Η Capital Intelligence Ratings (CI Ratings ή CI) ανακοίνωσε το βράδυ της Παρασκευής ότι επιβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση ξένου συναλλάγματος (LT FCR) της Κυπριακής Δημοκρατίας στο «BBB+». Ταυτόχρονα, η CI Ratings επιβεβαίωσε την βραχυπρόθεσμη FCR (ST FCR) της χώρας στο «A2», προσθέτοντας. Οι προοπτικές για τις αξιολογήσεις παραμένουν σταθερές.
Σε ανακοίνωσή της, η CI Ratings αναφέρει ότι «οι αξιολογήσεις αντανακλούν τη διαρκή ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνεχή μείωση των βραχυπρόθεσμων έως μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών κινδύνων». Σημειώνει επίσης ότι «αυτή η βελτίωση υποστηρίζεται από τα επίμονα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης, τις χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες και τη σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους».
«Η ενεργή διαχείριση του προφίλ λήξης του χρέους έχει βοηθήσει στον μετριασμό των κινδύνων αναχρηματοδότησης, ενώ ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα προσφέρει ισχυρή προστασία έναντι βραχυπρόθεσμων σοκ και εξωτερικών αντιξοοτήτων. Οι αξιολογήσεις λαμβάνουν επίσης υπόψιν τη σταδιακή μείωση των ενδεχόμενων υποχρεώσεων που συνδέονται με τον τραπεζικό τομέα, υποστηριζόμενη από τη σημαντική μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των κυπριακών τραπεζών», αναφέρει η ανακοίνωση.
Προσθέτει επίσης ότι «οι αξιολογήσεις εξακολουθούν να υποστηρίζονται από την ισχυρή και ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου - μεταξύ των ισχυρότερων στη ζώνη του ευρώ - μαζί με το υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τις ισχυρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων και τα θεσμικά και οικονομικά οφέλη της ένταξης στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Η CI Ratings επισημαίνει ότι «οι αξιολογήσεις περιορίζονται από διαρθρωτικές προκλήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, αυξημένο εξωτερικό χρέος, πολύ υψηλές ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης και αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους».
«Περαιτέρω περιορισμοί προκύπτουν από το ακόμη σημαντικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που διαχειρίζονται εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΑΠ), την αργή πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των δυσκαμψιών της αγοράς εργασίας, την αύξηση του κόστους ζωής και των αδυναμιών στην παραγωγικότητα, καθώς και τις μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές πιέσεις που προκύπτουν από το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓεΣΥ) και τη γήρανση του πληθυσμού», σημειώνει.
«Κοιτάζοντας μπροστά, το CI αναμένει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί περαιτέρω στο 61,1% του ΑΕΠ το 2025 και στο 56,8% το 2026, η οποία θα είναι η πρώτη φορά από το 2010 που ο λόγος χρέους θα είναι κάτω από το όριο του 60,0% της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Οι λήξεις του χρέους – που εκτιμώνται σε 1,8 δισ. ευρώ (5,1% του ΑΕΠ) το 2025 και 2,3 δισ. ευρώ (5,7% του ΑΕΠ) το 2026 – είναι διαχειρίσιμες και δεν δημιουργούν προκλήσεις αναχρηματοδότησης. Επιπλέον, η CI αναμένει ότι η γενική δημοσιονομική θέση θα καταγράψει μέσο πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το 2025-27», αναφέρει η CI Ratings.
Σημειώνει επίσης ότι «οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης μειώνονται, χάρη στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, μια ευνοϊκή δομή λήξης και τις χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (που προβλέπεται στο 3,1% του ΑΕΠ το 2025). Η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικά ταμειακά αποθέματα ισοδύναμα με περίπου 11% του ΑΕΠ, επαρκή για να καλύψουν περίπου το 300% των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών για τουλάχιστον τους επόμενους 12 μήνες», προσθέτει.
«Οι προοπτικές για τα δημόσια οικονομικά είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένες. Κίνδυνοι θα μπορούσαν να προκύψουν εάν η δημοσιονομική πειθαρχία αποδυναμωθεί, ιδίως εάν οι αυξανόμενες δαπάνες για επιδοτήσεις, κοινωνική πρόνοια και μισθούς του δημοσίου υπερβούν την αύξηση των εσόδων».
«Οι κίνδυνοι καθοδικής πορείας για το ΑΕΠ θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τα φορολογικά έσοδα», επισημαίνει η CI Ratings, προσθέτοντας ότι «μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές πιέσεις ενδέχεται να προκύψουν από μεγάλα επενδυτικά έργα, ιδίως τον καθυστερημένο τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου (με πιθανό δημοσιονομικό κόστος έως και 1% του ΑΕΠ) και τον Great Sea Interconnector, οι οποίοι θα μπορούσαν προσωρινά να επιβαρύνουν τα δημοσιονομικά ισοζύγια».
«Πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένου του κρατικά εγγυημένου χρέους των δημόσιων φορέων, του αυξανόμενου κόστους του ΓεΣΥ και των συνεχιζόμενων νομικών διαφορών.
Σύμφωνα με την έκθεση δημοσιονομικού κινδύνου του Υπουργείου Οικονομικών, οι υποχρεώσεις των δημόσιων φορέων ανήλθαν στο 8,4% του ΑΕΠ το 2023, με το 10,9% αυτού του χρέους να ταξινομείται ως μη εξυπηρετούμενο, συγκεντρωμένο σε φορείς που εξαρτώνται από επιδοτήσεις και έχουν υψηλό λειτουργικό κόστος. Οι ρητές δημόσιες εγγυήσεις μειώθηκαν σε περίπου 4,4% του ΑΕΠ το 2024 και συνδέονται κυρίως με την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και την Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Κύπρου (ΚΕΔΙΠΕΣ)», αναφέρει η ανακοίνωση.
Προσθέτει περαιτέρω ότι «το Ταμείο του ΓεΣΥ κατέγραψε μέτριο πλεόνασμα 113 εκατ. ευρώ (0,3% του ΑΕΠ) το 2024 και συσσωρευμένα αποθεματικά 707 εκατ. ευρώ (ισοδύναμα με 4,6 μήνες πληρωμών). Ωστόσο, η αύξηση των δαπανών λόγω δημογραφικών παραγόντων αναμένεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική του απόδοση βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα.»
«Οι κίνδυνοι από το τραπεζικό σύστημα συνεχίζουν να υποχωρούν. Το μέγεθος του τομέα μειώθηκε στο 187,0% του ΑΕΠ τον Ιούλιο του 2025, από 195,4% το 2024, ενώ η κεφαλαιοποίηση παραμένει ισχυρή. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο 5,9% του συνόλου των δανείων τον Μάιο του 2025 (από 6,2% τον Δεκέμβριο του 2024), με την κάλυψη των προβλέψεων να αυξάνεται οριακά στο 61,0% (από 59,9%)», επισημαίνει η CI Ratings.
«Τα αναδιαρθρωμένα δάνεια μειώθηκαν επίσης στο 5,0% του συνόλου των δανείων τον Ιούλιο του 2025, σε σύγκριση με 5,3% το 2024 και 11,2% το 2022. Οι τράπεζες παραμένουν κεφαλαιοποιημένες, με μέσο δείκτη CET1 26,3% τον Ιούνιο του 2025 - τον υψηλότερο στην ΕΕ. Οι δείκτες ρευστότητας και κερδοφορίας ήταν επίσης υγιείς», προσθέτει.
«Η ποιότητα του ενεργητικού έχει βελτιωθεί παράλληλα με την αύξηση της απασχόλησης, την αύξηση των πραγματικών μισθών και τη σημαντική απομόχλευση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα έχει μειωθεί στο μισό την τελευταία δεκαετία, μειούμενο στο 171,2% του ΑΕΠ τον Μάρτιο του 2025 (180,2% τον Δεκέμβριο του 2024, 341,0% τον Δεκέμβριο του 2013). Εξαιρώντας τις οντότητες ειδικού σκοπού (SPEs), το ιδιωτικό χρέος διαμορφώθηκε στο 128% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2025, πιο κοντά (αλλά ακόμα πάνω από) στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ που είναι περίπου 110%», επισημαίνει η CI Ratings.
«Παρ' όλα αυτά, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι ΕΑΠ συνεχίζει να επηρεάζει τις αξιολογήσεις. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ιδιωτικού τομέα που διαχειρίζονται οι ΕΑΠ ανήλθαν σε 19,7 δισ. ευρώ (55,8% του ΑΕΠ) τον Ιούνιο του 2025, εκ των οποίων το 94,0% ταξινομήθηκε ως μη εξυπηρετούμενα», σημειώνει.
«Παρά τις επίμονες εξωτερικές αντιξοότητες, η οικονομική ανάπτυξη παραμένει θετική. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3,3% το πρώτο εξάμηνο του 2025, από 3,6% το πρώτο εξάμηνο του 2024, αντανακλώντας την ισχυρή ανάπτυξη στους κύριους τομείς της οικονομίας, ιδίως στη φιλοξενία, τις κατασκευές, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο και τις ΤΠΕ», αναφέρει η CI Ratings.
Προσθέτει ακόμη ότι αναμένει «ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 3,2% το 2025-26, επωφελούμενο από τη βελτίωση της εγχώριας ζήτησης, τις καθαρές εξαγωγές και τις συνεχιζόμενες επενδύσεις σε πολλές οικονομικές δραστηριότητες, υποστηριζόμενες εν μέρει από τη χρηματοδότηση του RRF και τις εισροές ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων». Σημειώνει επίσης ότι «το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν υψηλό στα 34.495 ευρώ το 2024 και θεωρείται υποστηρικτικός παράγοντας για τις αξιολογήσεις. Η ανεργία μειώθηκε στο 4,9% το 2024, από 5,4% το 2023».
«Η εξωτερική ισχύς είναι μέτρια λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του πολύ υψηλού εξωτερικού χρέους. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 6,1% του ΑΕΠ το 2025 (από 8,3% το 2024), αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, καθώς και τη βελτίωση των καθαρών εξαγωγών αγαθών. Το εξωτερικό χρέος - εξαιρουμένων των ΟΕΣ - μειώθηκε στο 167,2% του ΑΕΠ τον Μάρτιο του 2025, από 177,9% τον Δεκέμβριο του 2024», αναφέρει η ανακοίνωση.