H Περί Αποβλήτων Νομοθεσία και το Κυκλικό Μοντέλο Οικονομίας
08:55 - 04 Μαρτίου 2021
Η Διακήρυξη της Στοκχόλμης του 1972 για το Ανθρώπινο Περιβάλλον αναφέρεται στο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα σε ένα περιβάλλον του οποίου η ποιότητα θα επιτρέπει στον άνθρωπο να έχει αξιοπρεπή διαβίωση και ευημερία. Ένα από τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει τόσο η διεθνής και Ευρωπαϊκή κοινότητα, όσο και η Κύπρος, το οποίο είναι στενότατα συνυφασμένο με την έννοια του δικαιώματος σε ένα καθαρό περιβάλλον είναι η διαχείριση αποβλήτων. Λόγω του ιλιγγιώδους πολλαπλασιασμού του όγκου απορριμμάτων, σε μία άκρως παγκοσμιοποιημένη και συνεχώς τεχνολογικά εξελιγμένη κοινότητα, παραδοσιακοί μηχανισμοί και προσεγγίσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς, ενώ έννοιες όπως «επαναχρησιμοποίηση» και «ανακύκλωση» αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και αποτελούν πλέον ακρογωνιαίο λίθο περιβαλλοντικής πολιτικής.
Ιστορικά, οι βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στην Κύπρο σχετικά με τη διάθεση αποβλήτων ήταν η απόρριψη, η ταφή ή η καύση, χωρίς να ακολουθούνται ιδιαίτερα πολύπλοκες διαδικασίες ή να τηρούνται συγκεκριμένες προδιαγραφές. Καταλυτικό ρόλο στην αναβάθμιση και περαιτέρω ανάπτυξη του νομοθετικού πλαισίου, είχε και εξακολουθεί να έχει η υποχρέωση της Κύπρου, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμμορφώνεται με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Το νομοθετικό πλαίσιο στην Κύπρο έχει εναρμονιστεί με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία κυρίως μέσω της θέσπισης του Περί Αποβλήτων Νόμου του 2011 (185(Ι)/2011) ο οποίος υιοθετεί τις βασικές αρχές της Οδηγίας 2008/98/ΕΚ. Δεν υπάρχει όμως επαρκής εξειδικευμένη νομοθεσία σχετικά με συγκεκριμένες κατηγορίες αποβλήτων, ενώ κανονισμοί και διατάγματα είναι είτε δυσεύρετα, είτε περιορισμένης έκτασης. Επίσης, παρόλο που η νομοθεσία επιχειρεί να εντάξει σε ένα πιο σταθερό και ισχυρό πλαίσιο τις έννοιες της επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης, με στόχο τη μετάβαση από μία γραμμική σε μία κυκλική οικονομία, όπου τα απόβλητα θα χρησιμοποιούνται ως πόροι, η πρακτική και ουσιαστική πραγμάτωση των πιο πάνω στόχων υστερεί.
Στη σημερινή εποχή είναι σχεδόν αναπόφευκτο το γεγονός ότι κάθε διαδικασία παραγωγής προϊόντων και κάθε διοχέτευση ενός προϊόντος στην αγορά πρόκειται να οδηγήσουν στην παραγωγή αποβλήτων. Ωστόσο, αυτό που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν ήταν αντιληπτό και πλέον αποτελεί προτεραιότητα είναι η αξιοποίηση των αποβλήτων μιας βιομηχανίας ως πρώτη ύλη μιας άλλης. Ο όρος κυκλική οικονομία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, όμως εν όψει των σύγχρονων περιβαλλοντικών πιέσεων, έχει μετατραπεί σε κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο μετά την χρησιμοποίηση της πρώτης ύλης, αυτή δεν απορρίπτεται ως απόβλητο αλλά τυγχάνει επεξεργασίας, ούτως ώστε να επαναχρησιμοποιηθεί, να ανακυκλωθεί και να αποτελέσει ξανά πρώτη ύλη, είτε για να εξυπηρετήσει τον αρχικό σκοπό κατασκευής ή κάποιον άλλο σκοπό. Το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση παραγωγής αποβλήτων και συνακόλουθα τόσο την προστασία του περιβάλλοντος όσο και την προώθηση της καινοτομίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καθώς πέρα από αναγκαιότητα μπορεί να αποτελέσει και ευκαιρία. Η κυκλική οικονομία στην ουσία δίνει πνοή στις καθιερωμένες αρχές της αειφόρου ανάπτυξης και βιωσιμότητας, είτε πρόκειται για «upcycling» δηλαδή τη διαδικασία κατά την οποία υλικά, κατόπιν επεξεργασίας, μετατρέπονται σε υλικά ανώτερης ποιότητας ή αξίας, είτε πρόκειται για «downcycling» δηλαδή τη διαδικασία παραγωγής υλικών κατώτερης ποιότητας ή αξίας.
Κατόπιν εξέτασης του νομικού πλαισίου διαχείρισης αποβλήτων, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η παρουσία εξειδικευμένης νομοθεσίας είναι πολύ περιορισμένη. Πέραν από τις εξαιρέσεις των αποβλήτων συσκευασίας και των αποβλήτων εξορυκτικής βιομηχανίας, ο Περί Αποβλήτων Νόμος αποτελεί κατά κάποιο τρόπο νομοθετική ομπρέλα για ποικίλες κατηγορίες αποβλήτων, ελάχιστοι είναι οι κανονισμοί και τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί, ενώ η έννοια της ανακύκλωσης δύσκολα ξεφεύγει από τα σύνορα της αφηρημένης φιλοσοφικής ιδέας.
Εξαίρεση σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο αποτελούν τα απόβλητα εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ) από μία από τις πιο βαρυσήμαντες βιομηχανίες της Κυπριακής οικονομίας, για τα οποία έχουν εκδοθεί εξατομικευμένοι κανονισμοί οι οποίοι ενισχύουν έμπρακτα και σε σημαντικό βαθμό την προώθηση της επαναχρησιμοποίησης υλικών και ανακύκλωσης αποβλήτων στον τομέα αυτό. Οι κανονισμοί αναφέρουν ρητά ότι ένας από τους σκοπούς θέσπισής τους είναι η ανακύκλωση και αξιοποίηση των ΑΕΚΚ, ενώ επιβάλουν άμεσο καθήκον στον παραγωγό. Οι παραγωγοί ΑΕΚΚ, οι οποίοι κατά κύριο λόγο είναι εργοληπτικές εταιρείες έχουν υποχρέωση όπως χρησιμοποιούν κατά προτεραιότητα και στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, ανακυκλωμένα υλικά κατά την περάτωση των εργασιών τους ενώ επιπρόσθετα υπόκεινται στην καθιερωμένη αρχή «διευρυμένης ευθύνης παραγωγού» (ΔΕΠ). Ιδιαίτερη και αξιοσημείωτη περίπτωση αποτελεί ο κατασκευαστικός τομέας στις Βρυξέλλες, όπου προωθείται η επαναχρησιμοποίηση υλικών και συστατικών για την αξιοποίηση ή η ανακαίνιση κτηρίων ως εναλλακτική της κατεδάφισης και το εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 91% των ΑΕΚΚ ανακυκλώνεται. Η διαχείριση των ΑΕΚΚ λειτουργεί στο πλαίσιο της προσπάθειας μετάβασης από την γραμμική στην κυκλική οικονομία και ως εκ τούτου στοχεύει στην μείωση συγκομιδής και εξαγωγής νέων πρώτων υλών και στην επαναχρησιμοποίηση υφιστάμενων προϊόντων. Με τη διαχείριση της οικοδόμησης ως πηγή πρώτης ύλης, μεγάλη μερίδα πηγών αποβλήτων εισάγεται σε διαφορετικά αναπτυξιακά έργα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται νέες οικονομικές δραστηριότητες σε σχέση με την επαναχρησιμοποίηση υλικών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της επαγγελματικής αγοράς, την δημιουργία θέσεων εργασίας και την προσέλκυση νέας πηγής ταλέντου στις επιχειρήσεις.
Στην Κύπρο, κάποια από τα διαβήματα τα οποία θα μπορούσαν να επιλύσουν κάποια πρακτικά προβλήματα και να συμβάλλουν στην ευρύτερη προσπάθεια μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο κυκλικής οικονομίας είναι τα ακόλουθα: (1) θέσπιση εξειδικευμένης νομοθεσίας η οποία να διέπει την διαχείριση περισσότερων κατηγοριών αποβλήτων, όπως ισχύει στην περίπτωση των απορριμμάτων συσκευασιών, (2) αξιοποίηση της δυνατότητας που παρέχεται από το νόμο ως προς την έκδοση κανονισμών και διαταγμάτων που να στοχεύουν στην βελτίωση του τρόπου εφαρμογής της νομοθεσίας και να ρυθμίζουν θέματα που χρήζουν διασαφήνισης, (3) τροποποίηση του άρθρου 11 του Περί Αποβλήτων Νόμου, ούτως ώστε η εφαρμογή της αρχής ΔΕΠ να τεθεί σε μια πιο δεσμευτική βάση και να αποτελέσει στην ουσία νομική υποχρέωση, (4) τροποποίηση του άρθρου 13 του Περί Αποβλήτων Νόμου, ούτως ώστε να επιβάλλεται άμεση υποχρέωση εφαρμογής των διαδικασιών επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης, από τους παραγωγούς κατά την διεξαγωγή των εργασιών τους, (5) δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου το οποίο θα περιέχει στοιχεία βιομηχανιών που παράγουν απόβλητα και βιομηχανιών που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν ως πρώτες ύλες με στόχο την διευκόλυνση ανταλλαγής πληροφοριών και την πραγμάτωσης της διασύνδεσης βιομηχανιών και αξιοποίησης αποβλήτων, (6) θέσπιση αποτρεπτικών κυρώσεων για παραβάσεις καθηκόντων που απορρέουν από την νομοθεσία και τους κανονισμούς καθώς και σύσταση Μονάδας Εξειδικευμένης Διερεύνησης Αδικημάτων, (7) συνεχής ενημέρωση και επιμόρφωση του κοινού, συμπεριλαμβανομένων εργοδοτών, οργανισμών, παραγωγών και πολιτών ούτως ώστε να προωθηθεί η καινοτομία στον τομέα των περιβαλλοντικών πρακτικών και να αναπτυχθεί μία κουλτούρα ανακύκλωσης η οποία θα ενισχύσει τη μετάβαση από την γραμμική στην κυκλική οικονομία και τέλος (8) η ανάμειξη αρμοδίων φορέων, συμπεριλαμβανομένων επιμελητηρίων, οργανώσεων, υπουργικών τμημάτων καθώς και η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ της ακαδημαϊκής και επαγγελματικής κοινότητας.
Το θέμα της αποτελεσματικής και ορθολογικής διαχείρισης αποβλήτων είναι κάτι περισσότερο από μία περιβαλλοντική προσέγγιση. Είναι ένα θέμα το οποίο αγγίζει αντιθετικά θεωρήματα και πρακτικές που κυριαρχούσαν ανέκαθεν στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου και πολιτικής, αποδεικνύοντας ότι τα οικοσυστήματα δεν υπακούν σε κανόνες περί ιδιωτικής ιδιοκτησίας και βασίζεται στην βαθύτερη ιδέα της προστασίας του περιβάλλοντος ως καταπίστευμα για τις μελλούμενες γενεές.
Έβελυν Ιωάννου, Δικηγόρος, Πύργου Βάκης ΔΕΠΕ
*Το άρθρο προέρχεται από μελέτη που έχει εκπονηθεί από την Πύργου Βάκης ΔΕΠΕ, κατόπιν ανάθεσης από το ΤΕΠΑΚ, στα πλαίσια του SWAN Project (Solid Waste Reuse Platform for Balkan) του οποίου στόχος είναι η δημιουργία ενός ψηφιακού οικοσυστήματος διαχείρισης αποβλήτων βιομηχανιών στα Βαλκάνια.