Λουίς Ντε Γκίντος: Αδιαπραγμάτευτος ο μεσοπρόθεσμος στόχος έγκαιρης επιστροφής του πληθωρισμού στο 2%
Δόνα Καπαρτή 16:00 - 04 Οκτωβρίου 2023
Την αποφασιστικότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, μετέφερε στην Κύπρο ο αντιπρόεδρός της, Λουίς ντε Γκίντος ο οποιος, αιτιολόγησε ταυτόχρονα τις αποφάσεις που πάρθηκαν και προέβη σε εκτιμήσεις για την πορεία της ευρωζώνης και νευραλγικών τομέων που την απαρτίζουν.
Ο Λουίς ντε Γκίντος βρέθηκε στην Κύπρο μετά από πρόσκληση που δέχτηκε από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (ΚΤΚ) Κωνσταντίνο Ηροδότου και συμμετείχε στο 1ο ετήσιο συνέδριο της ΚΤΚ, υπό τον τίτλο «Ο ρόλος της Νομισματικής Πολιτικής στην αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων».
«Η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%», διεμήνυσε ο αξιωματούχος, αιτιλογώντας έτσι την απόφαση να αύξησης των τριών βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου.
Οι τρεις παράγοντες
Εξήγησε πως η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στα τρία σκέλη: Πρώτον, στις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, δεύτερον, στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και τρίτον, στην ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
«Έχοντας αυξήσει τα επιτόκια συνολικά κατά 450 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο του 2022, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν πλέον φθάσει σε επίπεδα που, αν διατηρηθούν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα συμβάλουν ουσιαστικά στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο μας», είπε, για να προσθέσει ότι θα συνεχίσουν να ακολουθούν μια προσέγγιση που θα βασίζεται στα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας της τρέχουσας νομισματικής πολιτικής.
Είπε πως στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα, αξιολογείται συνεχώς ο τρόπος με τον οποίο η νομισματική πολιτική μεταδίδεται στις συνθήκες χρηματοδότησης, στην πραγματική οικονομία και, τελικά, στον πληθωρισμό.
Σε καλό δρόμο
Επιπλέον, τα επιτόκια του ανεξόφλητου χρέους θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθώς τα δάνεια ανατιμολογούνται σταδιακά. Συνολικά, κατά την άποψή του, η μετάδοση της σύσφιξης της πολιτικής στις συνθήκες χρηματοδότησης φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Το δεύτερο σκέλος της μετάδοσης σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές στις συνθήκες χρηματοδότησης θα επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα, καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προσαρμόζουν ανάλογα τα σχέδιά τους για κατανάλωση, επενδύσεις και αποταμίευση.
«Η μετάδοση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία προχωρά με βραδύτερο ρυθμό, ενώ ένα σημαντικό μέρος της μετάδοσης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη», είπε.
Έκθεση σε κινδύνους
Η ζώνη του ευρώ και η παγκόσμια οικονομία είναι επίσης εκτεθειμένες σε διάφορους κινδύνους που συνοδεύουν αυτή τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, επισήμανε ακολούθως.
Βάσει της τελευταίας μας αξιολόγησης, οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ «κλίνουν προς τα κάτω».
Ενεργεια και τρόφιμα
Οι ανοδικές πιέσεις στο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων -με τις τιμές του πετρελαίου να έχουν ήδη αυξηθεί τους τελευταίους μήνες- και η εξελισσόμενη κλιματική κρίση θα μπορούσαν να ωθήσουν τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων σε υψηλότερα επίπεδα από τα αναμενόμενα, είπε ακόμη.
«Ο ρόλος της δυναμικής των μισθών και της δημοσιονομικής πολιτικής έχει μεγάλη σημασία για τον καθορισμό της μελλοντικής πορείας του πληθωρισμού. Οι μισθοί έχουν καλύψει τη διαφορά- η αύξηση των μισθών ενσωματώνεται επομένως στις προβολές μας, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό.
Ωστόσο, μια διαρκής αύξηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό πάνω από τον στόχο μας, λόγω, για παράδειγμα, υψηλότερων από τις αναμενόμενες αυξήσεις στους μισθούς ή στα περιθώρια κέρδους, θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθωρισμό σε υψηλότερα επίπεδα, μεταξύ άλλων και μεσοπρόθεσμα», συμπλήρωσε.
Ομοίως, καθώς η ενεργειακή κρίση εξασθενεί, οι κυβερνήσεις ανατρέπουν τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Οι προκλήσεις στην επαναφορά του στόχου
Σύμφωνα με τον ίδιο, μια πιο αργή αναδίπλωση αυτής της δημοσιονομικής στήριξης ή μια επεκτατική στάση δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια θα δημιουργούσε, ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για την τιθάσευση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο στόχο της ΕΚΤ.
«Το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον απαιτεί ένα συνεπές μείγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής», υπογράμμισε.
Ρευστό οικονομικό περιβάλλον
Νωρίτερα, εστίασε στο γεγονός ότι, παρά την δυναμική που παρουσιάζει η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία, η ταχύτητα και η έκταση της παραμένουν αβέβαιες, αιτιολογόντας το φαινόμενο αυτό εν μέρει στο ακόμη ρευστό οικονομικό περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε, με τις προοπτικές για τον πληθωρισμό και την οικονομική δραστηριότητα να καθίστανται ιδιαίτερα αβέβαιες λόγω, τόσο των κληρονομικών επιπτώσεων προηγούμενων κλυδωνισμών όσο και των ανανεωμένων κινδύνων.
Επιπλέον, ο τρέχων κύκλος αυξήσεων είναι ιδιάζον με την ακολουθία των αυξήσεων των επιτοκίων να κινείται σε πρωτοφανή ταχύτητα.
Προβαίνοντας σε μια πιο μακροπρόθεσμη θεώρηση, ο Λουίς ντε Γκίντος εκτίμησε πως οι διαρθρωτικές αλλαγές στις οικονομικές αλληλεπιδράσεις ενδέχεται επίσης να ασκήσουν πιέσεις στον πληθωρισμό με ανοδική πορεία.
Επιπτώσεις σε άλλους τομείς
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αλλαγές στις εμπορικές συνήθειες και τις αγορές ενέργειας, οι αυξανόμενοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα και η δέσμευση για την απαλλαγή της οικονομίας από τον άνθρακα, καθώς και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, ενδέχεται να έχουν πιο μακροχρόνιες επιπτώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν μεγαλύτερες προκλήσεις για τη σταθερότητα των τιμών», προειδοποίησε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Ως εκ τούτου, συνέστησε όπως η κάθε αξιολόγηση που βασίζεται σε συγκρίσεις με ιστορικές κανονικότητες και εκτιμήσεις, βασίζεται στην παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο των χρηματοπιστωτικών και οικονομικών συνθηκών.
Υποτονική η δραστηριότητα
Αναφερόμενος στην οικονομική δραστηριότητα της ευρωζώνης, δήλωσε ότι αυτή παρέμεινε σε γενικές γραμμές στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του έτους και πως είναι πιθανό να παραμείνει υποτονική τους επόμενους μήνες.
Μεταξύ άλλων οι περιορισμένες συνθήκες χρηματοδότησης επιβραδύνουν την ανάπτυξη, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης, εκτίμησε. Σχετικά με τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος ήταν ανθεκτικός μέχρι τώρα, ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, αναφέρει πως πλέον αρχίζει τώρα να "αγγίζει" τη μεταποίηση.
Σε χαμηλά επίπεδα η ανεργία
Μίλησε και για την κατάσταση σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας που παραμένει ανθεκτική παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας, με το ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται στο ιστορικά χαμηλό του 6,4% τον Αύγουστο.
«Ωστόσο», διευκρίνισε, «υπάρχουν ενδείξεις ότι η δυναμική της αγοράς εργασίας επιβραδύνεται καθώς η οικονομία εξασθενεί. Ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών για την απασχόληση μειώθηκε σημαντικά μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου του 2023, παρά την ελαφρά άνοδο τον Σεπτέμβριο.
Ο τομέας των υπηρεσιών, ο οποίος αποτελούσε σημαντικό μοχλό αύξησης της απασχόλησης από τα μέσα του 2022, δημιουργεί τώρα επίσης λιγότερες θέσεις εργασίας».
Σχολίασε, ακόμη, το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ αναθεώρησαν προς τα κάτω τις προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ, ιδίως για το τρέχον και το επόμενο έτος, λόγω της μεγαλύτερης συσταλτικής επίδρασης από τη σύσφιξη των συνθηκών χρηματοδότησης και την εξασθένηση του διεθνούς εμπορικού περιβάλλοντος.
Πέραν του βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ αναμένουν ότι η ανάπτυξη θα ανακάμψει λόγω του υψηλότερου πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην αύξηση των μισθών και την πτώση του πληθωρισμού, η οποία θα στηρίξει τις δαπάνες.
Το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει τώρα ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ θα επεκταθεί κατά 0,7% το 2023, 1,0% το 2024 και 1,5% το 2025, ειπε ακόμη κατά τη διάρκεια της ομιλίας του.