Γιατί χρειάζεται ρυθμιστική παρέμβαση στις αγορές ηλεκτρισμού;
10:40 - 07 Ιουνίου 2019
Η μετάβαση από τα δομημένα μονοπώλια στις απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρισμού, που αποσκοπούν στην πλήρη ανταγωνιστικότητα στις δραστηριότητες της παραγωγής ηλεκτρισμού και της προμήθειας ηλεκτρισμού, δημιουργεί προκλήσεις που πολλές φορές απαιτούν ρυθμιστική παρέμβαση.
Ο σκοπός της παρέμβασης επικεντρώνεται στην εξασφάλιση της ομαλής μετάβασης από το παλαιό καθεστώς στην πλήρως ανταγωνιστική διάρθρωση της αγοράς, όσον αφορά τα τιμολόγια, την επάρκεια, την βιωσιμότητα των επενδύσεων και την αξιοπιστία του ηλεκτρικού συστήματος.
Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένος ο ηλεκτρικός τομέας έχει εξελιχθεί σταδιακά από ένα καθετοποιημένο κρατικό μονοπώλιο σε οντότητες που παράγουν και προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού πλήρως διαχωρισμένης από την κυριότητα και διαχείριση του συστήματος μεταφοράς και συστήματος διανομής. Ωστόσο, οι αγορές ηλεκτρισμού πρέπει να συνεχίσουν να προμηθεύουν αξιόπιστο και ασφαλή ηλεκτρισμό σε προσιτές τιμές και να σέβονται το περιβάλλον.
Ως συνήθως, οι νεοεισερχόμενοι επενδυτές απαιτούν χαμηλό κόστος και επαρκή βαθμό βεβαιότητας όσον αφορά την ανάκτηση του κεφαλαιουχικού κόστους. Πρέπει να υπάρξει θετική προσδοκία ενδεχόμενων εσόδων από τις αγορές λιανικής και χονδρικής πώλησης για να επενδύσουν οι νεοεισερχόμενοι. Από τη σκοπιά ενός νέου επενδυτή, οι βασικές αβεβαιότητες που πρέπει να αντιμετωπιστούν αφορούν (α) τον κίνδυνο πλεονάζουσας παραγωγικής ισχύος, (β) τη δυνατότητα δημιουργίας πελατειακής βάσης και (γ) τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της νέας επένδυσης στη μελλοντική αγορά.
Η κατάργηση εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αυτών των αβεβαιοτήτων αποτελεί το αντικείμενο ρυθμιστικής παρέμβασης. Είναι απαραίτητο, πριν από τη λήψη μιας ρυθμιστικής απόφασης, να διαπιστωθεί κατά πόσον οι πραγματικές συνθήκες της αγοράς μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της ολοκλήρωσης της αγοράς αλλά και των προσδοκιών ασφαλούς εφοδιασμού, κόστους και περιβάλλοντος. Εξ ορισμού, η ρυθμιστική παρέμβαση είναι ένα μέτρο εκτός αγοράς και συνήθως έχει ασύμμετρες συνέπειες για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Για το λόγο αυτό, η εκτίμηση των επιπτώσεων μιας τέτοιας παρέμβασης πρέπει να εξισορροπήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου και την ελαχιστοποίηση των στρεβλώσεων της αγοράς.
Με μια ρυθμιστική παρέμβαση ως ένα μέτρο εκτός αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρης εξυπηρέτηση κόστους-αποτελεσματικότητας και επομένως πιθανόν να παραμένει ένα κόστος εφαρμογής του μέτρου, το οποίο βαρύνει τους συμμετέχοντες στην αγορά και τελικά τους καταναλωτές. Επομένως, η πρόκληση είναι να προσανατολιστεί η παρέμβαση στο αποτέλεσμα που θα πρόκυπτε από μια καθαρά ανταγωνιστική αγορά και να ελαχιστοποιηθεί το κόστος της αναποτελεσματικότητας κυρίως από τη σκοπιά των καταναλωτών. Μια ρυθμιστική παρέμβαση είναι ένα έσχατο μέτρο που πρέπει να ληφθεί όταν υπάρχει η πεποίθηση ότι η αγορά δεν μπορεί να αποδώσει. Ως εκ τούτου, οι θετικές εξωτερικές επιδράσεις που προκύπτουν από την παρέμβαση αναμένεται να αντισταθμίσουν το αναπόφευκτο κόστος από την εφαρμογή αυτού του μέτρου.
Η ρυθμιστική παρέμβαση θα πρέπει να επικεντρώνεται στην άρση των εμποδίων κατά την είσοδο στην αγορά και στον έλεγχο των τιμολογίων, προκειμένου να αναπτυχθεί προοδευτικά μια λειτουργική αγορά ηλεκτρισμού, καθώς ο ανταγωνισμός πρέπει να παρέχει ένα ασφαλές και αξιόπιστο ηλεκτρικό σύστημα με το ελάχιστο οικονομικό κόστος για τον καταναλωτή. Συνάμα, η ρυθμιστική παρέμβαση πρέπει να έχει μεταβατικό χαρακτήρα, ώστε να ξεκινήσει ο ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρισμού, αλλά σταδιακά να αναμένεται να μετατραπεί σε μια λειτουργούσα ανταγωνιστική αγορά, όπου τα κύρια εμπόδια στον ανταγωνισμό θα έχουν εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό. Η εκτίμηση των επιπτώσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του χρόνου και τις συνθήκες υπό τις οποίες η παρέμβαση μπορεί να λήξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Σε περίπτωση που η ρυθμιστική παρέμβαση προκαλεί μακροχρόνιες στρεβλώσεις είναι σοβαρό μειονέκτημα.
Γενικά, οι προσεγγίσεις μιας ρυθμιστικής παρέμβασης αποσκοπούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των παικτών της αγοράς ηλεκτρισμού παρέχοντας αρνητικά ή θετικά κίνητρα ή διασφαλίζοντας την εφαρμογή ορισμένων κανόνων λειτουργίας της αγοράς. Παραδείγματα τέτοιων μέτρων είναι ο ορισμός ενός ελάχιστου ορίου για τις προσφορές παραγωγής στην προημερήσια αγορά που είναι ίσο με το κόστος καυσίμων της παραγωγής, η υποχρέωση υποβολής των προσφορών χωριστά ανά μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και όχι συνολικά, και άλλα. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούν να δημιουργήσουν συνθήκες στην προημερήσια αγορά, γνωστοποιώντας με δίκαιο τρόπο το υποκείμενο κόστος αγοράς και τις τιμές που επιτρέπουν στο δυνητικό επενδυτή να αποκτήσει επαρκείς πληροφορίες για την αξιολόγηση της οικονομικής σκοπιμότητας του επενδυτικού του σχεδίου. Άλλες ρυθμιστικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν την εισαγωγή μεταβατικών ρυθμίσεων μέχρι την πλήρη λειτουργία της ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού με μέτρα ενθάρρυνσης δραστηριοποίησης εναλλακτικών παραγωγών και προμηθευτών, μέτρα αποδέσμευσης ισχύος ή/και μέτρα αποδέσμευσης πελατών και άλλα.
Εν κατακλείδι, στην πραγματικότητα υπάρχει η δυνατότητα συνδυασμού διαφόρων ρυθμιστικών μέτρων διαφορετικής φύσης. Η αξιολόγηση των ρυθμιστικών μέτρων παρέμβασης πρέπει να εκτιμά την αποτελεσματικότητα όσον αφορά την ικανότητα επίλυσης των προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσουν, τα οφέλη υπό τη μορφή θετικών εξωτερικοτήτων, το κόστος εφαρμογής, τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, στους παράγοντες της αγοράς και στους πελάτες, τις πιθανές παρατεταμένες στρεβλώσεις, και τη σύγκριση με εναλλακτικές επιλογές.
Ο Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς είναι Πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου