Τράπεζες και IFRS 9
14:11 - 05 Σεπτεμβρίου 2017
Ένα από τα προβλήματα που ανέδειξε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν η μη έγκαιρη και η μη επαρκής αναγνώριση ζημιών από τις τράπεζες. Ως μέτρο διόρθωσης του προβλήματος αποφασίστηκε η αντικατάσταση του υφιστάμενου Λογιστικού Προτύπου IAS 39 με το νέο Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικών Αναφορών IFRS 9, το οποίο τίθεται σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2018. Στόχος του νέου Λογιστικού Προτύπου είναι να επιβάλει στις τράπεζες τον εκ των προτέρων σχηματισμό προβλέψεων για πιθανούς, και όχι πραγματοποιθέντες, κινδύνους. Το νέο πρότυπο IFRS 9 καταργεί το μοντέλο της «υφιστάμενης ζημίας» (incurred loss model) το οποίο βασίζεται στην εκδήλωση ενός πιστωτικού γεγονότος ως προϋπόθεση για την αναγνώριση πιστωτικών ζημιών και το αντικαθιστά με το μοντέλο της «αναμενόμενης ζημίας» (expected loss model) με την εκάστοτε τράπεζα -πλέον- να οφείλει εκ των προτέρων να αναγνωρίσει την πιθανότητα αναμενόμενων ζημιών και να σχηματίσει τις δέουσες προβλέψεις. Η εν λόγω αλλαγή επηρεάζει το δανειακό χαρτοφυλάκιο των κυπριακών τραπεζών, το οποίο αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους, αφού πλέον οι προβλέψεις δε θα αφορούν μόνο τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια, αλλά και δάνεια τα οποία σήμερα εξυπηρετούνται κανονικά αλλά υπάρχει πιθανότητα ο δανειολήπτης να αθετήσει την υποχρέωση του στο μέλλον.
Το νέο πρότυπο IFRS 9 θα υποχρεώσει τις τράπεζες να ταξινομούν τα δάνεια σε τρεις κατηγορίες/στάδια ανάλογα με τον πιστωτικό κίνδυνο που φέρουν κατά την ημερομηνία αναφοράς. Οι τρεις κατηγορίες ταξινόμησης είναι οι εξής:
-Στην Κατηγορία 1 ταξινομούνται δάνεια των οποίων ο πιστωτικός κίνδυνος δεν παρουσιάζει σημαντική αύξηση/επιδείνωση από την χρονική στιγμή χορήγησης του δανείου. Η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει προβλέψεις ζημιών στη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας και της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων μέσα στους επόμενους 12-μήνες.
-Στην Κατηγορία 2 ταξινομούνται δάνεια τα οποία δεν έχουν υποστεί απομείωση, αλλά ο πιστωτικός κίνδυνος του δανειολήπτη έχει αυξηθεί/επιδεινωθεί σημαντικά από τη χρονική στιγμή χορήγησης του δανείου. Η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει προβλέψεις ζημιών στη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας και της πιθανότητας πιστωτικής αθέτησης υποχρεώσεων για όλη την εναπομείνασα χρονική διάρκεια μέχρι και την λήξη του δανείου.
-Στην Κατηγορία 3 ταξινομούνται δάνεια που έχουν υποστεί απομείωση. Η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει προβλέψεις ζημιών στη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας για όλη την εναπομείνασα χρονική διάρκεια μέχρι την λήξη του δανείου.
Μια σημαντική και κρίσιμη παράμετρος του νέου προτύπου IFRS 9 αφορά τις προϋποθέσεις μετακίνησης ενός ανοίγματος (δανείου) από την Κατηγορία 1 στην Κατηγορία 2, ένεκα σημαντικής αύξησης/επιδείνωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ως εκ τούτου την υποχρέωση της τράπεζας να μεταβάλει τον χρονικό ορίζοντα υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας από 12-μήνες σε ολόκληρη την χρονική διάρκεια του δανείου. Το νέο πρότυπο δεν καθορίζει συγκεκριμένα ποσοτικά όρια πρακτικής εφαρμογής του όρου «σημαντική επιδείνωση πιστωτικού κινδύνου» ωστόσο, παρέχει παραδείγματα περιπτώσεων τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ότι καταδεικνύουν επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου όπως είναι η αύξηση του επιτοκίου/περιθωρίου δανείου, η πιστοληπτική υποβάθμιση του δανειολήπτη, η μεταβολή της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων και η παρουσία καθυστέρησης πέραν των 30 ημερών. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση μετακίνησης ενός δανείου από τις Κατηγορίες 2 και 3 πίσω στην Κατηγορία 1 όπου δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις που καταδεικνύουν σημαντική υποχώρηση/μείωση του πιστωτικού κινδύνου και συνεπώς την πιθανότητα μετακίνησης του δανείου πίσω στην Κατηγορία 1.
Η πρακτική εφαρμογή του νέου προτύπου IFRS 9 είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και απαιτητική. Για να μπορεί η τράπεζα να αξιολογεί τη μεταβολή του πιστωτικού κινδύνου ενός δανείου, θα πρέπει να αναπτύξει εσωτερικά στατιστικά μοντέλα τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύ φάσμα ποιοτικών και ποσοτικών πληροφοριών, μακροοικονομικές προβλέψεις και ιστορικά στοιχεία αθέτησης για κάθε κατηγορία δανείου (στεγαστικό, επιχειρηματικό, καταναλωτικό). Τράπεζες μικρού μεγέθους οι οποίες ακολουθούν την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου, όπως οι κυπριακές τράπεζες, χρειάζεται να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες συλλογής ποιοτικών δεδομένων και ανάπτυξης τέτοιων εσωτερικών μοντέλων.
Η υιοθέτηση του νέου προτύπου IFRS 9 αναμένεται να επηρεάσει την κερδοφορία και τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αφού θα πρέπει να καταγράψουν αναμενόμενες ζημίες για όλα τα δάνεια που θα ταξινομηθούν στις Κατηγορίες 1 και 2. Για σκοπούς ομαλοποίησης των όποιων μικρών ή μεγάλων επιπτώσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών έχει αποφασιστεί να παραχωρηθεί μια μεταβατική περίοδος όπου θα μπορούν να επιμερίσουν το κόστος σε βάθος πενταετίας δίνοντας τη δυνατότητα να προσμετρούν μέρος των αυξημένων προβλέψεων στα κύρια πρωτοβάθμια κεφάλαια.
Το νέο πρότυπο IFRS 9 επιδιώκει την έγκαιρη και πλήρη αναγνώριση πιστωτικών ζημιών από τις τράπεζες. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έχει καταδείξει ότι οι παράγοντες που καθορίζουν την επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων μακροοικονομικών παραγόντων, επιδεινώνονται σημαντικά πριν το ξέσπασμα κάποιας κρίσης η οποία επιφέρει σωρευτικές ζημιές και αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μιχάλης Κρονίδης
Διευθυντής
Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου
Το νέο πρότυπο IFRS 9 θα υποχρεώσει τις τράπεζες να ταξινομούν τα δάνεια σε τρεις κατηγορίες/στάδια ανάλογα με τον πιστωτικό κίνδυνο που φέρουν κατά την ημερομηνία αναφοράς. Οι τρεις κατηγορίες ταξινόμησης είναι οι εξής:
-Στην Κατηγορία 1 ταξινομούνται δάνεια των οποίων ο πιστωτικός κίνδυνος δεν παρουσιάζει σημαντική αύξηση/επιδείνωση από την χρονική στιγμή χορήγησης του δανείου. Η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει προβλέψεις ζημιών στη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας και της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων μέσα στους επόμενους 12-μήνες.
-Στην Κατηγορία 2 ταξινομούνται δάνεια τα οποία δεν έχουν υποστεί απομείωση, αλλά ο πιστωτικός κίνδυνος του δανειολήπτη έχει αυξηθεί/επιδεινωθεί σημαντικά από τη χρονική στιγμή χορήγησης του δανείου. Η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει προβλέψεις ζημιών στη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας και της πιθανότητας πιστωτικής αθέτησης υποχρεώσεων για όλη την εναπομείνασα χρονική διάρκεια μέχρι και την λήξη του δανείου.
-Στην Κατηγορία 3 ταξινομούνται δάνεια που έχουν υποστεί απομείωση. Η τράπεζα θα πρέπει να σχηματίσει προβλέψεις ζημιών στη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας για όλη την εναπομείνασα χρονική διάρκεια μέχρι την λήξη του δανείου.
Μια σημαντική και κρίσιμη παράμετρος του νέου προτύπου IFRS 9 αφορά τις προϋποθέσεις μετακίνησης ενός ανοίγματος (δανείου) από την Κατηγορία 1 στην Κατηγορία 2, ένεκα σημαντικής αύξησης/επιδείνωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ως εκ τούτου την υποχρέωση της τράπεζας να μεταβάλει τον χρονικό ορίζοντα υπολογισμού της αναμενόμενης ζημίας από 12-μήνες σε ολόκληρη την χρονική διάρκεια του δανείου. Το νέο πρότυπο δεν καθορίζει συγκεκριμένα ποσοτικά όρια πρακτικής εφαρμογής του όρου «σημαντική επιδείνωση πιστωτικού κινδύνου» ωστόσο, παρέχει παραδείγματα περιπτώσεων τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ότι καταδεικνύουν επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου όπως είναι η αύξηση του επιτοκίου/περιθωρίου δανείου, η πιστοληπτική υποβάθμιση του δανειολήπτη, η μεταβολή της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων και η παρουσία καθυστέρησης πέραν των 30 ημερών. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση μετακίνησης ενός δανείου από τις Κατηγορίες 2 και 3 πίσω στην Κατηγορία 1 όπου δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις που καταδεικνύουν σημαντική υποχώρηση/μείωση του πιστωτικού κινδύνου και συνεπώς την πιθανότητα μετακίνησης του δανείου πίσω στην Κατηγορία 1.
Η πρακτική εφαρμογή του νέου προτύπου IFRS 9 είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και απαιτητική. Για να μπορεί η τράπεζα να αξιολογεί τη μεταβολή του πιστωτικού κινδύνου ενός δανείου, θα πρέπει να αναπτύξει εσωτερικά στατιστικά μοντέλα τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύ φάσμα ποιοτικών και ποσοτικών πληροφοριών, μακροοικονομικές προβλέψεις και ιστορικά στοιχεία αθέτησης για κάθε κατηγορία δανείου (στεγαστικό, επιχειρηματικό, καταναλωτικό). Τράπεζες μικρού μεγέθους οι οποίες ακολουθούν την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου, όπως οι κυπριακές τράπεζες, χρειάζεται να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες συλλογής ποιοτικών δεδομένων και ανάπτυξης τέτοιων εσωτερικών μοντέλων.
Η υιοθέτηση του νέου προτύπου IFRS 9 αναμένεται να επηρεάσει την κερδοφορία και τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αφού θα πρέπει να καταγράψουν αναμενόμενες ζημίες για όλα τα δάνεια που θα ταξινομηθούν στις Κατηγορίες 1 και 2. Για σκοπούς ομαλοποίησης των όποιων μικρών ή μεγάλων επιπτώσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών έχει αποφασιστεί να παραχωρηθεί μια μεταβατική περίοδος όπου θα μπορούν να επιμερίσουν το κόστος σε βάθος πενταετίας δίνοντας τη δυνατότητα να προσμετρούν μέρος των αυξημένων προβλέψεων στα κύρια πρωτοβάθμια κεφάλαια.
Το νέο πρότυπο IFRS 9 επιδιώκει την έγκαιρη και πλήρη αναγνώριση πιστωτικών ζημιών από τις τράπεζες. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έχει καταδείξει ότι οι παράγοντες που καθορίζουν την επιδείνωση του πιστωτικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων μακροοικονομικών παραγόντων, επιδεινώνονται σημαντικά πριν το ξέσπασμα κάποιας κρίσης η οποία επιφέρει σωρευτικές ζημιές και αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μιχάλης Κρονίδης
Διευθυντής
Σύνδεσμος Τραπεζών Κύπρου