Οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους φαίνεται ότι έχουν κερδίσει το «παιχνίδι» επικρατώντας ανά το παγκόσμιο και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή αγορά, προσφέροντας ένα «επαναστατικά» διαμορφωμένο προϊόν, που στην πορεία, έχει αναδιαμορφώσει την ταξιδιωτική βιομηχανία.
Η τάση επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι 4 από τις 10 μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες στον κόσμο είναι χαμηλού κόστους: η αμερικανική Southwest, οι Ευρωπαϊκές Ryanair και easyJet- η οποία πλέον υιοθετεί στη λειτουργία της στοιχεία διαφόρων μοντέλων αεροπορικών εταιρειών- και η ινδική Indigo.
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι Ryanair και easyJet, αποτελούν τις πρώτες εταιρείες στην Ευρώπη, που εισήγαγαν το μοντέλο χαμηλού κόστους LCC (low-cost carrier) και το παράδειγμά τους ακολούθησαν αρκετές εταιρείες τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, μια άλλη ραγδαία αναπτυσσόμενη εταιρεία χαμηλού κόστους είναι η Wizz Air, η οποία λειτουργεί από το 2003.
Σήμερα, έφτασε να διαθέτει βάσεις σε περισσότερα από 30 αεροδρόμια, σε 16 διαφορετικές χώρες, ενώ το δίκτυο προορισμών της περιλαμβάνει πέραν των 200 αεροδρομίων σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή.
Τα επόμενα χρόνια ο στόλος της αναμένεται να μεγαλώσει, καθώς η εταιρεία έχει ήδη προβεί στην αγορά περισσότερων από 100 νέων αεροσκαφών, τα οποία θα παραδοθούν σταδιακά μέχρι το 2028.
Επίσης, μεγάλοι ομίλοι της αεροπορικής βιομηχανίας αντιλήφθηκαν τη δυναμική αυτού του μοντέλου και προσαρμοζόμενοι στα νέα δεδομένα, δημιούργησαν θυγατρικές εταιρείες με στοιχεία του μοντέλου χαμηλού κόστους.
Κάποιες από αυτές είναι η Transavia, θυγατρική του Ομίλου Air France-KLM, η Vueling, θυγατρική του ομίλου IAG (British Airways, Iberia κ.ά.) και η Eurowings, θυγατρική του ομίλου Lufthansa Group.
Η πορεία τους προς την ανάπτυξη
Οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους ξεκίνησαν τον «καλπασμό» τους προς την κορυφή από τη δεκαετία του '90. Στα χρόνια που ακολούθησαν, επεκτάθηκαν σε ευρεία κλίμακα, με τον αριθμό επιβατών τους να πολλαπλασιάζεται, παρέχοντας την ευκαιρία στο κοινό να ταξιδέψει με αρκετά φθηνότερα ναύλα προς προορισμούς αναψυχής της Μεσογείου.
Με το πέρασμα των χρόνων, αυξάνοντας τον στόλο τους και κερδίζοντας την προτίμηση των ταξιδιωτών, οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους διεύρυναν το δίκτυο προορισμών τους, μετατοπίζοντας κάποια από τα συνηθισμένα δρομολόγια τους από προορισμούς αναψυχής, σε λιγότερο δημοφιλή αεροδρόμια.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να δημιουργήσουν αυξημένη ζήτηση για ταξίδια σε ποικίλους προορισμούς, μετατρέποντας το ταξίδι με αεροπλάνο, από είδος πολυτελείας, σε αγαθό βασικής ανάγκης.
Σύμφωνα με αναλυτή της OAG, οι εταιρείες χαμηλού κόστους κινήθηκαν αρκετά πιο γρήγορα σε σχέση με άλλους αερομεταφορείς, ώστε να επωφεληθούν από το πλεονέκτημα που δημιούργησαν στη ζήτηση ταξιδιών, με αρκετά ανταγωνιστικά ναύλα και προσφορές.
Φθηνά ναύλα, περισσότερες ταξιδιωτικές επιλογές
Ταυτόχρονα, τα φθηνότερα ναύλα που προσφέρουν οι εταιρείες αυτές, λόγω των χαμηλών λειτουργικών τους κόστων, είναι αρκετά ελκυστικά για τους επιβάτες, με τις παραδοσιακές εταιρείες να μην βρίσκονται σε θέση να προσφέρουν ναύλα σε αυτό το επίπεδο.
Αυτό προκύπτει από διάφορους παράγοντες όπως η παροχή πρόσθετων υπηρεσιών επί πληρωμή (π.χ. γεύμα/επιλογή θέσης), ενώ όσον αφορά την επιχειρησιακή τους λειτουργία πραγματοποιούν πτήσεις με το μέγιστο αριθμό επιβατών στο αεροσκάφος και την ίδια ώρα τα αεροσκάφη τους πετούν όσο το δυνατόν περισσότερες πτήσεις μέσα στη μέρα.
Το διευρυμένο δίκτυο προορισμών, η σύνδεση πόλεων μεταξύ των οποίων άλλες αερογραμμές δεν πραγματοποιούν δρομολόγια και τα χαμηλά ναύλα που προσφέρουν σήμερα, παρέχουν τη δυνατότητα σε εκατομμύρια ταξιδιώτες να μεταβαίνουν γρήγορα και οικονομικά στους προορισμούς που επιθυμούν, κερδίζοντας έτσι την προτίμηση τους.
Παρόλες τις ιδιαιτερότητές τους, αποδεικνύεται ότι η συνεισφορά των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους στη συνδεσιμότητα και στην ανάπτυξη του τουρισμού σε διάφορους προορισμούς, με αποτέλεσμα την εισροή ουσιαστικών πόρων στις τοπικές οικονομίες, είναι αδιαμφισβήτητη.
Πηγές: OAG και Telegraph