True story. Την περασμένη βδομάδα είδα ένα πολύ ζωντανό και πολύ τρισδιάστατο όνειρο, στο οποίο με είχε πιάσει όμηρο ο Τραμπ – ναι, αυτός που καταλάβατε – και με απομόνωσε σ’ ένα σκοτεινό χώρο σαν κοντέινερ. Μόλις συνειδητοποίησα ότι θα με αποκεφάλιζε, προσπάθησα να τρέξω, να φωνάξω, να σωθώ. Όμως όλα κινούνταν σε αργή κίνηση. Τα πόδια μου, τα χέρια μου ήταν σαν να είχαν βάρος ενός ελέφαντα. Προσπαθούσε να φωνάξω για βοήθεια, αλλά η φωνή μου ακουγόταν σαν μασημένη κασέτα. Τελικά έβγαλα μια κραυγή, αληθινή και αμέσως ένιωσα το χέρι της γυναίκας μου που με σκουντούσε. Τι έγινε και φωνάζεις, μου λέει. Για μερικά δευτερόλεπτα την κοιτούσα αποσβολωμένος και μετά ψέλλισα κάτι τύπου, άσε θα σου πω αύριο. Γιατί ο Τραμπ; Ούτε που ξέρω. Προφανώς κάποιο υποσυνείδητο κουβάρι έψαχνε για εκτόνωση. Τέλος πάντων.
Προσπαθώντας, λοιπόν, να συνάξω και να συντάξω σκέψεις και λέξεις για ένα κείμενο σχετικά με την ηλεκτρική διασύνδεση, ήρθε αυτό το όνειρο στη θύμησή μου. Γιατί άραγε; Οι νέες πρακτικές των σύγχρονων κρατών που θέλουν να δουν προκοπή, κινούνται με ταχύτητα, χωρίς να παρακάμπτουν τη διαφάνεια. Μεθοδικά και αποτελεσματικά, με απτά και θετικά αποτελέσματα. Στη βραχονησίδα μας, ακόμη και η διεκπεραίωση ενός δρόμου περνάει από χίλια μύρια κύματα: Καθυστέρηση στη μελέτη, καταγγελία του διαγωνισμού, νέος διαγωνισμός, αύξηση του κόστους, παρασκήνιο από τον τάδε επώνυμο γιατί περνάει από τη γη του, νέα χάραξη πορείας, έναρξη έργων μετά από τεράστια καθυστέρηση, καταγγελία του κράτους για χρήση υποδεέστερων υλικών, άρνηση του εργολάβου για διόρθωση, νέα αύξηση κόστους… και πάει κλαίγοντας. Κάπως έτσι εκτυλίσσεται και το θρίλερ με το περιβόητο καλώδιο Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας. Όλα σε ένα βασανιστικό slow motion.
Αν υπάρχει ένα έργο που να έχει αποκτήσει σχεδόν μυθικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, είναι αυτό. Ένα καλώδιο που έχει φορτωθεί περισσότερες προσδοκίες απ’ όσες μπορεί να σηκώσει ένα μεταλλικό σύρμα, και που κάθε τόσο μοιάζει έτοιμο να πάρει μπροστά, μόνο και μόνο για να ξαναμείνει σε αναμονή. Τώρα, με τη νέα μελέτη που έχει ζητηθεί, η ιστορία μπαίνει σε μια ακόμη στροφή. Μια στροφή που θα κρίνει τι μέλλει γενέσθαι. Προχωράμε ή ανακυκλωνόμαστε σε ακόμη έναν κύκλο αβεβαιότητας.
Το παράδοξο είναι ότι όλοι (λένε ότι) θέλουν αυτό το έργο, αλλά ο καθένας για τον δικό του λόγο. Η Κύπρος το βλέπει ως μονόδρομο για ενεργειακή ασφάλεια και απεξάρτηση από τα καύσιμα. Το ίδιο και το Ισραήλ αλλά δεν φαίνεται να καίγεται – φήμες το θέλουν να κάνει πίσω. Η Ελλάδα το βλέπει ως ευκαιρία να ενισχύσει τον ρόλο της στην περιοχή και να καταστεί συνδετικός κρίκος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση το βλέπει ως κομμάτι του γρίφου της ενεργειακής της αυτονομίας από εξωγενείς πιέσεις. Κι από την άλλη υπάρχουν και οι - πιθανοί - επενδυτές, αλλά και οι αμερικανικές εταιρείες που κοιτούν σοβαρά την περιοχή και θα μπορούσαν να αποτελέσουν εγγύηση ασφάλειας έναντι απειλών. Ναι, υπάρχει ενδιαφέρον και μάλιστα υψηλού επιπέδου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι είναι πρόθυμοι με όρους. Γι’ αυτό και η νέα μελέτη που εξαγγέλθηκε.
Η Κύπρος και η Ελλάδα θέλουν να ξέρουν τι πραγματικά αναλαμβάνουν, ποιο είναι το τελικό κόστος, ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν, και —το βασικότερο— ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο αν κάτι πάει στραβά. Κανείς δεν θέλει να βρεθεί να κουβαλά την ευθύνη ενός έργου που μπορεί να ξεφύγει οικονομικά. Η μελέτη είναι ουσιαστικά το pause που πρέπει να πατηθεί, αλλά και το fast forward που όλοι ελπίζουν πως θα ακολουθήσει. Όμως pause σημαίνει χρόνος, και ο χρόνος είναι πάντα εχθρός τέτοιων έργων: όσο αργούμε, τόσο μεγαλώνουν τα κόστη, τόσο βαραίνει η συζήτηση και τόσο κουράζεται η κοινή γνώμη.
Η ουσία είναι ότι τα εμπόδια δεν είναι τεχνικά. Τα καλώδια τραβιούνται, τα βάθη ξεπερνιούνται, οι τεχνολογίες υπάρχουν. Τα εμπόδια είναι πολιτικά, οικονομικά και χρονικά. Πολιτικά, γιατί πρέπει να συμφωνήσουν τρεις χώρες με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς φόβους. Οικονομικά, γιατί το ποσό είναι τεράστιο και οι αποδόσεις δεν πρόκειται να φανούν αύριο. Και χρονικά, γιατί η Ευρώπη μπορεί να χρειάζεται αυτό το έργο, αλλά δεν θα την περιμένει και για πάντα. Οι ενεργειακές ισορροπίες αλλάζουν γρήγορα και ό,τι σήμερα είναι κρίσιμο, σε πέντε χρόνια μπορεί να έχει ξεπεραστεί από άλλες λύσεις, άλλες τεχνολογίες ή άλλες προτεραιότητες.
Παρόλα αυτά, τα υπέρ είναι ουσιαστικά: Η Κύπρος θα αποκτήσει πραγματική ενεργειακή ασφάλεια, όχι θεωρητική. Η Ελλάδα θα εδραιώσει τη θέση της ως ενεργειακός κόμβος. Η ΕΕ θα έχει μια νέα, σταθερή ενεργειακή γέφυρα. Και οι επενδυτές θα μπουν σε ένα έργο με σαφές, μακροπρόθεσμο όφελος, αρκεί να περιοριστούν οι αβεβαιότητες.
Γι’ αυτό αξίζει να σκεφτεί κανείς και τα δύο πιθανά σενάρια από τη νέα μελέτη. Αν η μελέτη είναι θετική, το έργο αποκτά οξυγόνο. Η Κομισιόν θα στηρίξει, οι επενδυτές θα νιώσουν ασφαλέστεροι, οι τρεις χώρες θα δεσμευτούν επιτέλους σε χρονοδιάγραμμα. Δεν θα γίνει αύριο, αλλά θα γίνει. Αν όμως η μελέτη είναι αρνητική, το έργο δεν θα ακυρωθεί επίσημα. Κανείς δεν θέλει να χρεωθεί κάτι τέτοιο. Θα «παγώσει» σε μια κατάσταση όπου ούτε προχωρά ούτε καταργείται. Θα χάσει την προτεραιότητα, θα αποδυναμωθεί το ενδιαφέρον των επενδυτών και η συζήτηση θα στραφεί σε πιο μικρές, πιο ρεαλιστικές λύσεις.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε ξανά στο ίδιο ερώτημα. Πού πάμε; Το καλώδιο είναι σε ένα σημείο όπου είτε θα ξεκολλήσει και θα μετατραπεί στο έργο που όλοι υπόσχονται, είτε θα παραμείνει ένα σύμβολο ευγενών προθέσεων χωρίς αντίκρισμα. Η νέα μελέτη θα μας πει πολλά. Μέχρι τότε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίζουμε πως αυτή τη φορά δεν ξυπνήσουμε καταϊδρωμένοι στη μέση της νύχτας διερωτώμενοι τι είναι αυτό που μόλις έχουμε πάθει λες και δεν βλέπαμε τα σημάδια.
Quo vadis, λοιπόν, καλώδιο; Πλησιάζει η ώρα να το μάθουμε.
Ή μήπως όχι;







