Τουρισμός: Η πορεία και τα εμπόδια προς τη Βιώσιμη Ανάπτυξη
Άκης Βαβλίτης 11:32 - 10 Απριλίου 2023
Η κανονικότητα τα τελευταία χρόνια αποτελεί πλέον την εξαίρεση και όχι τον κανόνα ενώ ταυτόχρονα ο τουρισμός καλείται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις και να πορευθεί προς τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Το παγκόσμιο σκηνικό έχει αλλάξει δραστικά, συνεπεία των συχνών και μερικές φορές μεγάλων και απροειδοποίητων κρίσεων, που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την εύθραυστη τουριστική οικονομία. Αν επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε όλα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια θα δούμε ότι από τον Σεπτέμβριο του 2019 και την πτώχευση της Thomas Cook, οδηγηθήκαμε στην παγκόσμια υγειονομική κρίση του 2020- 21, ακολούθως στις επιπτώσεις της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το Φεβρουάριο του 2022. Η κοινή συνισταμένη σε όλες τις προηγούμενες, και τυχόν επόμενες κρίσεις, είναι η αβεβαιότητα με όλες τις συνεπακόλουθες αρνητικές συνέπειες στον τουριστικό τομέα και όχι μόνο.
Ωστόσο, η πορεία προς τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του τουρισμού δεν διακόπτεται ούτε λόγω της αβεβαιότητας, ούτε λόγω απρόβλεπτων γεγονότων. Γι’ αυτό ακριβώς και στο φετινό Συνέδριο του ΣΤΕΚ επιλέξαμε ως θεματική «Τουρισμός: Η πορεία προς τη Βιώσιμη Ανάπτυξη». Ωστόσο, όλα τα παραπάνω συνδυαζόμενα με τον πληθωρισμό έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ» αυξήσεων επηρεάζοντας αρνητικά την ανθεκτικότητα του τομέα. Πρόκειται για ζητήματα στα οποία πρέπει να εγκύψουμε αν θέλουμε να επιτύχουμε πραγματική βιώσιμη ανάπτυξη του τουριστικού τομέα και της κυπριακής οικονομίας γενικότερα.
Λειτουργικές και άλλες δαπάνες
Το ενεργειακό κόστος, ηλεκτρικό ρεύμα – πετρέλαιο – γκάζι, έχει αυξηθεί κατά 60% περίπου από το 2019 μέχρι τέλος του 2022. Γίνεται σύγκριση του 2022 με το 2019 και ο λόγος είναι προφανής διότι το 2020 και το 2021 οι ξενοδοχειακές μονάδες είτε παρέμειναν κλειστές είτε υπολειτουργούσαν λόγω της υγειονομικής κρίσης. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα ξενοδοχειακής μονάδας μέλους του ΣΤΕΚ, το οποίο έχει πληρώσει συνολικό κόστος ηλεκτρικού ρεύματος για το 2022 €1.700.000, με ένα
επιπρόσθετο κόστος €600.000 σε σύγκριση με το 2019. Ωστόσο, από το σύνολο του €1.700.000 οι €480.000 (γύρω στο 28%) αφορούσαν στο πρόστιμο για τους ρύπους. Δηλαδή οι επιχειρήσεις και το κάθε νοικοκυριό πληρώνουν πρόστιμο γιατί κάποιοι υπεύθυνοι είτε λόγω ελλείψεων ή παραλείψεων ή από ανεπάρκεια, δεν φρόντισαν έγκαιρα να γίνει η αντικατάσταση του καυσίμου που χρησιμοποιούν οι ηλεκτροπαραγωγοί σταθμοί της ΑΗΚ. Ας δούμε τώρα και το παράλογο. Ενώ οι πλείστες ξενοδοχειακές μονάδες έχουν ξοδέψει τεράστια ποσά για την ενεργειακή τους αναβάθμιση, οι αρμόδιες Αρχές του κράτους αρνούνται πεισματικά να δώσουν άδειες για εγκατάσταση επαρκών φωτοβολταϊκών συστημάτων εντός και εκτός γηπέδου για τη μείωση του κόστους ενέργειας τους, άρα και των ρύπων.
Την ίδια ώρα, το μισθολογικό κόστος έχει αυξηθεί κατ’ ελάχιστο τα τελευταία τρία χρόνια μεταξύ 15% - 20%. Το κόστος πρώτων υλών για τρόφιμα ως επίσης και για ποτά έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια μεταξύ 15%-40%. Το κόστος συντηρήσεων, αναβαθμίσεων και ανακαινίσεων εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί πέραν του 20%. Αυξημένο είναι πλέον και το κόστος του χρήματος εάν αναλογιστούμε ότι τα επιτόκια έχουν αυξηθεί τους τελευταίους 10 μήνες κατά 3,5%. Αυτό μεταφράζεται σε ένα επιπρόσθετο κόστος της τάξης των €35.000 για κάθε €1.000.000 δανεισμού επί ετησίας βάσεως. Άρα για €5.000.000 δανεισμό το επιπρόσθετο κόστος είναι €175.000 και για €10.000.000 είναι €350.000 ετησίως.
Η πιο πάνω απαρίθμηση φυσικά δεν είναι εξαντλητική, αλλά ενδεικτική των παραγόντων που επηρεάζουν δυσμενώς την ανταγωνιστικότητα, την κερδοφορία και σε ορισμένες περιπτώσεις τη βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Να υπενθυμίσουμε και τις συσσωρευμένες ζημιές των τελευταίων δύο-τριών χρόνων που είχε η πλειοψηφία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, λόγω Covid-19 και της απώλειας της Ρωσικής αγοράς.
Κάποιοι εύλογα θα διερωτηθούν γιατί οι ξενοδόχοι δεν έχουν φροντίσει να μετακυλήσουν το κόστος στους πελάτες τους. Η απάντηση είναι απλή. Το 2020 ήταν σαν να μην υπήρξε, ενώ για το 2021 και το 2022 λόγω της αβεβαιότητας που επικράτησε με την υγειονομική κρίση, η εξασφάλιση οποιωνδήποτε λογικών αυξήσεων ήταν σχεδόν αδύνατη. Οι περιορισμένες αυξήσεις για το 2023 με μειωμένη διαπραγματευτική ισχύ, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης από την Ρωσική αγορά και του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, σίγουρα δεν αντισταθμίζουν την δραματική αύξηση του κόστους των τριών τελευταίων χρόνων.
Εθνικός στόχος
Υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, οι τουριστικές επιχειρήσεις καλούνται επιτακτικά, να προσαρμοστούν μέσα στα επόμενα μερικά χρόνια για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία και να εφαρμόσουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Γι’ αυτό θεωρούμε αναγκαίο να προσφερθούν στην πληγείσα ξενοδοχειακή βιομηχανία ειδικά σχέδια χορηγιών γι’ αυτής της μορφής επενδύσεων ώστε να υποβοηθηθεί και να εισέλθει στην εποχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Επιπλέον για να δοθεί μια μικρή ανάσα στις επιχειρήσεις του κλάδου εισηγούμαστε τη μείωση του ΦΠΑ από το 9% στο 5% μόνο για τη διαμονή για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά ζητήματα στα οποία όμως δεν θα επεκταθώ σε βάθος σ’ αυτό το άρθρο. Ενδεικτικά σημειώνω το τεράστιο ζήτημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, την ανάγκη απεξάρτησης από συγκεκριμένες αγορές και την ανάγκη το Υφυπουργείο Τουρισμού να έχει περισσότερες οριζόντιες αρμοδιότητες.
Ο ΣΤΕΚ, ο οποίος πρεσβεύει ότι «ο ποιοτικός τουρισμός είναι μονόδρομος», κλείνει φέτος 25 χρόνια δράσης και προσφοράς. Ιδρύθηκε για να αποτελέσει μια πρόσθετη αντικειμενική και α-πολίτικη φωνή και μια βαρύνουσα παρουσία στο τουριστικό μας γίγνεσθαι. Καταληκτικά, θα επικαλεστώ μία φράση που είπε ο Ιπποκράτης πριν από σχεδόν2.400 χρόνια: «Η τροφή σου είναι το φάρμακο σου και το φάρμακο σου είναι η τροφή σου». Παραφράζοντας το εμείς λέμε ότι «η βιωσιμότητα του τουρισμού μας είναι η ποιότητα και η ποιότητα είναι η βιωσιμότητα του τουρισμού μας».
*Πρόεδρος ΣΤΕΚ