Σε όλη τη γηραιά ήπειρο ξετυλίγεται μια αθόρυβη, αλλά καταιγιστική μετακίνηση ταλέντου: νέοι, υψηλά καταρτισμένοι επαγγελματίες εγκαταλείπουν μαζικά την Ευρώπη του υψηλού φόρου και της χαμηλής προοπτικής.
Αυτό που θα περίμενε κανείς να αποτελέσει χρυσή ευκαιρία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια χώρα που παραδοσιακά απορροφούσε το καλύτερο της παγκόσμιας δεξαμενής, σήμερα μοιάζει να χάνεται πίσω από πολιτικές που λειτουργούν αποτρεπτικά.
Στη Γαλλία, η École Polytechnique -ένα από τα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα παγκοσμίως- βλέπει σχεδόν το 20% των αποφοίτων της να φεύγουν στο εξωτερικό αμέσως μετά το πτυχίο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη CentraleSupélec, ενώ συνολικά περίπου 15.000 νέοι μηχανικοί και στελέχη επιχειρήσεων ξεκινούν κάθε χρόνο την καριέρα τους σε άλλη χώρα.
Σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η εικόνα είναι ακόμη πιο έντονη: Βρετανοί επιχειρηματίες εγκαθίστανται στα Εμιράτα, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Βρετανοί έχουν μεταναστεύσει στην Αυστραλία, ενώ χιλιάδες Βρετανοί γιατροί επέλεξαν επίσης τον ίδιο προορισμό μέσα στο 2023.
Παράλληλα, περίπου 250.000 Γερμανοί εγκαταλείπουν τη χώρα τους κάθε χρόνο, με την Ελβετία να απορροφά μεγάλο μέρος αυτής της εισροής.
Παρότι δεν υπάρχει ενιαία βάση δεδομένων για τη διεθνή κινητικότητα ταλέντων, είναι ξεκάθαρο πως η Ευρώπη βιώνει ένα κύμα φυγής υψηλού επιπέδου ανθρώπινου κεφαλαίου.
Το υπόβαθρο είναι γνωστό: χρόνια στασιμότητα, φορολογικά βάρη-ρεκόρ, συμπίεση μισθών, περιορισμένες ευκαιρίες και μια αγορά εργασίας που δεν μπορεί να κρατήσει ούτε τους πιο φιλόδοξους ούτε τους πιο ικανούς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν κάποτε η φυσική εναλλακτική. Η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με άφθονες ευκαιρίες, τεράστια γεωγραφική ποικιλία και βαθιά επιχειρηματική κουλτούρα.
Σήμερα όμως, ακόμη και σε αυτό το πεδίο, η εικόνα έχει αλλάξει. Σύμφωνα με στοιχεία της Henley & Partners, τα ΗΑΕ εμφανίζουν καθαρή εισροή σχεδόν 10.000 εκατομμυριούχων μέσα στο έτος, ενώ οι ΗΠΑ -μια χώρα 30 φορές μεγαλύτερη- προσελκύουν μόλις 7.500.
Η Ιταλία και η Ελβετία ακολουθούν με χιλιάδες αφίξεις εύπορων επαγγελματιών, δημιουργώντας έναν παγκόσμιο χάρτη κινητικότητας πλούτου και δεξιοτήτων όπου οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την πρωτοκαθεδρία.
Η κυβέρνηση Τραμπ, στο πλαίσιο των σκληρότερων μέτρων για τη μετανάστευση, επέβαλε κόστος 100.000 δολαρίων στις βίζες H1-B, οδηγώντας ουσιαστικά σε αποτροπή πολλών εξειδικευμένων επαγγελματιών.
Μπορεί κάποιος να συζητήσει το θέμα της χαμηλής ειδίκευσης μετανάστευσης, αλλά δεν υπάρχει λογική στο να μένουν εκτός Γερμανοί μηχανικοί, Γάλλοι επιστήμονες, Βρετανοί επιχειρηματίες ή εύποροι επενδυτές που μεταφέρουν κεφάλαια, τεχνογνωσία και θέσεις εργασίας.
Κι όμως, η λύση βρίσκεται μπροστά στις ΗΠΑ: να ανοίξουν ξανά τις πόρτες τους. Να ενισχύσουν την εγχώρια οικονομία με υψηλά εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και παράλληλα να λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης για μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη. Μια εύρωστη, πλούσια Ευρώπη είναι στρατηγικά χρήσιμη για την Αμερική -αυτό ακριβώς είχε επιδιωχθεί με το Σχέδιο Μάρσαλ.
Σήμερα, μια υπερφορολογημένη, εξασθενημένη Ευρώπη αδυνατεί να στηρίξει την άμυνά της ή να επενδύσει ουσιαστικά στην ασφάλεια της Δύσης απέναντι σε μια όλο και πιο επιθετική Κίνα.
Πολλοί από όσους μετακινούνται στο Ντουμπάι, στην Αυστραλία ή στον Καναδά θα προτιμούσαν να ζήσουν και να εργαστούν στις ΗΠΑ.
Η θέσπιση ειδικών προγραμμάτων κινητικότητας για νέους επαγγελματίες ή ακόμη και η ετήσια παροχή 100.000 αδειών εργασίας για κορυφαίους Ευρωπαίους αποφοίτους θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά το τοπίο.
Μπορεί όλα αυτά να μην ευθυγραμμίζονται με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», ωστόσο η ευκαιρία να προσελκύσουν τις υπερφορολογημένες, υποαμειβόμενες ταλαντούχες τάξεις της Ευρώπης είναι τεράστια – και τα οφέλη για τις ΗΠΑ ακόμη μεγαλύτερα.







