Θεσμοθέτηση του Factoring
11:00 - 03 Σεπτεμβρίου 2020
Η εκχώρηση εισπρακτέων (τιμολογίων) ή πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων ή Factoring συνιστά δέσμη χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η οποία καλύπτει τις ανάγκες κεφαλαίου κίνησης επιχειρήσεων που πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες με βραχυπρόθεσμη πίστωση σε πελάτες με επαναληπτική κατά κανόνα αγοραστική συμπεριφορά. Πρόκειται για σύμβαση βάσει της οποίας ο εμπορευόμενος (εκχωρητής) εκχωρεί στον εκδοχέα (πράκτορα ή τραπεζική μονάδα Factoring) τις απαιτήσεις του έναντι των πελατών (οφειλετών) του. Ο εκδοχέας δε αναλαμβάνει τη διαχείριση, λογιστική παρακολούθηση, είσπραξη των επιχειρηματικών απαιτήσεων, τη χορήγηση προκαταβολών (χρηματοδότηση) επί της αξίας τους, καθώς και την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου.
To Factoring αναβιώνει σε άλλες δικαιοδοσίες λόγω κατάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων και ανάπτυξης πιο εξελιγμένων τεχνικών λύσεων, αφού τα πλεονεκτήματά του μπορεί να είναι σημαντικά για εμπορευόμενους.
Πρωτίστως η εκχώρηση εισπρακτέων εξασφαλίζει άμεση ρευστότητα παρέχοντας σε εταιρείες κεφάλαιο κίνησης και επιλύοντας προβλήματα ταμειακών ροών που προκαλούνται λόγω του ότι οι πελάτες τους καθυστερούν στις πληρωμές τους. Η εταιρεία έχει επίσης τη δυνατότητα να αυξήσει το εμπόρευμά της και να μειώσει το κόστος της, αφού η αύξηση της καθημερινής ρευστότητας θα της επιτρέψει να εξασφαλίσει μεγαλύτερες ποσότητες σε καλύτερες τιμές.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις (δάνεια και όρια) δεν απαιτείται η παραχώρηση εμπράγματης εξασφάλισης ή προσωπικής εγγύησης. Τα τιμολόγια λειτουργούν ως εγγύηση.
Επιπλέον τα περισσότερα προϊόντα περιλαμβάνουν αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών των εταιρειών ως μέρος της λύσης, συμβάλλοντας στην εξάλειψη του κόστους τους για αξιολόγηση της φερεγγυότητας, του κόστους διαχείρισης και λογιστικής παρακολούθησης και επιτρέποντας στις εταιρείες να διαχειριστούν καλύτερα τη διαδικασία παροχής υπηρεσιών και πίστης στους πελάτες τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα βοηθητικό αφού συνήθως οι μεγάλοι εμπορικοί και κυβερνητικοί πελάτες επιθυμούν να αποπληρώνουν τα τιμολόγιά τους εντός 30 ή 60 ημερών. Με τη χρήση του προϊόντος, η εταιρεία είναι σε θέση να αποδεχτεί τους πελάτες με αυτούς τους όρους πληρωμής, διασφαλίζοντας την ίδια στιγμή τη γρήγορη πληρωμή των τιμολογίων σχεδόν με την έκδοσή τους.
Παράλληλα, ο εμπορευόμενος δεν είναι αναγκασμένος να προβεί ο ίδιος σε διαδικασία ανάκτησης οφειλής αν υπάρχει αθέτηση πληρωμής από τον πελάτη του, το οποίο συνεπάγεται και σημαντικό κόστος. Συνεισφέρει με τον τρόπο αυτό αφενός μεν στην βελτίωση της εικόνας που παρουσιάζει ο ισολογισμός του εμπορευόμενου και αφετέρου μειώνεται ο κίνδυνος επισφαλειών του.
Στην Κύπρο αν και δεν υπάρχει ειδικός νόμος που να διέπει την εκχώρηση εισπρακτέων, ούτε ρητή διάταξη στο δίκαιο των συμβάσεων ως προς τον ορισμό, τον τύπο ή τα είδη του προϊόντος, μια τέτοια πράξη διέπεται από τις αρχές του κοινοδικαίου και τη σύμβαση των μερών.
Συνεπώς παρότι δεν τίθεται θέμα επαρκούς νομικής βάσης για την εκχώρηση εισπρακτέων, εντούτοις παρουσιάζεται σημαντικό νομικό κενό και πρακτική δυσκολία στην ανάκτηση του χρέους απευθείας από τον οφειλέτη. Αυτό αποθαρρύνει την ευρεία προώθηση του προϊόντος. Η ψήφιση ειδικής νομοθεσίας είναι αναγκαία, ώστε να κωδικοποιήσει τις νομικές αρχές που ισχύουν με βάση το κοινοδίκαιο, να ρυθμίσει διαδικαστικά ζητήματα με βάση τη διεθνή πρακτική και να βελτιώσει την εισπραξιμότητα του εκδοχέα. Σημαντική καθοδήγηση δίνεται στον τύπο του Factoring Model Law paper of the legal Committee of the International Factors Group.
Οι βασικές πρόνοιες του νέου ειδικού Νόμου θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις εξής διατάξεις:
Δρ. Δήμητρα Βαλιαντή Πλατή
Επικεφαλής Νομικού Τμήματος
Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου
To Factoring αναβιώνει σε άλλες δικαιοδοσίες λόγω κατάλληλων νομοθετικών ρυθμίσεων και ανάπτυξης πιο εξελιγμένων τεχνικών λύσεων, αφού τα πλεονεκτήματά του μπορεί να είναι σημαντικά για εμπορευόμενους.
Πρωτίστως η εκχώρηση εισπρακτέων εξασφαλίζει άμεση ρευστότητα παρέχοντας σε εταιρείες κεφάλαιο κίνησης και επιλύοντας προβλήματα ταμειακών ροών που προκαλούνται λόγω του ότι οι πελάτες τους καθυστερούν στις πληρωμές τους. Η εταιρεία έχει επίσης τη δυνατότητα να αυξήσει το εμπόρευμά της και να μειώσει το κόστος της, αφού η αύξηση της καθημερινής ρευστότητας θα της επιτρέψει να εξασφαλίσει μεγαλύτερες ποσότητες σε καλύτερες τιμές.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις (δάνεια και όρια) δεν απαιτείται η παραχώρηση εμπράγματης εξασφάλισης ή προσωπικής εγγύησης. Τα τιμολόγια λειτουργούν ως εγγύηση.
Επιπλέον τα περισσότερα προϊόντα περιλαμβάνουν αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών των εταιρειών ως μέρος της λύσης, συμβάλλοντας στην εξάλειψη του κόστους τους για αξιολόγηση της φερεγγυότητας, του κόστους διαχείρισης και λογιστικής παρακολούθησης και επιτρέποντας στις εταιρείες να διαχειριστούν καλύτερα τη διαδικασία παροχής υπηρεσιών και πίστης στους πελάτες τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα βοηθητικό αφού συνήθως οι μεγάλοι εμπορικοί και κυβερνητικοί πελάτες επιθυμούν να αποπληρώνουν τα τιμολόγιά τους εντός 30 ή 60 ημερών. Με τη χρήση του προϊόντος, η εταιρεία είναι σε θέση να αποδεχτεί τους πελάτες με αυτούς τους όρους πληρωμής, διασφαλίζοντας την ίδια στιγμή τη γρήγορη πληρωμή των τιμολογίων σχεδόν με την έκδοσή τους.
Παράλληλα, ο εμπορευόμενος δεν είναι αναγκασμένος να προβεί ο ίδιος σε διαδικασία ανάκτησης οφειλής αν υπάρχει αθέτηση πληρωμής από τον πελάτη του, το οποίο συνεπάγεται και σημαντικό κόστος. Συνεισφέρει με τον τρόπο αυτό αφενός μεν στην βελτίωση της εικόνας που παρουσιάζει ο ισολογισμός του εμπορευόμενου και αφετέρου μειώνεται ο κίνδυνος επισφαλειών του.
Στην Κύπρο αν και δεν υπάρχει ειδικός νόμος που να διέπει την εκχώρηση εισπρακτέων, ούτε ρητή διάταξη στο δίκαιο των συμβάσεων ως προς τον ορισμό, τον τύπο ή τα είδη του προϊόντος, μια τέτοια πράξη διέπεται από τις αρχές του κοινοδικαίου και τη σύμβαση των μερών.
Συνεπώς παρότι δεν τίθεται θέμα επαρκούς νομικής βάσης για την εκχώρηση εισπρακτέων, εντούτοις παρουσιάζεται σημαντικό νομικό κενό και πρακτική δυσκολία στην ανάκτηση του χρέους απευθείας από τον οφειλέτη. Αυτό αποθαρρύνει την ευρεία προώθηση του προϊόντος. Η ψήφιση ειδικής νομοθεσίας είναι αναγκαία, ώστε να κωδικοποιήσει τις νομικές αρχές που ισχύουν με βάση το κοινοδίκαιο, να ρυθμίσει διαδικαστικά ζητήματα με βάση τη διεθνή πρακτική και να βελτιώσει την εισπραξιμότητα του εκδοχέα. Σημαντική καθοδήγηση δίνεται στον τύπο του Factoring Model Law paper of the legal Committee of the International Factors Group.
Οι βασικές πρόνοιες του νέου ειδικού Νόμου θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις εξής διατάξεις:
- Οι όροι της εκχώρησης εισπρακτέων θα πρέπει να καλύπτονται από ειδική συμφωνία μεταξύ του εκδοχέα και του εκχωρητή.
- Με τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, ο εκδοχέας θα καθίσταται ο απόλυτος κύριος των εκχωρηθέντων εισπρακτέων που υπάρχουν κατά τη σύναψη της σύμβασης. Θα επιτρέπεται και η περίληψη των όσων εκχωρηθέντων εισπρακτέων προκύψουν (εκτός αν προνοείται διαφορετικά στη σύμβαση).
- Θα απαγορεύεται και θα είναι άκυρη η αποξένωση, επιβάρυνση ή απομείωση οποιουδήποτε εκχωρηθέντος εισπρακτέου εκ μέρους του εκχωρητή.
- Μέχρι να δοθεί ειδοποίηση της εκχώρησης του εισπρακτέου στον οφειλέτη (από τον εκχωρητή ή από τον ίδιο τον εκδοχέα), ο εκδοχέας δεν θα έχει δικαίωμα απαίτησης πληρωμής από τον οφειλέτη, και ο οφειλέτης θα δικαιούται να πληρώνει τον εκχωρητή.
- Οι πληρωμές που θα καταβάλλονται από τον οφειλέτη στον εκχωρητή πριν από την ειδοποίηση εκχώρησης θα μειώνουν ανάλογα την υποχρέωσή του οφειλέτη για εξόφληση των σχετικών εισπρακτέων και θα κρατούνται σε ξεχωριστό λογαριασμό από τον εκχωρητή. Ο εκχωρητής θα θεωρείται ότι κρατά τα ποσά αυτά ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα και θα τα προωθεί στον εκδοχέα σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου.
- Ο οφειλέτης, από τη στιγμή της κοινοποίησης της εκχώρησης, θα έχει την υποχρέωση να καταβάλει απευθείας στον εκδοχέα την εκκρεμή αξία του εισπρακτέου, ως τον νόμιμο και μοναδικό ιδιοκτήτη του χρέους. Ο εκχωρητής δεν θα έχει απολύτως κανένα δικαίωμα επί των εκχωρημένων τιμολογίων.
- Όλες οι υπερασπίσεις και δικαιώματα συμψηφισμού του οφειλέτη που προκύπτουν από την αρχική σύμβαση θα μπορούν να εγερθούν κατά του εκδοχέα.
Δρ. Δήμητρα Βαλιαντή Πλατή
Επικεφαλής Νομικού Τμήματος
Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου