράγκι: Ο δρόμος για την ανταγωνιστικότητα στην Ε.Ε. και η περίπτωση της Κύπρου
Το sportswashing και η ειλικρινής επικοινωνία σχετικά με την ενσωμάτωση της αειφόρου ανάπτυξης στον αθλητισμό
Ο ρόλος των παρόχων διοικητικών υπηρεσιών στην ανάπτυξη της οικονομίας και ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος
Θωράκιση του τομέα του στοιχήματος με νέα νομοθετικά εργαλεία
Πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για την Κύπρο ο ελάχιστος φόρος 15% για τις πολυεθνικές
Πώς η ψηφιακή τραπεζική μεταμορφώνει τον χρηματοοικονομικό τομέα της Κύπρου
Οι βασικές διαφορές μεταξύ των δεικτών αναφοράς τιμών φυσικού αερίου Henry Hub και TTF
Οι «πειρατές» του χαλλουμιού-Πώς η επιτυχία του αύξησε τον ανταγωνισμό στο εξωτερικό
Η γυναικεία μοναξιά στα Διοικητικά Συμβούλια