Όταν η MIG ένιωθε αδικημένη για την Λαϊκή

Τίτλοι τέλους στην πολύκροτη υπόθεση της προσφυγής της Marfin Investment Group (MIG), του Αλέξανδρου Μπακατσέλου και άλλων 19 Ελλήνων επενδυτών εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας με την δεύτερη να δικαιώνεται την Πέμπτη (26 Ιουλίου) από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο που συνεδρίασε στο Παρίσι, σε μια δικαστική διαμάχη που κράτησε πέντε χρόνια και παρά το γεγονός ότι οι αιτούντες έτρεφαν μεγάλες ελπίδες για αποζημιώσεις ύψους €1,2 δις, εν τέλει καλούνται να καταβάλουν οι ίδιοι €5 εκατ. προς την Κυπριακή Δημοκρατία ως δικαστικά έξοδα.

Το InBusinessNews επιχειρεί να καταγράψει το χρονικό της δικαστικής διαμάχης, το αιτιολογικό της προσφυγής καθώς επίσης και την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπήρξε καταλύτης στη δικαίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
 
Διαβάστε ακόμα: Ποιες εταιρείες ακολουθούν οι Κύπριοι στα Social Media

Οι λόγοι της προσφυγής
Τον Ιανουάριου του 2013 η MIG επέδωσε «Ειδοποίηση Διαφοράς» προς την Κυπριακή Δημοκρατία βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται από τη διμερή διεθνή σύμβαση σχετικά με την αμοιβαία προώθηση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ Κύπρου και Ελλάδος με ημερομηνία 30/03/1992. Με την Ειδοποίηση Διαφοράς, η MIG απαιτούσε την πλήρη αποκατάσταση, όπως ισχυριζόταν, των δυσμενών συνεπειών, υλικών και άυλων, που υπέστη ως προς την επένδυσή της στη Λαϊκή Τράπεζα από τις ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες, κατά τον ισχυρισμό της, αντέβαιναν στη Συνθήκη και το διεθνές εθιμικό δίκαιο.
 
Συγκεκριμένα, η MIG ισχυριζόταν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία παραβίασε τις υποχρεώσεις που είχε:

1. Βάσει του άρθρου 2 της σύμβασης που προβλέπει ότι η επένδυσή της έπρεπε να τύχει στην Κύπρο "δικαίας μεταχειρίσεως και πλήρους προστασίας και ασφάλειας" και ότι δεν έπρεπε "να παρακωλύεται καθ’οιονδήποτε τρόπο με μέτρα αυθαίρετα ή διακριτικής φύσεως".

2. Βάσει του άρθρου 3 της σύμβασης που προβλέπει ότι η επένδυσή της δεν έπρεπε "να έχει μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που επιφύλαξε η Κύπρος στους ίδιους επενδυτές της ή στις ίδιες επενδύσεις της" και

3. Βάσει του άρθρου 4 της σύμβασης που προβλέπει ότι η επένδυση της MIG "δεν υπόκειται σε απαλλοτρίωση, εθνικοποίηση ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο που ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση ή εθνικοποίηση", παρά μόνον κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, που όμως δεν τηρήθηκαν.


Σε γενικές γραμμές, η MIG θεώρησε την συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο PSI (κούρεμα ελληνικών ομολόγων) και τη συμμετοχή της στην ανακεφαλαιοποίηση-κρατικοποίηση της τότε Λαϊκής Τράπεζας, ως ενέργειες που δεν προστάτευσαν των Ελλήνων επενδυτών στην Κύπρο.

Αξίζει να σημειωθεί πως τον Ιανουάριο του 2013, ο Ανδρέας Βγενόπουλος κατηγορούσε ανοικτά την Κυπριακή Δημοκρατία, κάνοντας μάλιστα αναφορά στο θέμα των ελληνικών ομολόγων και στο γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία δεν επισήμανε στην ευρωζώνη τις τεράστιες ζημίες που θα προκαλούσε στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου το ελληνικό PSI. Έκανε επίσης λόγο για διακριτική μεταχείριση υπέρ της Τράπεζας Κύπρου.

Για την αποκατάσταση της προστασίας των Ελλήνων επενδυτών στην Λαϊκή Τράπεζα, η MIG ζητούσε την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή την κατάσταση πριν επισυμβούν οι ζημιογόνες, κατά την έκφραση της, ενέργειες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ή/και τη μορφή αποζημίωσης σε χρήμα που θα περιλάμβανε τουλάχιστον το συνολικό ποσό της επένδυσης της MIG στη Λαϊκή ύψους €824 εκατ. αλλά και κάθε άλλη ζημία που απέρρεε από την επένδυση.
 
Διαβάστε ακόμα: Ποιές πόλεις επιλέγουν οι τουρίστες


Το χρονικό της δικαστικής διαμάχης
Τον Μάρτιο του 2013 η MIG έδωσε στην Κυπριακή Δημοκρατία συμπληρωματική Αναφορά με νεότερα στοιχεία και της γνωστοποιούσε ότι θα προσφύγει σε διεθνή διαιτητική διαδικασία εάν δεν άρχιζαν συζητήσεις για φιλική επίλυση της Διαφοράς.

Μετά από έξι μήνες και συγκεκριμένα στις 12/09/2013 η MIG υπέβαλε αίτημα για Διαιτησία κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας από κοινού με άλλους Έλληνες επενδυτές προς στον Γενικό Γραμματέα (Secretary-General) του εδρεύοντος στην Ουάσινγκτον «Διεθνούς Κέντρου δια τον Διακανονισμόν των Διαφορών εξ Επενδύσεων» (International Centre for Settlement of Investment Disputes – ICSID).

Η συγκρότηση του τριμελούς Διαιτητικού Δικαστηρίου ολοκληρώθηκε την 13/03/2014. Αντικείμενο του Αιτήματος της MIG είναι η αξίωση αποζημίωσης για κάθε ζημία από την επένδυσή της στην Λαϊκή ύψους €824 εκατ. και κάθε άλλη ζημία που υπέστη λόγω παραβιάσεων από την Κυπριακή Δημοκρατία των άρθρων 2, 3 και 4 της Σύμβασης.
 
Στις 11/04/2014 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου για την εξέταση και λήψη αποφάσεων επί διαδικαστικών θεμάτων. Το διαιτητικό δικαστήριο απαρτίστηκε από τον Καθηγητή Bernard Hanotiau (Βέλγιο) ως πρόεδρο και τον κ. Daniel Μ Price (HΠΑ) και τον Sir David ΑΟ Edwards (Ηνωμένο Βασίλειο) ως διαιτητές.

Στις 28/04/2014, το διαιτητικό δικαστήριο εξέδωσε την Πρώτη Διαδικαστική Διαταγή του, η οποία καθόριζε το χρονοδιάγραμμα της δίκης, την έδρα του δικαστηρίου (Παρίσι), τις επιμέρους φάσεις της διαδικασίας και άλλα διαδικαστικά θέματα, επιλύοντας τις όποιες διαφορές των μερών ως προς τα ζητήματα αυτά.

Στις 10/05/2016 η MIG από κοινού με τους άλλους Έλληνες επενδυτές υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την προστασία της ακεραιότητας της διαιτητικής διαδικασίας. Η ακρόαση για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι κατά το διάστημα 04-05/08/2016.

Με σειρά Διαδικαστικών Διαταγών, το Διαιτητικό Δικαστήριο προέβη επανειλημμένα σε ρυθμίσεις που αφορούσαν κατά περίπτωσιν την αυτοπρόσωπη εμφάνιση, την έκδοση ή μη ενταλμάτων σύλληψης και τη λήψη μέτρων σχετικά με την ελεύθερη κίνηση του ήδη αποβιώσαντος Ανδρέα Βγενόπουλου και των Μπουλούτα, Φόρου και Μάγειρα, την πρόσβασή τους στους συνηγόρους της διαιτησίας και την εμφάνισή τους κατά την προφορική διαδικασία της διαιτητικής διαδικασίας.

Με επόμενες Διαδικαστικές Διαταγές το Δικαστήριο ρύθμισε θέματα επίδειξης εγγράφων, μαρτυρικού υλικού, παρέμβασης στη διαδικασία τρίτου μέρους ως ουδέτερου και διαδικαστικά θέματα σχετικά με την ακρόαση.

Κατά το διάστημα 06-09/03/2017 πραγματοποιήθηκαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων των μερών, οι παρουσιάσεις των εμπειρογνωμόνων και η αντεξέταση τόσο των εμπειρογνωμόνων όσο και των μαρτύρων τους.
 
Στις 05/10/2017, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, τα μέρη υπέβαλαν τις θέσεις τους επί της εισήγησης του Γενικού Εισαγγελέως Wathelet του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-284/16 Slowakische Republik v. Achmea BV για την υπόθεση C-284/16 Slowakische Republik v. Achmea BV.

Στις 25/01/2018 τα μέρη ενημερώθηκαν από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου ότι το Δικαστήριο ελπίζει να είναι σε θέση να εκδώσει απόφαση κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους.

Στις 11/04/2018, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, τα μέρη υπέβαλαν τις θέσεις τους επί της απόφασης ημερομηνίας 06/03/2018 του ΔΕΕ στην ως άνω υπόθεση C-284/16 Slowakische Republik v. Achmea BV, στην οποία το ΔΕΕ κατέληξε ότι η ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε διμερή συμφωνία μεταξύ δύο κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήτοι στη διμερή συμφωνία μεταξύ της Σλοβακίας και των Κάτω Χωρών) θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατή με το δίκαιο αυτό.

Στις 25 Ιουλίου 2018, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο εξέδωσε τελεσίδικη απόφαση με βάση την οποίαν δικαίωσε πλήρως τις θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς αποφάνθηκε ότι η Δημοκρατία δεν παρέβηκε καμιά υποχρέωσή της που απορρέει από τη Σύμβαση σε σχέση με τις πράξεις/παραλείψεις ή αποφάσεις της που αφορούσαν στην Λαϊκή Τράπεζα και απέρριψε όλες τις διεκδικήσεις όλων των απαιτητών.

Μάλιστα, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο αιτιολόγησε την πίεση που ασκήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα για παραίτηση Βγενόπουλου, θεωρώντας ότι αυτή βασίστηκε σε αντικειμενικά κριτήρια ώστε να υπάρξουν διορθωτικές ενέργειες για αντιμετώπιση της κρίσιμης οικονομικής κατάσταση της Λαϊκής. Παράλληλα, το Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν παράλογη η μη επιδίωξη εκ μέρους της Δημοκρατίας να διαπραγματευτεί εξαίρεση ή μετριασμό των επιπτώσεων της απομείωσης των ελληνικών ομολόγων (PSI+ Programme).

Την ίδια ώρα, το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς περί δυσμενούς διάκρισης, εκ μέρους της Δημοκρατίας, υπέρ των μετόχων της Τράπεζας Κύπρου και σε βάρος των μετόχων της Λαϊκής Τράπεζας. Έκρινε ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ Λαϊκής και Τράπεζας Κύπρου τον Μάρτιο του 2013 ήταν εύλογα επιτρεπτή. Επιβεβαίωσε, επίσης, την ενδιάμεση απόφασή του ότι οι ποινικές διώξεις που καταχωρήθηκαν από τη Δημοκρατία εναντίον πρώην στελεχών της Λαϊκής Τράπεζας ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής των ποινικών νομών της Δημοκρατίας και δεν αποτελούσαν κατάχρηση διαδικασίας ή κινήσεις τακτικής ούτε είχαν στόχο να δημιουργήσουν προσκόμματα στους απαιτητές.

Δειτε Επισης

Εκτός μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου η πρώην Λαϊκή-Άλλαξε χέρια το 4,8% που κατείχε o εκκαθαριστής
Ανεξάρτητο μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο της AstroBank η Νατάσα Πηλείδου
Βελτίωση στις εισπράξεις των κυπριακών ΜΕΔ-Νέες θετικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις αναμένει ο Morningstar DBRS
Το μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου βάσει της εξέλιξης του προγράμματος επαναγοράς ιδίων μετοχών
Κλαούντια Μπουχ (SSM): Τα εμπορικά ακίνητα σημαντικός κίνδυνος για τις τράπεζες
Το…restart της Alpha Bank Κύπρου-Αναπτυξιακό πλάνο σε πλήρη εξέλιξη για να μεγαλώσει στην κυπριακή αγορά
Ανανέωση εντολής και ψήφος εμπιστοσύνης στον Πανίκο Νικολάου από το Δ.Σ. της Τράπεζας Κύπρου
DBRS: Σε υψηλό τέμπο οι επιδόσεις στις ελληνικές και ευρωπαϊκές τράπεζες το 2025
Συμμόρφωση με Κανονισμό DORA: Ανάγκη για ψηφιακή ανθεκτικότητα στον χρηματοοικονομικό τομέα
Χρίστος Γιακουμής: Βασικές προκλήσεις εφαρμογής του DORA και πώς να τις αντιμετωπίσετε