Το restart του τραπεζικού τομέα της χώρας μας και το παράδειγμα της Τράπεζας Κύπρου
Γιώργος Πλουτάρχου 06:35 - 24 Απριλίου 2024
Όταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2010 ξεσπούσε η παγκόσμια οικονομική/τραπεζική κρίση και μερικά χρόνια αργότερα, το 2013, κορυφωνόταν στην Κύπρο με τα γνωστά γεγονότα που οδήγησαν στην απομείωση καταθέσεων και το κλείσιμο του ενός εκ των δύο μεγαλύτερων-τότε-τραπεζικών ιδρυμάτων του τόπου, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν, και όχι αδίκως, πως ο χρηματοπιστωτικός τομέας της χώρας μας έμπαινε σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Ότι, ουσιαστικά, το άνευ προηγουμένου καίριο χτύπημα και το οδυνηρό πλήγμα που δεχόταν θα ήταν ανεπούλωτο και πως το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου στα χρόνια που θα ακολουθούσαν πολύ δύσκολα και αν…, θα κατάφερνε να ορθοποδήσει.
Επρόκειτο για μια εκτίμηση που βάσει των διαμορφωθέντων δεδομένων της εποχής δεν ενέπιπτε στα όρια του πεσιμισμού, αλλά φάνταζε ρεαλιστικά ως η πλέον πιθανή εξέλιξη μιας διαδρομής, που υπό το πρίσμα της κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η κυπριακή οικονομία στην ευρύτητά της, έδειχνε περίπου προδιαγεγραμμένη.
Κλήθηκαν στο πλαίσιο αυτό οι τράπεζες μας να κερδίσουν ένα στοίχημα που έμοιαζε ίσως χαμένο, αλλά που όπως αποδείχθηκε στην εξέλιξη των πραγμάτων, θα ήταν μέσα από την προσέγγιση και διαχείριση της οποίας έτυχε η ιδανική ευκαιρία για το κτίσιμο της επόμενης τους μέρας σε θεμέλια γερά και βάσεις υγιείς.
Με βασική προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο φυσικά, την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του επιχειρηματικού τους μοντέλου, την επανεξέταση του στρατηγικού προσανατολισμού τους και την διά παντός απαλλαγή τους από βαρίδια και παθογένειες που έφεραν το τραπεζικό μας σύστημα, όχι στο χείλος, αλλά εντός του γκρεμού.
Το ευτύχημα είναι ακριβώς πως μέσα σε όλη αυτή την πονεμένη ιστορία, οι τράπεζες μας έλαβαν τα μηνύματα των καιρών, δεν απέφυγαν να επιφέρουν βαθιές τομές στο ίδιο τους το… σώμα, δεν δίστασαν να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να ξανασυστηθούν ποικιλοτρόπως, τόσο στους εαυτούς τους όσο βεβαίως στους πελάτες τους, αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας.
Αποτέλεσμα, το στοίχημα της επιβίωσης όχι απλώς να κερδηθεί, αλλά σήμερα να μιλάμε για έναν εύρωστο και καθ’ όλα υγιή τραπεζικό τομέα, που πατά γερά στα πόδια του και τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης για τα βήματα προόδου που επιτέλεσε.
Μια αναγνώριση που αντανακλάται πρώτα και κύρια στις αναβαθμίσεις των μεγάλων τραπεζών μας από τους οίκους αξιολόγησης, την ίδια ώρα φυσικά που τα οικονομικά τους αποτελέσματα των τελευταίων χρόνων έρχονται να επιβεβαιώσουν την ορθότητα της κατεύθυνσης προς την οποία κινούνται.
Επέστρεψαν οι πλείστες των τραπεζών μας στην αυξημένη κερδοφορία, όχι απλώς επωφελούμενες των υψηλών δανειστικών επιτοκίων, αλλά ως απόρροια της αναπροσαρμογής του επιχειρηματικού τους μοντέλου, ως απότοκο της στροφής τους σε έναν νέο, πιο ορθολογικό και μακροπρόθεσμα βιώσιμο τρόπο λειτουργίας.
Το success story της Τράπεζας Κύπρου
Για να φθάσουμε μάλιστα, περίπου μια δεκαετία μετά την μεγάλη και παρ’ ολίγον ολοκληρωτική καταστροφή, μια κυπριακή τράπεζα-η Τράπεζα Κύπρου- να γίνεται η πρώτη στον κυπριακό και ελλαδικό χώρο που εξασφαλίζει άδεια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα(ΕΚΤ) και προχωρά στην καταβολή ουσιαστικού μερίσματος στους μετόχους της, να καθίσταται το απτό παράδειγμα του πώς πρακτικά επιτυγχάνεται αυτό που είθισται να λέγεται «μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία».
- Διαβάστε επίσης: Η επιστροφή της Τράπεζας Κύπρου
«Η έγκριση των ρυθμιστικών αρχών αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στην τράπεζα και στην κυπριακή οικονομία», ανέφερε σε πρόσφατες δηλώσεις του στο «Bloomberg» ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου, Πανίκος Νικολάου, για να υποδείξει περαιτέρω πως η τράπεζα διαθέτει πλέον ένα διαφοροποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο με πολλές πηγές εσόδων πέραν των επιτοκιακών, με αποτέλεσμα, το 2023 το 90% των λειτουργικών της εξόδων να καλυφθούν από μη επιτοκιακά έσοδα.
Ήταν μια τοποθέτηση εκ μέρους του Πανίκου Νικολάου που συμπυκνώνει εν πολλοίς τις προσπάθειες που κατέβαλε και την συνταγή που η Τράπεζα Κύπρου ακολούθησε από το 2013 και εντεύθεν, ώστε μέσα και από την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να είναι σήμερα ένας οργανισμός με ισχυρή κεφαλαιακή βάση, υψηλή ρευστότητα και βιώσιμη κερδοφορία, ένας ραγδαία αναπτυσσόμενος οργανισμός που εκπέμπει ανθεκτικότητα, σταθερότητα και εμπιστοσύνη.
Αλλά και που την ίδια ώρα προχωρά με αυτοπεποίθηση, στηρίζοντας επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ηγούμενος ταυτόχρονα της τεχνολογικής εξέλιξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και καθοδηγώντας την προσπάθεια για ψηφιοποίηση της οικονομίας.
«Θα συνεχίσουμε με τον ίδιο ζήλο και σοβαρότητα, να δημιουργούμε αξία για την οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό, το ίδιο το συγκρότημα της Τράπεζας Κύπρου και φυσικά για τους πελάτες και τους μετόχους μας».
Με αυτό τον τρόπο έκλεισε την ομιλία του κατά την πρόσφατη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε για τα 125 χρόνια ζωής της Τράπεζας Κύπρου ο Πανικός Νικολάου, δίνοντας ένα σαφές στίγμα πορείας για τον οργανισμό στα χρόνια που έρχονται.
Ένα στίγμα πορείας στο μονοπάτι της βιωσιμότητας και σταθερότητας όπου τα τελευταία χρόνια επανήλθε, έχοντας επαναπροσδιοριστεί και προβεί στις απαραίτητες εκείνες διορθωτικές κινήσεις που του δίνουν όλα τα εχέγγυα και τις προοπτικές να βαδίσει προς τα εμπρός στη νέα εποχή, να ατενίσει με αισιοδοξία το μέλλον.
Και με το παράδειγμα της Τράπεζας Κύπρου να δείχνει τον δρόμο στο σύνολο του τραπεζικού τομέα της χώρας μας και να δημιουργεί σε όλους εμάς τους υπόλοιπους την ακράδαντη πίστη πως τα λάθη που οδήγησαν στην κρίση του 2013 αποτελούν μια μακρινή ιστορία.
Μια μακρινή ιστορία που όμως δεν πρέπει να ξεχαστεί, γιατί πολύ απλά επ’ ουδενί λόγο δεν πρέπει να επαναληφθεί.