Τα «απροσδόκητα κέρδη» των τραπεζών και μια προβληματική… εξίσωση από το ΑΚΕΛ
InBusinessNews 06:35 - 21 Μαΐου 2024
Το ΑΚΕΛ προχώρησε την περασμένη Πέμπτη στην κατάθεση πρότασης νόμου στην Ολομέλεια της Βουλής για επιβολή windfall tax στις τράπεζες, μέσα από τον από μέρους του κόμματος της αριστέρας προωθούμενο «Περί της Ίδρυσης της Λειτουργίας Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Στήριξης Δανειοληπτών Νόμο του 2024».
Υπό την επίκληση της αύξησης του πληθωρισμού την τελευταία τριετία, αλλά και των συνεχόμενων αυξήσεων των επιτοκίων, επιδίωξη του ΑΚΕΛ μέσα από την πρόταση νόμου που κατέθεσε αποτελεί η «επιβολή έκτακτου τέλους επί των απροσδόκητων κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία ως απότοκο της συνεχούς αύξησης των επιτοκίων παρουσιάζουν αυξημένη κερδοφορία και αύξηση εσόδων κατά 97% σε σύγκριση με το έτος 2022, χωρίς κατ’ ουδένα λόγο να επηρεάζεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Σύμφωνα με την πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ, το έκτακτο τέλος, που θα καταλήγει στο «Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Στήριξης Δανειοληπτών» που θα συστηθεί, θα επιβληθεί για τα φορολογικά έτη 2024 και 2025 επί της σημειωθείσας, σε σύγκριση με τα έσοδα του φορολογικού έτους 2022, αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων και θα ανέρχεται σε ποσοστό ύψους 5% επί των εν λόγω εσόδων.
Δεν σχολιάζουμε καν πως τα έσοδα δεν πρέπει να αποτελούν βάση φορολογίας. Πώς γίνεται να φορολογείς κάποιον επειδή απλώς αυξήθηκαν τα έσοδά του; Αν αυξήθηκαν και τα έξοδα; Αν παρά την αύξηση των εσόδων, καταγράφει ζημιές;
Σε ποια σύγχρονη οικονομία φορολογούνται τα έσοδα μιας επιχείρησης και αγνοείται αν εν τέλει ήταν κερδοφόρα; Ας το παραλείψουμε όμως για χάρη συζήτησης.
Βάσει της… εξίσωσης του ΑΚΕΛ, το έκτακτο τέλος θα δημιουργήσει πρόσθετα κρατικά έσοδα €50 εκ. ετησίως, που μαζί με άλλους οικονομικούς πόρους που προνοούνται στη σχετική πρόταση, θα προικοδοτήσουν τη δημιουργία του ειδικού ταμείου αλληλεγγύης για την οικονομική στήριξη των δανειοληπτών και τη συνδρομή στην στεγαστική πολιτική του κράτους.
Είναι αληθές πως τα τελευταία χρόνια το οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δημιούργησε αφόρητες πιέσεις, όχι μόνο στους δανειολήπτες αλλά και γενικότερα σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού και δη στις ευάλωτες.
Ειδικότερα βέβαια στην Κύπρο, όπου οι δανειολήπτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία επιλέγουν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο κι έτσι επηρεάζονται εντονότερα από αυξομειώσεις.
Όπως αληθές είναι επίσης ότι η συζήτηση για windfall tax στις τράπεζες δεν είναι αμιγώς κυπριακή, αλλά αναπτύχθηκε και εν μέρη επιχειρήθηκε και υιοθετήθηκε και άλλου(σ.σ. βλέπε π.χ. Ιταλία και Ισπανία), κάτω, ωστόσο, από σαφώς διαφορετικά δεδομένα και σίγουρα με αμφιλεγόμενα ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους της όλης προσπάθειας αποτελέσματα.
Ερχόμενοι στο διά ταύτα, το πρώτο ερώτημα που τίθεται ή πρέπει να τίθεται, έγκειται στο κατά πόσο η επιδίωξη του ΑΚΕΛ για «επιβολή έκτακτου τέλους επί των απροσδόκητων κερδών των πιστωτικών ιδρυμάτων», έστω και συνδυαστικά με άλλα όσα προβλέπονται στην πρόταση νόμου που κατέθεσε, δύναται να αποτελέσει αποτελεσματική θεραπεία και να αποσυμπιέσει όντως τους δανειολήπτες και τις άλλες ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, πολύ περισσότερο από την στιγμή που ακόμη και να ψηφιστεί ο νόμος από τη Βουλή, προφανώς και θα χρειαστεί χρόνος για να λειτουργήσει και να αποδώσει το ειδικό ταμείο αλληλεγγύης.
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις ως προς το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι της Κύπρου, για να καταλήξει εύλογα στο συμπέρασμα ότι η απάντηση είναι όχι...
Με αφετηρία τούτο, όσο καλά καμουφλαρισμένα και αν προβάλλεται από το ΑΚΕΛ ως προς τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της, δεν παύει στο τέλος της ημέρας από το να είναι, απ’ εκεί και πέρα, μια πρόταση νόμου η οποία δημιουργώντας εντυπώσεις, προσβλέπει στην ικανοποίηση απλώς και μόνο του όποιου λαϊκού αισθήματος κυριαρχεί σε μερίδα της κυπριακής κοινωνίας και θέλει τις τράπεζες να ευθύνονται και να πρέπει να πληρώσουν για όλα τα κακώς έχοντα στο χρηματοοικονομικό πεδίο του τόπου.
Θα ανέμενε κάποιος από ένα σοβαρό και υπεύθυνο κόμμα όπως είναι το ΑΚΕΛ, κι όσα εν τέλει στηρίξουν τη συγκεκριμένη πρόταση, σε μια εποχή κατά την οποία η Κύπρος προσπαθεί να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να αποκαταστήσει την εικόνα της στο εξωτερικό ως αξιόπιστο κέντρο παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, να μην ναρκοθετεί την όλη προσπάθεια στέλνοντας μηνύματα στο εξωτερικό πως πρόκειται για μια χώρα όπου η χρηματοοικονομική σταθερότητα εύκολα καθίσταται ή μπορεί να καταστεί έρμαιο εξυπηρέτησης μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Άλλωστε, αντίστοιχο κακό προηγούμενο έχουμε να επιδείξουμε και με το ζήτημα των εκποιήσεων, το οποίο για πολλά χρόνια έμεινε στον πάγο λόγω ακριβώς πολιτικών παρεμβάσεων.
«Θα είναι στίγμα για την αξιοπιστία της Κύπρου και θα μας μείνει, χωρίς, μάλιστα, λόγο», υπήρξε η πρόσφατη χαρακτηριστική τοποθέτηση του διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Κύπρου Πανίκου Νικολάου, σε μια ανάγνωση των πραγμάτων που αποτυπώνει μάλλον την πεμπτουσία του όλου σκηνικού όπως αυτό πάει να διαμορφωθεί.
Γιατί πολύ απλά, το μόνο που επιτυγχάνεται μέσα από την όλη συζήτηση είναι να δίνεται το πολύ λανθασμένο μήνυμα στους ξένους επενδυτές που έχουν ήδη επενδύσει στη χώρα ή που θα μπορούσαν να επενδύσουν στην Κύπρο ότι το φορολογικό ή και το νομικό καθεστώς μπορεί να διαφοροποιείται τακτικά και αναλόγως πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Δεν πιστεύουμε να αντιλέγει κανείς πως για μια οικονομία όπως είναι η κυπριακή, η ύπαρξη σταθερότητας στο νομικό πλαίσιο, η ύπαρξη φιλικού επιχειρηματικού-επενδυτικού περιβάλλοντος, η ύπαρξη αμεσότητας στην απονομή δικαιοσύνης, η ύπαρξη αποτελεσματικών διαδικασιών σε κάθε επίπεδο, είναι στοιχεία εξόχως σημαντικά.
Γιατί αυτά είναι τα στοιχεία που θα λειτουργήσουν θετικά για τις αξιολογήσεις της χώρας και των τραπεζών, αυτά είναι που θα δημιουργήσουν ευνοϊκό περιβάλλον προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων και θα απελευθερώσουν αναπτυξιακές προοπτικές, θα δώσουν ευελιξία εφαρμογής κοινωνικών πολιτικών και ευελιξία σε σχέση με τη διαχείριση του δημοσίου χρέους.
Πιθανή υπερψήφιση της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ, το μόνο που θα πετύχει είναι να θέσει ακριβώς τα στοιχεία αυτά στα μάτια των επενδυτών υπό αμφισβήτηση. Η συζήτηση την οποία άνευ ουσιαστικού λόγου και αιτίας άνοιξε το ΑΚΕΛ, είναι από μόνη της ούτως ή άλλως επιζήμια.
Δαιμονοποιεί με την πρότασή του αυτή το ΑΚΕΛ το κέρδος, δημιουργεί μέσα από την στοχοποίηση των τραπεζών, αν και εφόσον αυτή εγκριθεί από την Βουλή, το προηγούμενο για ανάλογες πρακτικές φορολόγησης και σε άλλους τομείς της οικονομίας, πλήττοντας την επιχειρηματικότητα και τοποθετώντας την σε δύσβατα μονοπάτια. Οδηγώντας την σε επικίνδυνα νερά και βάζοντας την ανά πάσα στιγμή σε κίνδυνο να την πνίξει η τρικυμία της… φορολογίας.
Ας μην παραγνωρίζεται ότι οι τράπεζες στην Κύπρο, τις οποίες η πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ στοχοποιεί, ήδη καταβάλλουν Ειδικό Φόρο, της τάξης του 0,15% επί των καταθέσεών τους, τον καταβάλλουν εδώ και χρόνια και μάλιστα σε περιόδους χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων, κατά τις οποίες, μάλιστα, οι τράπεζες κατέγραφαν ζημιές ή ισχνή κερδοφορία.
Ο Ειδικός Φόρος καταβαλλόταν και συνεχίζει να καταβάλλεται ανεξαρτήτως συνθηκών στην οικονομία, στις τράπεζες, του ύψους των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων ή του υψηλού ανελαστικού κόστους (εργασιακό κόστος, κόστος ενέργειας, έκτακτα μέτρα λόγω πανδημίας κ.ο.κ.).
Μέσω του Ειδικού Φόρου, αξίζει να σημειωθεί, έχουν καταβληθεί προς το κράτος κατά τελευταία δέκα χρόνια πέραν των €500 εκατ. ευρώ, πολύ περισσότερα χρήματα σε σχέση με τον εταιρικό φόρο, γιατί ακριβώς επιβάλλεται στην καταθετική βάση του τραπεζικού τομέα και όχι επί των οικονομικών τους αποτελεσμάτων.
Να σημειωθεί επίσης ότι οι τράπεζες διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα, δηλαδή οι καταθέσεις των πελατών (που συνεπάγονται κόστος) ξεπερνούν κατά πολύ τα δάνεια (που συνεπάγονται έσοδα) κι όταν σύντομα η ΕΚΤ αποφασίσει να μειώσει τα επιτόκια τότε θα μειωθούν και τα έσοδα των τραπεζών.
Ενώ όπως εξάλλου μπορείτε να δείτε στο πίνακα που ακολουθεί, κατά το 2023 οι τράπεζες κατέβαλαν συνολικά φόρους ύψους 245,821,677 ευρώ.
Και όλα αυτά την ώρα που τράπεζες έχουν σειρά εποπτικών στόχων που οφείλουν να διατηρούν ή να καλύψουν άμεσα (π.χ. κεφαλαιακή επάρκεια, προβλέψεις, διαθέσιμα ρευστά, MREL κ.α.).
Καταληκτικά, η πραγματικότητα είναι πως εδώ και χρόνια στην Κύπρο το περιβάλλον χαρακτηρίζεται από υψηλό πιστωτικό κίνδυνο, υψηλό κόστος λειτουργίας για τις τράπεζες, χαμηλή απόδοση προς τους μετόχους, οι οποίοι σε περιόδους μεγάλων προκλήσεων ενίσχυσαν με δισεκατομμύρια τις τράπεζες της Κύπρου σε ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης.
Οι τράπεζες για χρόνια πέρασαν από μια μεγάλη διαδικασία αναδιοργάνωσης, εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού, ενώ κατά την περίοδο της πανδημίας μαζί με την πολιτεία αποτέλεσαν τον κυριότερο και πιο καθοριστικό παράγοντα στήριξης της κοινωνίας και ενίσχυσης της οικονομίας… Με τη μεγαλύτερη αναστολή καταβολής δόσεων και ταυτόχρονη παροχή δανείων, δωρεάν υπηρεσιών σε όσους το είχαν ανάγκη και με μεγάλη ευελιξία για μετάβαση σε ψηφιακές λύσεις.
Συνεπώς, πέραν από επικίνδυνο ως προς τις προφανείς και προαναφερθείσες πιθανές επιπτώσεις του δρομολογούμενου από το ΑΚΕΛ εγχειρήματος φορολόγησης των «απροσδόκητων» κερδών των τραπεζών, είναι ταυτόχρονα τουλάχιστον άδικο μετά από χρόνια ζημιών και τεράστιων προσπαθειών για εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών να ναρκοθετείται το θετικό αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει μια δεκαετία μετά την κρίση του 2013.
Και είναι η πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ εν τέλει, από όποια οπτική γωνία και να την αντικρίσει κανείς, μια προσέγγιση ή μια εξίσωση αν προτιμάτε, τουλάχιστον προβληματική…