Ελληνικές τράπεζες: Πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. το κόστος κινδύνου
InBusinessNews 07:59 - 27 Μαΐου 2024
Πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει το κόστος κινδύνου των ελληνικών τραπεζών, αφού παρά την εντυπωσιακή εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα «κόκκινα» δάνεια και τη μείωση του ομώνυμου δείκτη, εκείνες παραμένουν επιφυλακτικές ως προς τους μελλοντικούς κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Όπως προκύπτει από σχετική παρουσίαση του ιταλικού Ομίλου doValue, το μέσο κόστος κινδύνου στις χώρες που δραστηριοποιείται ο ίδιος δεν έχει υποχωρήσει τόσο απότομα όσο το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με συνέπεια να παραμένει υψηλό σε Ισπανία και Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, το κόστος πιστωτικού κινδύνου στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2023 στις 76 μονάδες βάσης, έχοντας μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2019 (132 μονάδες βάσης), παραμένοντας, ωστόσο, σε υψηλότερα επίπεδα εν συγκρίσει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (48 μονάδες βάσης).
Στον αντίποδα, το ίδιο διάστημα ο δείκτης «κόκκινων» δανείων μειώθηκε από το 35,2% στο 3,30%, με τη χώρα μας να έχει πλέον «ευθυγραμμιστεί» με την ΕΕ. «Οι τελευταίες ενημερώσεις δείχνουν σταθεροποίηση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων που κατέχει το τραπεζικό σύστημα της Νότιας Ευρώπης.
Το κόστος κινδύνου, ωστόσο, δεν έχει μειωθεί τόσο σημαντικά όσο το προβληματικό στοκ, υπονοώντας μια ταχύτερη παραγωγή ‘κόκκινων’ ανοιγμάτων στο μέλλον», επισημαίνει η doValue.
Με βάση τα στοιχεία α’ τριμήνου του 2024, πάντως, οι ελληνικές τράπεζες, εκτός από τη συνέχιση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τις ελεγχόμενες νέες εισροές, εμφάνισαν και σημαντική μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου, με εμφανή τη μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες.
Πιο αναλυτικά, η Τράπεζα Πειραιώς εμφάνισε το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, έχοντας υποχωρήσει στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 17 μονάδων βάσης ή 51 μονάδες βάσης, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών εξυπηρέτησης NPE και των εξόδων συνθετικών τιτλοποιήσεων, από 58 μονάδες βάσης στο προηγούμενο τρίμηνο και 84 μονάδες βάσης ένα χρόνο πριν, αποτέλεσμα της επιτυχούς διαχείρισης των εισροών νέων NPE.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η τράπεζα, το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους οι επαναλαμβανόμενες προβλέψεις δανείων, εξαιρουμένων προβλέψεων σχετικών με πωλήσεις ΝΡΕ, προμηθειών εξυπηρέτησης NPE και των δαπανών συνθετικών τιτλοποιήσεων, μειώθηκαν στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο των 15 εκατ. ευρώ, έναντι 25 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο και 36 εκατ. ευρώ ένα χρόνο πριν, εξαιτίας της σταθερής οργανικής διαχείρισης NPE και του μηδενικού νέου σχηματισμού NPE.
Απομειώσεις, ύψους 12 εκατ. ευρώ στο τρίμηνο σχετίζονται με τη συναλλαγή Solar.
Η Εθνική Τράπεζα από την πλευρά της, κατέγραψε κόστος πιστωτικού κινδύνου 55 μονάδες βάσης, σημαντικά χαμηλότερα του στόχου των 65 μονάδων βάσης που είχε τεθεί για το 2024, αντανακλώντας τα υψηλά ποσοστά κάλυψης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε όλα τα χαρτοφυλάκια (Στάδια 1, 2, 3).
Στην Ελλάδα, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις ομαλοποιήθηκαν περαιτέρω σε 38 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2024, με το κόστος πιστωτικού κινδύνου να διαμορφώνεται στις 47 μονάδες βάσης επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις, παραμένοντας στα χαμηλότερα επίπεδα του κλάδου.
Στις 68 μονάδες βάσης διαμορφώθηκε το α’ τρίμηνο του 2024 το κόστος κινδύνου για τη Eurobank από 75 μονάδες βάσης το ίδιο περυσινό τρίμηνο, με τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων να έχουν μειωθεί κατά 5,5% σε ετήσια βάση, στα 71 εκατ. ευρώ, ενώ το κόστος κινδύνου για την Alpha Bank, μη συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών ΜΕΑ, «άγγιξε» τις 69 μονάδες βάσης, ενώ εξαιρουμένων των εξόδων διαχείρισης και των εξόδων που σχετίζονται με συναλλαγές συνθετικής τιτλοποίησης ανήλθε σε 43 μονάδες βάσης, αντανακλώντας την εξυγίανση του προβληματικού χαρτοφυλακίου.
Σύμφωνα με την DBRS, πάντως, παρόλο που υπάρχει περιθώριο μείωσης του κόστους κινδύνου, δεδομένης της σημαντικής βελτίωσης του προφίλ των τραπεζών, αυτό αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο προσεχές μέλλον, καθώς το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να συγκρίνεται σχετικά δυσμενώς κατά μέσο όρο και ενδέχεται να υπάρξει μεγαλύτερη επιδείνωση των δανειακών βιβλίων στο τρέχον περιβάλλον.