Γιατί έκλεισαν οι τράπεζες στην Ελλάδα
09:59 - 11 Ιουλίου 2015
Το κλείσιμο των τραπεζών στην Ελλάδα δεν ήταν, έτσι απλά, το αποτέλεσμα της άρνησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τερματίσει την αύξηση της έκτακτης ρευστότητας (του γνωστού ELA, emergency liquidity assistance), αλλά λόγω του ότι τερματίστηκαν οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους πιστωτές της, και ως εκ τούτου, οι προοπτικές για επίτευξη συμφωνίας εκμηδενίστηκαν.
Η ΕΚΤ έχει υποχρέωση να προσφέρει ρευστότητα στις τράπεζες, όταν αυτές τη χρειάζονται, δεδομένου ότι αυτές τηρούν τις κανόνες και πληρούν τα κριτήρια, και αφού καταθέσουν τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις. Υπάρχουν δύο πηγές άντλησης ρευστότητας από την ΕΚΤ, η συμβατική ρευστότητα, η οποία κοστίζει σήμερα 0.3% ετησίως, και η έκτακτη ρευστότητα ή ELA, το οποίο κοστίζει από 2.5% μέχρι 2.75%.
Η φτηνή συμβατική ρευστότητα προσφέρεται στις τράπεζες όταν η βαθμολογία των ομολόγων της χώρας όπου δραστηριοποιούνται είναι ψηλή και ο κίνδυνος η χώρα να μην αποπληρώσει τα ομόλογα αυτά (δηλαδή τα δάνεια της) είναι πολύ χαμηλός.
Σε χώρες που βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση και τα ομόλογα τους είναι πολύ χαμηλής βαθμολογίας, η ΕΚΤ χορηγεί έκτακτη αντί συμβατική ρευστότητα στις τράπεζες της χώρας αυτής με ψηλότερο επιτόκιο διότι ο κίνδυνος να χάσει η ΕΚΤ τα χρήματα της είναι πολύ μεγαλύτερος.
Οι τράπεζες συνηθίζουν να δανείζονται ρευστότητα από την ΕΚΤ όταν την χρειάζονται (π.χ. για νέα δάνεια) ή καταθέτουν ρευστότητα στην ΕΚΤ όταν δεν χρειάζονται τα χρήματα. Επίσης, όταν μια ή περισσότερες τράπεζες αντιμετωπίζουν αιμορραγία καταθέσεων, τότε δανείζονται από την ΕΚΤ για να πληρώσουν τους καταθέτες, οι οποίοι θέλουν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους εδώ και τώρα. Οι καταθέσεις όμως έχουν γίνει δάνεια, τα οποία η τράπεζα θα εισπράξει σε βάθος χρόνου.
Έτσι, μια τράπεζα που χάνει καταθέσεις αναγκάζεται να δανειστεί χρήματα από την ΕΚΤ, με την ελπίδα ότι θα εισπράξει τα δάνεια και θα πληρώσει τα χρήματα (τον γνωστό ELA) που δανείστηκε από την ΕΚΤ. Σύμφωνα με Ευρωπαϊκό Κανονισμό, οι τράπεζες οφείλουν να πληρώσουν τους καταθέτες εντός επτά ημερών, όταν αυτοί ζητήσουν τις καταθέσεις όψεως ή/και τα γραμμάτια τους όταν αυτά λήξουν.
Όσο οι τράπεζες είναι φερέγγυες, δηλαδή τα περιουσιακά τους στοιχεία υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις τους, οι τράπεζες μπορούν να αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ, δεδομένου ότι καταθέτουν τις απαραίτητες εξασφαλίσεις (περιουσιακά στοιχεία). Αν σε κάποια στιγμή μια τράπεζα δεν είναι πλέον φερέγγυα ή δεν έχει άλλες εξασφαλίσεις, τότε η παροχή ρευστότητας τερματίζεται. Η ρευστότητα τερματίζεται επίσης όταν τα ομόλογα της χώρας όπου δραστηριοποιούνται οι τράπεζες βαθμολογούνται ως «σκουπίδια» και η χώρα δεν βρίσκεται σε πρόγραμμα.
Ο λόγος λοιπόν που η ΕΚΤ σταμάτησε να χορηγεί επιπρόσθετη ρευστότητα στις Ελληνικές εμπορικές τράπεζες είναι διότι η χώρα παραβίασε τους όρους του τρέχοντος προγράμματος και οι διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία είχαν διακοπεί, άρα δεν υπήρχε προοπτική για συμφωνία. Με αυτά τα δεδομένα, ο κίνδυνος για την ΕΚΤ να χάσει τα χρήματα που έχει δώσει είναι αυξημένος, και γι’ αυτό αποφάσισε να μην δώσει άλλα χρήματα. Άλλωστε αυτό αναφέρεται στους κανονισμούς λειτουργίας της ΕΚΤ.
Ήδη, η ΕΚΤ έχει δώσε στις Ελληνικές τράπεζες €89 δις ευρώ σε έκτακτη ρευστότητα και άλλα €38 δις σε συμβατική ρευστότητα, δηλαδή σύνολο €127 δις. Αν η Ελληνική κυβέρνηση υπογράψει τρίτο μνημόνιο, οι εμπορικές τράπεζες θα αποπληρώσουν την έκτακτη ρευστότητα στην ΕΚΤ από τις εισπράξεις των δανείων που έχουν χορηγήσει. Αν οι τράπεζες δεν εισπράξουν όλα τα δάνεια που έχουν χορηγήσει και καταγράψουν μεγάλες ζημιές, τότε ενδεχομένως να χρειαστούν και φρέσκα κεφάλαια .