ΚΤΚ: Οι τρεις πληγές της χρηματοοικονομικής σταθερότητας
16:30 - 31 Μαΐου 2019
To υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ), οι μειωμένες προοπτικές κερδοφορίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και το υπέρμετρο χρέους του εγχώριου μη χρηματοοικονομικού ιδιωτικού τομέα, εξακολουθούν να συνιστούν τους σημαντικότερους κινδύνους και τις ευπάθειες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην Κύπρο, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας 2018 που εξέδωσε σήμερα η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ).
Αν και οι τρεις βασικές ευπάθειες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας παραμένουν αναλλοίωτες από την περσινή έκθεση, εντούτοις η βασική διαφορά είναι πως και οι τρεις κίνδυνοι παρουσιάζουν σημάδια βελτίωσης.
Οι κίνδυνοι αυτοί, θεωρεί η ΚΤΚ καθιστούν την οικονομία ευάλωτη, παρά το ότι το 2018 το κυπριακό ΑΕΠ κατέγραψε τον τέταρτο συνεχόμενο χρόνο επέκτασης.
«Παρά τη θετική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και τη συνέχιση της εύρωστης οικονομικής μεγέθυνσης, παράγοντες όπως το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, σε συνάρτηση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας, συνεχίζουν να καθιστούν την οικονομία ευάλωτη» αναφέρει η ΚΤΚ.
ΜΕΧ στο χαμηλότερο επίπεδο από την οικονομική κρίση
Αν και οι τρεις βασικές ευπάθειες της χρηματοοικονομικής σταθερότητας παραμένουν αναλλοίωτες από την περσινή έκθεση, εντούτοις η βασική διαφορά είναι πως και οι τρεις κίνδυνοι παρουσιάζουν σημάδια βελτίωσης.
Οι κίνδυνοι αυτοί, θεωρεί η ΚΤΚ καθιστούν την οικονομία ευάλωτη, παρά το ότι το 2018 το κυπριακό ΑΕΠ κατέγραψε τον τέταρτο συνεχόμενο χρόνο επέκτασης.
«Παρά τη θετική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και τη συνέχιση της εύρωστης οικονομικής μεγέθυνσης, παράγοντες όπως το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, σε συνάρτηση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας, συνεχίζουν να καθιστούν την οικονομία ευάλωτη» αναφέρει η ΚΤΚ.
ΜΕΧ στο χαμηλότερο επίπεδο από την οικονομική κρίση
Για τις ΜΕΧ, η ΚΤΚ σημειώνει ότι η μεταφορά των στοιχείων ενεργητικού της κρατικής Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας προς την Ελληνική Τράπεζα και η μεταφορά ΜΕΧ καθαρής αξίας €5,6 δις εκτός τραπεζικού τομέα και ειδικότερα στην κρατική ΣΕΔΙΠΕΣ, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού δανεισμού από τα πιστωτικά ιδρύματα προς τον ιδιωτικό τομέα και κατ’ επέκταση την περαιτέρω συρρίκνωση του τραπεζικού τομέα, με τις συνολικές ΜΕΧ στα βιβλία των τραπεζών κατά το τρίτο τρίμηνο του 2018 να μειώνονται στο 32,1% των συνολικών χορηγήσεων, που είναι το χαμηλότερό επίπεδο μετά την οικονομική κρίση.
Σημειώνει ωστόσο όπως η συναλλαγή της ΣΚΤ «μείωσε την αβεβαιότητα στον τραπεζικό τομέα και βελτίωσε την εμπιστοσύνη των καταθετών».
Όμως η ΚΤΚ επισημαίνει πως οι ΜΕΧ που βρίσκονται εκτός του τραπεζικού τομέα, εξακολουθούν να παραμένουν στην πραγματική οικονομία και συνεχίζουν να αποτελούν υποχρεώσεις των νοικοκυριών και των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων που θα πρέπει να τύχουν αντιμετώπισης.
Η ΚΤΚ σημειώνει πως το κυβερνητικό σχέδιο «ΕΣΤΙΑ» αναμένεται να βοηθήσει στη μείωση των ΜΕΧ, αφού παρέχει ελκυστικά κίνητρα για την επανεκκίνηση της εξυπηρέτησης του χρέους από τους δανειολήπτες, περιλαμβανομένων και των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Τονίζει ωστόσο πως πέραν των θετικών στοιχείων, «το σχέδιο δημιουργεί ανησυχίες ως προς τον ηθικό κίνδυνο, μολονότι αυτές οι ανησυχίες έχουν κάπως μετριαστεί με τις τελικές αλλαγές, που επέφερε το κράτος σε σχέση με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις του σχεδίου λίγο πριν οριστικοποιηθεί».
Εξάλλου, η ΚΤΚ συνιστά προσοχή στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς η συνεχιζόμενη χρήση των συμφωνιών ανταλλαγής χρέους με περιουσιακά στοιχεία, έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό, την αξία και την έκθεσή τους σε ακίνητα. «Η διάθεση ακινήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να γίνεται με προσοχή, καθώς μαζικές πωλήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απότομες μειώσεις στις τιμές των ακινήτων, δημιουργώντας αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα», συμπληρώνει η ΚΤΚ.
Σύμφωνα με την ΚΤΚ, το μέγεθος του τραπεζικού τομέα συρρικνώθηκε σημαντικά το 2018 κυρίως λόγω της μεταφοράς της ΣΚΤ στην Ελληνική με αποτέλεσμα το μέγεθος του τραπεζικού τομέα να υποχωρήσει από τα €67,2 δισ. σε 59,4 δισ.
«Η πώληση χορηγήσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, αναμένεται ότι θα συνεχιστεί και κατά το 2019,γεγονός που θα συμβάλει στην περαιτέρω μείωση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα», αναφέρει η ΚΤΚ.
Πτωτική τάση σε κερδοφορία των τραπεζών
Για την κερδοφορία των τραπεζικών ιδρυμάτων, η ΚΤΚ σημειώνει πως τα έσοδα προ κερδοφορίας και προ προβλέψεων συνέχισαν να καταγράφουν μείωση «κυρίως λόγω της μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους και των δυσανάλογα υψηλών λειτουργικών τους εξόδων».
«Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να βελτιώσουν την λειτουργική τους κερδοφορία, αυξάνοντας τα έσοδά τους και μειώνοντας τα λειτουργικά τους έξοδα», αναφέρει η ΚΤΚ.
Επισημαίνει δε πως ενώ κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2018 μειώθηκε ο αριθμός των καταστημάτων και του προσωπικού στα μεγαλύτερα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, το μέγεθος του τραπεζικού τομέα παραμένει μεγάλο σε σύγκριση με το μέγεθος της οικονομίας της Κύπρου και το κόστος του προσωπικού εξακολουθεί να απορροφά σημαντικό μέρος των λειτουργικών εσόδων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Προσοχή στο ιδιωτικό χρέος
Τέλος για το χρέος του εγχώριου μη χρηματοοικονομικού ιδιωτικού τομέα, η ΚΤΚ σημειώνει πως «παρά την καθοδική πορεία που ακολουθεί, εξακολουθεί να ενέχει κινδύνους για την οικονομία της Κύπρου, καθιστώντας τον τομέα ευάλωτο σε τυχόν αύξηση των επιτοκίων ή μιας απότομης επιβράδυνσης της οικονομικής μεγέθυνσης».
Σύμφωνα με την ΚΤΚ, το χρέος του εγχώριου μη χρηματοοικονομικού ιδιωτικού τομέα, προσαρμοσμένο ως προς τα οχήματα ειδικού σκοπού, που αφορούν κυρίως τον τομέα της ναυτιλίας, έφθασε στο 215,4%8 του ΑΕΠ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2018, έχοντας σημειώσει μείωση από 247,0% ένα χρόνο νωρίτερα. Η ΚΤΚ εκτιμά πως το ενισχυμένο πλαίσιο αφερεγγυότητας και το σχέδιο «Εστία» αναμένεται ότι θα οδηγήσουν στην επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του χρέους του ιδιωτικού τομέα.
Το χρέος των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ, μειώθηκε στο 96,9% τον Σεπτέμβριο του 2018 από 111,2% τον Σεπτέμβριο του 2017, ποσοστό που είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που τον Σεπτέμβριο του 2018 ήταν 58,6%.
Το αντίστοιχο ποσοστό για το χρέος των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων υποχώρησε στο 118,5% του ΑΕΠ τον Σεπτέμβριο του 2018, από 135,3% ένα χρόνο πριν.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ