Μια νέα μελέτη της ερευνητικής ομάδας H₂Zero του Πανεπιστημίου Frederick επιχειρεί να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη λειτουργία των ενεργειακών κοινοτήτων σε Κύπρο και Ευρώπη, προτείνοντας ένα ολοκληρωμένο μαθηματικό μοντέλο για βελτιστοποίηση των επενδύσεων σε φωτοβολταϊκά και συστήματα αποθήκευσης.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Πανεπιστημίου, οι υφιστάμενες προσεγγίσεις συχνά βασίζονται σε υπεραπλουστευμένες οικονομικές παραδοχές, που δεν αντανακλούν την πραγματική πολυπλοκότητα της αγοράς ηλεκτρισμού και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αξιοποιηθούν αποδοτικά οι διαθέσιμες ενεργειακές τεχνολογίες.
Οι ενεργειακές κοινότητες -δημοκρατικά σχήματα συμμετοχής πολιτών, επιχειρήσεων ή τοπικών φορέων στην παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας– έχουν ως στόχο την αυτονομία, το χαμηλότερο κόστος και την προώθηση καθαρής ενέργειας. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές, η επιτυχία τους περιορίζεται όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι δυναμικές της αγοράς και οι διακυμάνσεις τιμών που καθορίζουν την οικονομική βιωσιμότητα τέτοιων σχημάτων.
Το μοντέλο που αναπτύχθηκε στο Frederick επιχειρεί να επιλύσει αυτό το πρόβλημα, ενσωματώνοντας προηγμένους γενετικούς αλγορίθμους και ρεαλιστικά σενάρια τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας H₂Zero, καθηγητής Ανδρέας Πουλλικκάς, εξηγεί ότι το νέο μοντέλο λειτουργεί ως εργαλείο στρατηγικού σχεδιασμού για τις ενεργειακές κοινότητες, επιτρέποντας την επιλογή των βέλτιστων επενδύσεων ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και τις οικονομικές προοπτικές. «Με κατάλληλες πολιτικές τιμολόγησης και ρεαλιστική μοντελοποίηση της αγοράς, μπορούμε να επιταχύνουμε ουσιαστικά τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», σημειώνει.
Η μελέτη επισημαίνει ότι το κλειδί για τη βιωσιμότητα των ενεργειακών κοινοτήτων είναι η διαφορά ανάμεσα στην τιμή αγοράς ηλεκτρισμού από το δίκτυο και στην τιμή πώλησης του πλεονάσματος παραγωγής. Αυτή η διαφορά καθορίζει όχι μόνο το κέρδος, αλλά και το μέγεθος των απαιτούμενων επενδύσεων. Οι ερευνητές τονίζουν ότι χωρίς μια διαφανή και σταθερή δομή τιμολόγησης, οι κοινότητες δεν μπορούν να λάβουν στρατηγικές αποφάσεις σχετικά με τις τεχνολογίες που είναι πιο αποδοτικές.
Το μοντέλο καταδεικνύει επίσης ότι οι ενεργειακές κοινότητες δεν υιοθετούν οριζόντια όλες τις τεχνολογίες, αλλά επιλέγουν εκείνες που προσφέρουν τη μεγαλύτερη αξία με βάση το οικονομικό περιβάλλον. Έτσι, αμφισβητείται η κοινή υπόθεση ότι τα μεγάλα συστήματα αποθήκευσης πρέπει πάντα να αποτελούν μέρος του σχεδιασμού. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, σύμφωνα με την έρευνα, η επένδυση σε περισσότερα φωτοβολταϊκά προσφέρει μεγαλύτερη απόδοση, εκμεταλλευόμενη την άφθονη και δωρεάν ηλιακή ενέργεια.
Η αποθήκευση, παρότι παρέχει ευελιξία και δυνατότητα καλύτερης διαχείρισης της παραγωγής, συνοδεύεται από υψηλό κεφαλαιουχικό κόστος, γεγονός που σημαίνει ότι η υιοθέτησή της είναι συμφέρουσα μόνο όταν οι τιμές ηλεκτρισμού δικαιολογούν το σχετικό επενδυτικό βάρος. Το μοντέλο του Frederick αναλύει με ακρίβεια αυτές τις συνθήκες, επιτρέποντας στις κοινότητες να προσαρμόζουν τις επιλογές τους με τρόπο οικονομικά αποδοτικό.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη σημασία της διαφάνειας τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η έρευνα αναφέρει ότι οι ενεργειακές κοινότητες χρειάζονται αξιόπιστη και προσβάσιμη πληροφόρηση ώστε να γνωρίζουν την πραγματική αξία της ανανεώσιμης παραγωγής τους. Όταν τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα, μπορούν να αναπτύξουν στρατηγικές που μεγιστοποιούν την απόδοση και μειώνουν την εξάρτηση από το δίκτυο.
«Οι ενεργειακές κοινότητες αποτελούν τον πυρήνα της δημοκρατικής ενεργειακής μετάβασης», δηλώνει ο Καθηγητής Πουλλικκάς, τονίζοντας ότι η επένδυση σε τέτοια σχήματα μπορεί να επιταχύνει την απανθρακοποίηση και να ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης. Όπως υπογραμμίζει, «οι πολιτικές τιμολόγησης του δικτύου καθορίζουν τη βιωσιμότητα· όταν αυτές ευνοούν τις κοινότητες, τότε οι επενδύσεις στις ΑΠΕ πολλαπλασιάζονται προς όφελος των πολιτών».







