Αναγκαία η ανάδειξη της Κύπρου ως ελκυστικού φοιτητικού προορισμού για Κύπριους
08:50 - 09 Ιουνίου 2021
Η φετινή ακαδημαϊκή χρονιά, που κάνει σιγά-σιγά τον κύκλο της για εκατοντάδες μαθητές στην Κύπρο, παρουσιάζει μία ιδιομορφία. Η πρόσφατη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επηρεάζει το μέλλον όχι μόνο των κυπρίων τελειοφοίτων, αλλά και εκατομμυρίων άλλων ανά τη γηραιά ήπειρο, οι οποίοι βλέπουν τα σχέδιά τους για σπουδές στο εξωτερικό να παίρνουν διαφορετική τροπή.
Δεν είναι λίγοι οι τελειόφοιτοι μαθητές αγγλόφωνων, αλλά και ελληνόφωνων σχολείων, οι οποίοι μελέτησαν σκληρά, έδωσαν όλες τις προκαθορισμένες εξετάσεις και έκαναν τους ανάλογους οικονομικούς υπολογισμούς, για να βρεθούν ξαφνικά ενώπιον νέων δεδομένων, που ανατρέπουν τα όνειρά τους. Κι αυτό γιατί από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, το Ηνωμένο Βασίλειο τους κατηγοριοποιεί ως υπηκόους τρίτης χώρας, γεγονός που προϋποθέτει σημαντική αύξηση στο κόστος των διδάκτρων που θα κληθούν να καταβάλουν, μη πρόσβαση στο φοιτητικό δάνειο που μέχρι πρότινος παρείχε η βρετανική κυβέρνηση με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, και την ανάγκη υποβολής αίτησης για απόκτηση άδειας διαμονής. Τα δεδομένα αυτά φέρνουν στην επιφάνεια το διαχρονικά υψηλό κόστος ζωής στην εν λόγω χώρα, τα ζητήματα ασφάλειας που αντιμετωπίζει και το επίκαιρο ζήτημα διαχείρισης της πανδημίας, που δικαιολογημένα δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας στους υποψήφιους φοιτητές που σκέφτονται να μεταβούν εκεί για σπουδές.
Σαφώς, τα νέα αυτά δεδομένα δεν επηρεάζουν το παραδοσιακά υψηλό επίπεδο σπουδών που προσφέρουν τα πλείστα πανεπιστήμια της χώρας. Ωστόσο, η συγκυρία αυτή είναι μία καλή αφορμή για να επανεξετάσουμε το status της χώρας μας ως προορισμού για σπουδές, καθώς, όπως καταδεικνύουν οι τελευταίες διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων, αρκετά κυπριακά πανεπιστήμια δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχα βρετανικά. Αυτό που επομένως χρειάζεται να μας ανησυχήσει είναι το ερώτημα γιατί πολλοί Κύπριοι μαθητές δεν επιλέγουν τα πανεπιστήμια της Κύπρου για τις σπουδές τους. Τι είναι αυτό που οδηγεί τους πλείστους τελειόφοιτους κάθε ακαδημαϊκής χρονιάς, ακόμα και χωρίς την παράμετρο του BREXIT, να μην συμπεριλαμβάνουν την Κύπρο στους πιθανούς προορισμούς τους για σπουδές;
Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, αξίζει να γίνει αναφορά στα δεδομένα που αποδεικνύουν την ποιότητα των ακαδημαϊκών υπηρεσιών που προσφέρει η χώρα μας. Αυτά δεν είναι άλλα από τις θέσεις που καταλαμβάνουν τα τελευταία χρόνια τα κυπριακά πανεπιστήμια στις διεθνείς πανεπιστημιακές κατατάξεις, με πιο δημοφιλή και αξιόπιστη εκείνην του Times Higher Education World University Rankings. Σύμφωνα με αυτήν, λοιπόν, όχι ένα, ούτε δύο, αλλά τρία κυπριακά πανεπιστήμια συγκαταλέγονται ανάμεσα στα 1,000 καλύτερα στον κόσμο, δηλαδή στο κορυφαίο 4% παγκοσμίως! Αναφέρομαι στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της χώρας, που κατ’ αναλογία πληθυσμού την καθιστά από τις ελάχιστες στον κόσμο που καταγράφουν αυτό το ποσοστό επιτυχίας.
Όλ’ αυτά ενώ τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται συνεχώς επενδύσεις από όλα τα πανεπιστήμια, τόσο σε επίπεδο έρευνας και καινοτομίας, όσο και σε επίπεδο υποδομών, που καθιστούν τη φοιτητική εμπειρία ακόμα πιο ολοκληρωμένη και στα πρότυπα του εξωτερικού. Κι όμως, για να επανέλθω στο αρχικό ερώτημα, ενώ την χώρα μας επιλέγουν για τις σπουδές τους φοιτητές από χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιρλανδία, ο Καναδάς και η Αυστραλία, που αποτελούν και οι ίδιες ανταγωνιστικούς προορισμούς για σπουδές, οι ίδιοι οι Κύπριοι δεν το κάνουν, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα ανέμενε κανείς.
Ένας πιθανός λόγος ενδέχεται να είναι η σημασία που αποδίδουν στην «εμπειρία του εξωτερικού». Μια εμπειρία που, πράγματι, είναι αναγκαία για κάθε φοιτητή και φοιτήτρια, καθώς συμβάλλει στην διεύρυνση των οριζόντων, τον εμπλουτισμό των κοινωνικών εμπειριών και την πολιτισμική του επιμόρφωση. Είναι όμως η «εμπειρία του εξωτερικού» μια επιλογή που δεν έχουν όσοι επιλέξουν να σπουδάσουν στην Κύπρο; Σαφώς και όχι. Ας μην ξεχνάμε τις ευκαιρίες κινητικότητας που παρέχει η ΕΕ, μέσα από το πρόγραμμα Erasmus+, το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε φοιτητές να επιλέξουν ανάμεσα σε εκατοντάδες πανεπιστήμια ανά τον κόσμο (ανάλογα με τις συμφωνίες που έχει συνάψει το κάθε πανεπιστήμιο), για φοίτηση ή και εργασία από 6 μέχρι και 12 μήνες.
Μία άλλη πιθανή αιτία ενδεχομένως να είναι η άγνοια που επικρατεί σχετικά με το επίπεδο και τις επιδόσεις των πανεπιστημίων της χώρας, που έχει τις ρίζες της σε μία προκατάληψη περασμένων καιρών, που ήθελε τα κυπριακά πανεπιστήμια, και ειδικά τα ιδιωτικά, να υστερούν σε σχέση με τα ξένα. Όπως αποδεικνύουν οι προαναφερθείσες διεθνείς κατατάξεις, πρόκειται όντως καθαρά για προκατάληψη, που κατ’ ουδένα λόγο δεν στοιχειοθετείται πια. Το γεγονός όμως ότι εξακολουθεί να υπάρχει, καταδεικνύει την ανάγκη συλλογικής προσπάθειας μεταξύ πανεπιστημίων και Πολιτείας για επιμόρφωση του κοινού πάνω στο θέμα. Πρόκειται εξάλλου για έναν τομέα που συμβάλλει σημαντικά στην παραγωγή του ΑΕΠ της χώρας, κι επομένως χρειάζεται τη δέουσα προσοχή ούτως ώστε να μεγιστοποιηθεί η προοπτική ανάπτυξής του.
Η Κύπρος έχει τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί, ως φοιτητικός προορισμός, όχι μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και την Ολλανδία, την Ελλάδα, και άλλους κατεξοχήν φοιτητικούς προορισμούς, φτάνει να θεμελιωθεί ως τέτοιος, πρωτίστως στη συνείδηση των Κυπρίων.
*Αντιπρόεδρος Φοιτητικών Υπηρεσιών Πανεπιστημίου Λευκωσίας.