Τα 8+2 πλην της πρότασης του ΑΚΕΛ για τις τράπεζες και η πρακτική αποκόμισης εύκολου πολιτικού…κέρδους

Είναι καθολική διαπίστωση και βάσει πραγματικών δεδομένων αδιαμφισβήτητο γεγονός πως ο κυπριακός χρηματοπιστωτικός τομέας έχει τα τελευταία χρόνια συντελέσει άλματα προόδου στο σύνολο των παραμέτρων επί των οποίων εδράζεται η λειτουργία και η εν γένει παρουσία του στο ευρύτερο οικοδόμημα της οικονομίας του τόπου ως σημαντικότατος και αναπόσπαστός του πυλώνας.

Αναγνωρίζεται σήμερα διεθνώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας της χώρας μας ως καθ’ όλα υγιής και βιώσιμος, απαλλαγμένος από παθογένειες, στρεβλώσεις και λανθασμένες στρατηγικές επιλογές του παρελθόντος, που αληθές είναι ότι είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ το οποίο με την «εκτόνωσή» του ταρακούνησε συθέμελα την ύπαρξη του τραπεζικού μας συστήματος.

Η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα της Κύπρου σήμερα όμως, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις επιδόσεις των τραπεζικών μας ιδρυμάτων, στις διαδοχικές τους αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, αλλά και από το έξωθεν επενδυτικό ενδιαφέρον, είναι ξεκάθαρο, σαφές και προφανές πως καμία σχέση δεν έχει με την προ περίπου δεκαετίας εικόνα του.

Με σύνολο δεικτών που αντανακλούν το υγιές πλαίσιο επί τη βάσει του όποιου πια δραστηριοποιούνται, οι τράπεζες μας μπορούν να λένε-χωρίς τους όποιους αστερίσκους και υποσημειώσεις-ότι βασιζόμενες σε γερά θεμέλια, κινούνται σε ασφαλή πορεία, στηρίζοντας εμπράκτως νοικοκυριά, επιχειρήσεις και γενικότερα την οικονομία ως αξιόπιστος και σταθερός συνεργάτης-αιμοδότης.

Δεν έφθασαν βεβαίως στη θέση που σήμερα βρίσκονται οι τράπεζες μας τυχαία, αντιθέτως, είναι όλα αυτά το αποτέλεσμα ρηξικέλευθων τομών στις οποίες προέβησαν επί των επιχειρηματικών τους μοντέλων, κάνοντας-μεταξύ άλλων- στροφή προς την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών τους, μειώνοντας τα λειτουργικά τους κόστη, υιοθετώντας και ενσωματώνοντας αυστηρότερες πολιτικές, διευρύνοντας τις πηγές των εσόδων τους.

Για να επιστρέψουν κάπως έτσι μετά από αρκετά χρόνια ζημιών σε αυτό που για κάθε επιχειρηματική οντότητα είναι θεμιτό, καλώς νοούμενο και εν πολλοίς αναγκαίο ζητούμενο για την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία της. Την ισχυρή κερδοφορία(σ.σ. αλλά και για την περίπτωση της μεγαλύτερης τράπεζας του νησιού στην διανομή μερίσματος).

Μια κερδοφορία την οποία φυσικά αληθές είναι πως στην περίπτωση των τραπεζών ήρθε να ενισχύσει η «σφιχτή» νομισματική πολιτική που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα(ΕΚΤ) την τελευταία περίπου τριετία, αυξάνοντας τα επιτόκια της σε μια προσπάθεια-και ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο-τιθάσευσης του πληθωρισμού που κάλπαζε ανεξέλεγκτα.

Αυξήσαν δηλαδή τα δανειστικά επιτόκια τους οι τράπεζες του τόπου, με συνεπαγόμενη αύξηση των επιτοκιακών τους εσόδων και αποτύπωση της εξέλιξης αυτής στην κερδοφορία τους, όχι γιατί το αποφάσισαν οι ίδιες μια μέρα ξαφνικά χωρίς λόγο και αιτία, αλλά γιατί ήταν αναγκασμένες να το πράξουν ως εποπτευόμενες από την ΕΚΤ οντότητες, γιατί προφανώς και δεν θα μπορούσαν την ώρα που η Φρανκφούρτη αποφάσιζε κάτι τέτοιο, οι δικές μας τράπεζες να έπρατταν διαφορετικά.

Εντούτοις, μέσα από μια κατά τη γνώμη μας σκόπιμα λανθασμένη ανάγνωσή των πραγμάτων και παραγνωρίζοντας τις προσπάθειες που οι τράπεζες του τόπου κατέβαλαν με τα διάφορα σχέδια τα οποία κατάρτισαν και εφάρμοσαν για μείωση των επιπτώσεων της αύξησης των επιτοκίων στους δανειολήπτες, στοχοποιήθηκαν και τοποθετήθηκαν για μια ακόμη φορά στο μάτι του κυκλώνα από τους μόνιμα επικριτές τους στην πολιτική-και όχι μόνο-σκηνή της χώρας.

Με αποκορύφωμα της δαιμονοποίησης την οποία υφίστανται για τα κέρδη τους, την πρόταση νόμου που κατέθεσε και συζητείται αυτή την περίοδο στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής το ΑΚΕΛ, η οποία προνοεί επιβολή τέλους 5% επί των απροσδόκητων, όπως τα χαρακτηρίζει, κερδών των τραπεζών για τα έτη 2024 και 2025, και με τα έσοδα να καταλήγουν στο επονομαζόμενο «Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Στήριξης Δανειοληπτών», που προβλέπεται από την πρόταση νόμου να ιδρυθεί.

Πρόκειται για μια παντελώς άδικη, άστοχη, άκαιρη και επί της ουσίας επικίνδυνη πρόταση, για μια σειρά λόγων τους οποίους άπαντες των βουλευτών και τα υπόλοιπα κόμματα καλούνται και θα πρέπει να σταθμίσουν νηφάλια κατά τη διαδικασία καθορισμού της στάσης που θα τηρήσουν έναντι της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ.

Και εξηγούμαστε:

Πρώτο, είναι άκαιρη γιατί τίθεται στο τραπέζι σε μια εποχή κατά την οποία η ΕΚΤ προχώρησε ήδη σε δύο μειώσεις των επιτοκίων κατά τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της τον περασμένο Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, χωρίς να αποκλείεται και νέα μείωση κατά την επόμενη συνεδρία του Δ.Σ., όπως και περαιτέρω αποκλιμάκωση κατά τους επόμενους μήνες, αναλόγως της εξέλιξης του πληθωρισμού.

Δεύτερο, είναι άδικη γιατί μετά από χρόνια ζημιών και τεράστιων προσπαθειών για εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, επιχειρείται ουσιαστικά μέσα από την δρομολογούμενη επιβολή φόρου επί των κερδών τους, ναρκοθέτηση του θετικού αποτελέσματος, το οποίο προκύπτει περίπου μια δεκαετία μετά την κρίση του 2013.

Τρίτο, είναι επίσης άδικη γιατί έχοντας περάσει επί σειρά ετών από μια μεγάλη διαδικασία αναδιοργάνωσης, εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού, οι τράπεζες δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν μαζί με την πολιτεία τον κυριότερο και πιο καθοριστικό παράγοντα στήριξης της κοινωνίας και ενίσχυσης της οικονομίας.

Με πρόσφατο και κλασικό παράδειγμα την περίοδο της πανδημίας, όταν προχώρησαν στη μεγαλύτερη αναστολή καταβολής δόσεων με ταυτόχρονη παροχή δανείων και δωρεάν υπηρεσιών σε όσους το είχαν ανάγκη, αλλά και επιδεικνύοντας μεγάλη ευελιξία για μετάβαση σε ψηφιακές λύσεις.

Τέταρτο, είναι επικίνδυνη γιατί την ώρα που στόχευση αποτελεί η προσέλκυση ακόμη περισσότερων ξένων ποιοτικών επενδύσεων στη νησί, ενδεχόμενη υπερψήφιση της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ θα στέλνει το εσφαλμένο μήνυμα στους ξένους επενδυτές που έχουν ήδη επενδύσει ή που θα μπορούσαν να επενδύσουν στην Κύπρο, ότι το φορολογικό ή και το νομικό καθεστώς μπορεί να διαφοροποιείται τακτικά και αναλόγως πολιτικών σκοπιμοτήτων. Κάτι που, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, πως σημειώνουν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.

Πέμπτο, είναι επίσης επικίνδυνη, γιατί σε συνάρτηση με το αμέσως προαναφερθέν, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια οικονομία όπως αυτή της Κύπρου, πολύ περισσότερο δεδομένων των σοβαρών γεωπολιτικών εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή μας, να υπάρχει σταθερότητα στο νομικό πλαίσιο και φιλικό επιχειρηματικό-επενδυτικό περιβάλλον.

Έκτο, είναι άστοχη γιατί παραβλέπει το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν μια σειρά εποπτικών στόχων που οφείλουν να διατηρούν ή να καλύψουν άμεσα, όπως π.χ. κεφαλαιακή επάρκεια, προβλέψεις, διαθέσιμα ρευστά, MREL κ.α.

Έβδομο, είναι άστοχη και συνάμα άδικη γιατί σε ένα εδώ και χρόνια περιβάλλον με χαρακτηριστικά τον υψηλό πιστωτικό κίνδυνο, το υψηλό κόστος λειτουργίας για τις τράπεζες και την χαμηλή απόδοση προς τους μετόχους, οι τελευταίοι σε εποχές μεγάλων προκλήσεων ενίσχυσαν με δισεκατομμύρια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας σε ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης.

Όγδοο, είναι όλα τα πιο πάνω μαζί γιατί επιμελώς αγνοείται και παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι τράπεζες στην Κύπρο ήδη καταβάλλουν Ειδικό Φόρο, της τάξης του 0,15% επί των καταθέσεών τους, με το ποσό που έχει καταβληθεί τα τελευταία δέκα χρόνια προς το κράτος μέσω του Ειδικού αυτού Φόρου να ξεπερνά τα €500 εκατ. ευρώ.

Με την καταβολή του εν λόγω φόρου, αξίζει να σημειωθεί, να γίνεται:

α)Ανεξαρτήτως συνθηκών στην οικονομία και στις ίδιες τις τράπεζες, του ύψους των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων ή του υψηλού ανελαστικού κόστους (εργασιακό κόστος, κόστος ενέργειας, έκτακτα μέτρα λόγω πανδημίας κ.ο.κ.), καθώς και

β) σε περιόδους χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων, κατά τις οποίες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατέγραφαν ζημιές ή ισχνή κερδοφορία.

Ο Αμερικανός οικονομολόγος Milton Friedman(1912-2006) είχε πει κάποτε πως «η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων είναι να αυξάνουν τα κέρδη τους».

Για κόμματα με αναχρονιστικές κοινωνικοοικονομικές θεωρήσεις όπως αυτές του ΑΚΕΛ, όπου το ιδιωτικό κέρδος προβάλλεται περίπου ως…ανάθεμα και τοποθετείται αστόχως σε αντιδιαστολή με κάτι για το οποίο κανείς δεν διαφωνεί, την κοινωνική δικαιοσύνη, είναι λογικό μια τέτοια προσέγγιση να ηχεί στα αυτιά τους ως περίπου εξωφρενική.

Γι’ αυτό και δεν εκπλήττει η από μέρους του κόμματος της Αριστεράς πρόταση νόμου για φορολόγηση των «απροσδόκητων» κερδών των τραπεζών, γι’ αυτό και δεν προκαλεί εντύπωση η μόλις προσφάτως εξαγγελθείσα πρόθεση του ΑΚΕΛ να καταθέσει πρόταση νόμου για τη φορολόγηση και των υπερκερδών των εταιρειών παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ.

Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς το ΑΚΕΛ, από το οποίο θα ήταν ουτοπία να ανέμενε κανείς κάτι διαφορετικό, κάτι έξω από την διαχρονική, διαπνεόμενη από ιδεολογικές αγκυλώσεις, κοσμοθεωρία του.

Το ζήτημα είναι τι θα πράξουν τα υπόλοιπα κόμματα, εξαιρούμενου για να είμαστε δίκαιοι του ΔΗΣΥ, καθώς έχει αποδείξει επανειλημμένως στην πράξη-είτε ως κυβερνών είτε ως αντιπολιτευόμενο κόμμα-πως στα μεγάλα και κρίσιμα θέματα ξέρει, πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων, να βάζει την κόκκινη γραμμή ανάμεσα στην υπεύθυνη συμπεριφορά και στη ψηφοθηρία.

Η έκβαση της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ για τις τράπεζες και τα κέρδη τους θα κριθεί στις αποφάσεις που θα πάρουν τα κόμματα του αποκαλούμενου ενδιάμεσου χώρου, τα οποία τυγχάνει κατά την παρούσα χρονική συγκυρία να συμμετέχουν στην κυβέρνηση και, μάλιστα, υπό ένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας που έχει επανειλημμένως, με ένταση, εκφράσει την κάθετη διαφωνία του και έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους που ελλοχεύει μια πιθανή υλοποίηση της στόχευσης που θέτει το ΑΚΕΛ.

Το κρίσιμο έτσι ερώτημα που μένει να απαντηθεί, είναι αν αυτή την φορά τα συγκεκριμένα κόμματα θα τοποθετηθούν με κλειστά τα αυτιά στις σειρήνες του λαϊκισμού ή αν θα επιλέξουν να ακολουθήσουν το ΑΚΕΛ στον δρόμο της αποκόμισης εύκολου, όχι βεβαίως χρηματικού αλλά πολιτικού, κέρδους.

Η προσδοκία για το καλό της οικονομίας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της χώρας μας δεν μπορεί να είναι άλλη από το να επισυμβεί το πρώτο, παρόλο που η συνήθης κοινοβουλευτική τους δράση μας καθιστά επιφυλακτικούς περί τούτου.

Πολύ απλά, γιατί καταδεικνύει την έφεσή τους σε προώθηση και στήριξη προτάσεων νόμου κατά καιρούς, που ανεξαρτήτως των επιπτώσεων τις οποίες γνωρίζουν ότι αυτές θα επιφέρουν στην οικονομία και στο τραπεζικό μας σύστημα, κρίνουν ακριβώς ως προτιμότερη και ακολουθούν την οδό της αποκόμισης εύκολου κέρδους. Όχι χρηματικού, αλλά πολιτικού.

Θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτή την φορά θα πράξουν διαφορετικά, ότι προτού καθορίσουν την στάση τους έναντι της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ, θα αναλογιστούν αυτό που κάποτε είπε ο Γάλλος ποιητής και συγγραφέας(1873-1914), Charles Péguy.

Ότι «ο θρίαμβος των δημαγωγών είναι βραχύβιος, τα ερείπια όμως είναι αιώνια».

Δειτε Επισης

Νέος γενικός γραμματέας του ΚΕΒΕ ο Φιλόκυπρος Ρουσουνίδης-Διαδέχεται τον Μάριο Τσιακκή
Κώστας Κουμής: Αισιόδοξα μηνύματα για το 2025-«Θα έχουμε και πάλι αξιόλογες επιδόσεις»
Τερματικό: Αποπλέει από την Σαγκάη «Προμηθέας», κατέληξε στον σύμβουλο για προβλήτα και χερσαία έργα η ΕΤΥΦΑ
Πώς τεχνητή νοημοσύνη και ανάλυση δεδομένων μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερες επενδυτικές αποφάσεις
Οι εκτιμήσεις UBS και JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες μετά τα αποτελέσματα ενιαμήνου
Ν. Χριστοδουλίδης: Ξαφνικά έφαγα τον κ. Παντελή επειδή ήταν φίλος ή υποστηρικτής του κ. Αβέρωφ...Δεν με ενδιαφέρει
Canopus: Η πλατφόρμα για τα logistics εταιρειών που τους εξοικονομά χρήμα και χρόνο
Carob Awards: Η οργανωτική επιτροπή αποτιμά την διοργάνωση και σκιαγραφεί τον τομέα της διαφήμισης και επικοινωνίας
Χ. Μανώλη: Με όλες τις προδιαγραφές για να αναδειχθεί σε εξέχοντα επενδυτικό προορισμό η επαρχία Αμμοχώστου
Οι μεγαλομέτοχοι 35+ εταιρειών της Κύπρου