Λογιστική στο ποδόσφαιρο και η κεφαλαιοποίηση των μεταγραφικών εξόδων

Αρχικά να αναφέρουμε ότι ιδιαίτερα για το ποδόσφαιρο, είναι σημαντικός ο χρόνος προετοιμασίας των εξελεγμένων λογαριασμών (π.χ. Ιούνιος με Μάιο), και όπως αυτά συνάδουν με τις μεταγραφικές περιόδους και πότε αυτές είναι ανοικτές. Επιπρόσθετα, η επιλογή λογιστικής περιόδου η οποία δεν συνενώνει τον μέσο όρο όγκου των εισοδημάτων με τον μέσο όρο όγκου των εξόδων σε μια ποδοσφαιρική περίοδο, διαταράσσει τις έννοιες των matching principle, accountability και income/expense primacy approach over asset/liability.  Η επιλογή και εκλογή του διοικητικού συμβουλίου δύναται να συνάδει με την αρχή της ποδοσφαιρικής περιόδου, λόγω του accountability principle.

Επιπλέον, η μέθοδος της κεφαλαιοποίησης δεν δύναται να ακολουθείται καθώς η κάθε απόφαση ενός διοικητικού συμβουλίου δεν πρέπει να βρίσκεται στο πλαίσιο αξιολόγησης άλλου διοικητικού συμβουλίου το οποίο δεν έχει πάρει την απόφαση.  Και καθώς η απόφαση για αγορά των παικτών αν είναι λειτουργικά και διαχειριστικά σωστή τότε δίνει το δικαίωμα της άμεσης και αυξημένης εισροής εισοδημάτων (π.χ. χορηγίες, διαφημίσεις, merchandise, τηλεοπτικά δικαιώματα, δικαιώματα από συμμετοχές και επιτυχίες σε διασυλλογικές και εγχώριες διοργανώσεις), και λόγω της αμεσότητας των εισοδημάτων μπορούν να αντιστοιχιστούν με τα έξοδα της χρονιάς (matching principle).

Θα πρέπει να υπάρξει κεφαλαιοποίηση μόνο των εξόδων για ανάπτυξη καινούργιων παικτών και όπως αυτά δεν διέπονται από μεταγγραφικά έξοδα αλλά από έξοδα που καταβάλλει η ομάδα για την ανάπτυξη των ταλέντων των συγκεκριμένων παικτών και όπως αυτά τα έξοδα απορρέουν από την διαδικασία ανάπτυξης και καταχώρισης καινοτόμων μεθόδων (συμπεριλαμβανομένου και των μισθών στην εν λόγω διαδικασία).

Η κεφαλαιοποίηση των εξόδων και επενδύσεων για την ανάπτυξη νέων παικτών, σε αντίθεση με την κεφαλαιοποίηση των μεταγραφικών εξόδων, διέρχεται σε αρκετά σημαντικότερη εγγύτητα και συνταύτιση με την παραγωγή εισοδήματος και ρευστότητας η οποία είναι μακροπρόθεσμη και αφορά την δημιουργία συστήματος παραγωγικής δυνατότητας για την εισροή των εισοδημάτων και η οποία ποικίλει και διαφοροποιείται  ως προς την πηγή των εισοδημάτων λόγω και των αριθμών των ποδοσφαιριστών που αφορά αλλά και λόγω της σωστής και εύστοχης επιμετρήσεως του κόστους αναπλήρωσης της συγκεκριμένης παραγωγικής δυνατότητας. Στην συγκεκριμένη παραγωγική δυνατότητα μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν οι μισθοί των προπονητών (και όπως αυτοί χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη δικαιωμάτων σε καινοτόμες μεθόδους) και των κυνηγών ταλέντων scouters, καθώς και το κόστος εκπαίδευσης τους καθώς και η ανάπτυξη και καταχώριση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας και καινοτόμων μεθόδων αλλά και όποιες παρεμφερή κεφαλαιουχικές επενδύσεις.  Στην περίπτωση που υπάρχει ενεργή αγορά (active or perfect market) σε επίπεδο scouters τότε μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν και τα αντίστοιχα μεταγραφικά έξοδα για την απόκτηση των scouters. 

Καθοριστικοί παράγοντες στον όλο σχεδιασμό του διοικητικού και διαχειριστικού οργανογράμματος του ποδοσφαιρικού σωματείου είναι και η φορολόγηση (στην Κύπρο οι οργανισμοί κοινωφελούς σκοπού δεν φορολογούνται), και οι δραστηριότητες όπως αυτές συσχετίζονται με την οργανική διακυβέρνηση, και στους τομείς οποίους αναμένονται αλλαγές και σε παγκόσμιο επίπεδο.  Για παράδειγμα ένα σημαντικό στοιχείο στον καθορισμό του χώρου στον οποίο φορολογείται το εισόδημα ενός οργανισμού, είναι για το που λαμβάνονται οι σημαντικές αποφάσεις διακυβέρνησης και οι οποίες είναι ο κύριος λόγος για την παραγωγή του εισοδήματος, δηλαδή στον φόρο εισοδήματος (corporation tax),  το κράτος φορολογεί την δυνατότητα παραγωγής εισοδήματος μέσω των αποφάσεων.  Εν αντιθέτει περίπτωση στο πλαίσιο του Φ.Π.Α. η πηγή της φορολόγησης είναι το σημείο συνάντησης και συμφωνίας μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή και δια αυτό το λόγο η παρουσία έστω και με μόνιμη εγκατάσταση εταιρείας στο εξωτερικό δύναται να εγγραφή στο Φ.Π.Α. της εν λόγω χώρας (νοουμένου ότι υπάρχει συνάντηση και συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή).  Να αναφέρουμε επίσης ότι όσον αφορά τον φόρο κεφαλαιουχικών κερδών αυτός εκπίπτει στην περίπτωση εταιρείας που κατέχει ακίνητο και της οποίας οι μετοχές πωλούνται, μόνον και μόνον όταν το ακίνητο δεν χρησιμοποιείται στις δραστηριότητες της Εταιρείας και την παραγωγή εισοδήματος αλλά παραμένει ένα αδρανές περιουσιακό στοιχείο που μπορεί παραλλήλως να επιφέρει και κάποια ενοίκια (όχι όμως πωλήσεις προστιθέμενης αξίας).  

Το που βρίσκεται ο πραγματικός έλεγχος και που λαμβάνονται οι αποφάσεις είναι καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση της διαχείρισης του σωματείου και την εφαρμογή του accountability concept.  Να αναφέρουμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο το συμβόλαιο μεταξύ του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με το καθεστώς διαχείρισης και η αυτονομία που προσάγεται στο διαχειριστικό/διοικητικό καθεστώς είναι υψίστης σημασίας στον καθορισμό του accountability principle αλλά και της φορολόγησης (αν η κατεύθυνση του συμβολαίου είναι προς το επίπεδο της εργοδότησης αντί των ανεξάρτητων διοικητικών υπηρεσιών τότε θα καθορίσει και τoν χώρο ασφάλισης των εισοδημάτων των διαχειριστών/διοικητών).  Συστήματα τα οποία καθορίζουν την φορολόγηση σύμφωνα με το που αρχικά δημιουργήθηκε η Εταιρεία (at incorporation), όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, αντί του ‘place of management and control’ ίσως να διαφωνούν με την προσέγγιση ότι μπορεί να διαφοροποιηθεί ο χώρος και τα άτομα που λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις από εκείνους που κατέχουν την αρχική γνώση και τα πεπραγμένα.

Με αυτό τον τρόπο σε ένα σωματείο είναι σημαντική η αξιολόγηση μέσω της λογιστικής των αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα δηλαδή εκείνο του ιδιοκτησιακού (στην Κύπρο αυτό συνεπάγεται με τα μέλη του Σωματείου), στο διαχειριστικό/διοικητικό (στο συμβούλιο) και στο ποδοσφαιρικό/διοικητικό (σε επίπεδο manager και προπονητών), αλλά και η συμπερίληψη για το πώς το κάθε τμήμα αλληλοσυσχετίζεται, συνενώνεται, υπάγεται και ελέγχει το άλλο (ο καθορισμός και η εγκαθίδρυση των εν λόγω συσχετισμών θα μπορούσε να ποικίλει). Η χρήση και της μεθόδου εξοδοποιήσης και της κεφαλαιοποίησης πάντα υπό το κατάλληλο και ορθό πλαίσιο δύναται να αξιολογήσει ορθά την επιτυχία των τμημάτων και σε ποιο μακροπρόθεσμο αλλά και βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και να διαλευκάνει αν οι σκοποί συνδράμουν και με το καταστατικό.

Ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων θα ξεκαθαρίσει καλύτερα και τους ρόλους του κάθε επιπέδου διοίκησης αλλά και θα συνδράμει προς ποιο εύστοχους τρόπους ελέγχου, λογιστικοποίησης, αξιολόγησης και ανατροφοδότησης.  Για παράδειγμα ένα σωματείο στο οποίο έχει γίνει μεγάλη επένδυση από ιδιώτες επενδυτές τότε δύναται να λειτουργεί ως περισσότερο επικερδής οργανισμός στον οποίο ένας υπεύθυνος ποδοσφαιρικού τμήματος ή/και προπονητής δύναται να έχει λιγότερη αυτονομία στην οποία κάποιες αποφάσεις που θα ενίσχυαν την ποδοσφαιρικά αγωνιστική ικανότητα να μην ακολουθούνται, προς όφελος άμεσα κερδοσκοπικών αποφάσεων.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ένας ποδοσφαιριστή που φέρνει άμεση εισροή εισοδημάτων από merchandise αλλά ο τύπος παιχνιδιού του δεν συνάδει με το γενικότερο πλαίσιο και αγωνιστική κατεύθυνση που επιβάλλει το ποδοσφαιρικό τμήμα.  Σε αυτή την περίπτωση και γενικότερα στο ποδόσφαιρο, για να υπάρχει συνοχή με το accountability principle θα πρέπει να δημιουργούνται δύο εταιρικές οντότητες στις οποίες η μια θα είναι υπεύθυνη για όλες τις δραστηριότητες που αφορούν το αγωνιστικό και ποδοσφαιρικό και η άλλη για όλες εκείνες που αφορούν τα θέματα επί merchandise, marketing, κτλπ.  Με αυτή την έννοια, ένας ποδοσφαιριστής θα μπορούσε να έχει διαφορετική τιμή από την Εταιρεία Α και διαφορετική τιμή από την Εταιρεία Β (η αγορά του όμως θα έπρεπε να συμφωνηθεί και από τις δύο εταιρείες όσο και η τιμή που θα επιμεριστεί στην κάθε Εταιρεία).  Ως επί το πλείστο, τα έξοδα της Εταιρείας που ασχολείται με τα μη αγωνιστικά θέματα θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιηθούν  υπό την προϋπόθεση ότι η αγορά αυτή είναι (και είναι πιο πιθανών να είναι) ποιο δραστηριοποιημένη, ανεπτυγμένη και ολοκληρωμένη (active/efficient market) και το κόστος αποδεδειγμένο.  Σημειωτέο ότι η συγκεκριμένη Εταιρεία που κατέχει τα μη αγωνιστικά δικαιώματα των παικτών θα μπορούσε να έχει και εισοδήματα που δεν συντρέχουν με το Σωματείο, χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει κατά ανάγκη να μην έχει σχέση με το σωματείο καθώς το brand name του εν λόγω σωματείου θα είναι κεφαλαιοποιημένο στην εν λόγω Εταιρεία και μαζί με την κεφαλαιοποίηση των μεταγραφικών εξόδων (μη αγωνιστικώς) θα αντικατοπτρίζει το κόστος του κεφαλαίου που διαχειρίζεται και πρέπει να αναπληρώσει η διοίκηση πριν να της καταλογιστεί οποιονδήποτε κέρδος.

Στο τέλος, μέσω της κεφαλαιοποίησης των μεταγραφικών εξόδων δεν υπάρχει η δυνατότητα της αξιολόγησης του κόστους της επανεκτίμησης ή της απομείωσης και όπως αυτή συνάδει με τις αποφάσεις του συμβουλίου οργανικής διακυβέρνησης είτε για την συνέχεια της επένδυσης μέχρι το τέλος του κύκλου ζωής της, είτε για την εσαεί αντικατάσταση της (χωρίς διαφαινόμενο τέλος στον κύκλο ζωής), είτε και στην πώληση της.  Η αξία η οποία καταλογίζεται στο ενεργητικό (cash generating unit) αντικατοπτρίζει και την ορθότερη κατεύθυνση διαχείρισης και των αποφάσεων του συμβουλίου οργανικής διακυβέρνησης, και είναι αυτός ο λόγος που η επιμέτρηση (σε περίπτωση απομείωσης) καθορίζεται από το χαμηλότερο μεταξύ της καθαρής λογιστικής  αξίας και του ανακτήσιμου ποσού (το οποίο καθορίζεται από το μεγαλύτερο μεταξύ της δίκαιης αξίας μετά την αφαίρεση των εξόδων για την πραγματοποίηση της πώλησης, και της αξίας χρήσης).

Δειτε Επισης

Ανθρώπινο δικαίωμα η ασφάλεια και υγεία στην εργασία
Το μούδιασμα στην αγορά ακινήτων, η προοπτική και οι προκλήσεις
Εναλλακτικές επενδύσεις και διασπορά χαρτοφυλακίου
H τεχνητή νοημοσύνη αλλάζει ριζικά το μέλλον του λιανικού εμπορίου
Μετατροπή των προκλήσεων σε ευκαιρίες στην εποχή των αποσυνδεδεμένων πληρωμών
Το Metaverse και το ψηφιακό μάρκετινγκ
Η σημασία της εφαρμογής της εταιρικής διακυβέρνησης και κοινωνικής ευθύνης σε μία εταιρεία
Η χρηματοοικονομική επιμόρφωση ασφαλής δρόμος για οικονομική ευημερία
Η πορεία προς την ενεργειακή αναβάθμιση του κυπριακού real estate
Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και η συνεισφορά τους στον στόχο για βιώσιμη ανάπτυξη