Ο τελικός δασμός για τις εισαγωγές προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κοντά στο 22%, με πιθανή περαιτέρω αύξηση στους ευαίσθητους τομείς που είναι κρίσιμοι για την εθνική ασφάλεια, σύμφωνα με το Center for Geopolitics της JPMorgan.
Στην έκθεση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, τονίζεται ότι οι δασμοί αντιμετωπίζονται από το σύνολο του αμερικανικού Κογκρέσου, ανεξαρτήτως πολιτικής παράταξης, ως βασικό εργαλείο για την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανικής βάσης σε στρατηγικούς κλάδους, όπως οι ημιαγωγοί και η άμυνα.
Αυτό καθιστά εξαιρετικά απίθανη την κατάργησή τους ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Παρά την αντίληψη πολλών στην αγορά ότι οι δασμοί αποτελούν κυρίως διαπραγματευτικό όπλο, η JPMorgan περιγράφει μια πιο σύνθετη εικόνα για το εμπορικό περιβάλλον.
Οι πρόσφατες εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ δημιούργησαν προσδοκίες για πιο ήπια στάση από τον Λευκό Οίκο, ωστόσο η έκθεση απορρίπτει την ιδέα επιστροφής στις πολιτικές χαμηλών δασμών της προ Τραμπ εποχής.
Όπως αναφέρεται, ακόμη και αν ο επόμενος πρόεδρος θελήσει να εφαρμόσει μια πιο φιλελεύθερη εμπορική προσέγγιση, θα βρεθεί αντιμέτωπος με σημαντικές δυσκολίες στην αναίρεση του δασμολογικού πλαισίου που έχει θεσπιστεί.
Με την πάροδο του χρόνου, οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν τα επενδυτικά τους σχέδια στη νέα πραγματικότητα, περιορίζοντας τις πιθανότητες επαναφοράς του παλαιού καθεστώτος.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με έκθεση του JPMorgan Chase Institute που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, η εφαρμογή των νέων δασμών διεθνώς -όπως ανακοινώθηκε στις 2 Απριλίου- μεταφράζεται σε άμεσο κόστος εισαγωγής ύψους 187,7 δις δολαρίων για τις μεσαίες επιχειρήσεις, ποσό που είναι τουλάχιστον έξι φορές μεγαλύτερο σε σύγκριση με την αρχή του 2025.