Αντικειμενική αξιολόγηση υποθέσεων: Πώς κτίζεται η εμπιστοσύνη σε περίοδο αβεβαιότητας
14:09 - 31 Οκτωβρίου 2012
Οι οργανισμοί οφείλουν να είναι πιο προσεκτικοί με τη στρατηγική των συναλλαγών τους στο τρέχον επιχειρηματικό περιβάλλον, είτε αυτή αφορά κάποια εξαγορά είτε απο- επένδυση. Η εστίαση στην αντικειμενική αξιολόγηση των κυριοτέρων υποθέσεων και παραδοχών πάνω στις οποίες βασίζονται τα προβλεπόμενα μελλοντικά αποτελέσματα από μια συναλλαγή, μπορεί να αυξήσει την εμπιστοσύνη σε αυτή την περίοδο αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με το Βαρόμετρο Εμπιστοσύνης Κεφαλαίου της Ernst & Young, οι περισσότεροι οργανισμοί πιστεύουν πως μια ξεκάθαρη εικόνα όσον αφορά την ιστορική απόδοση μιας επιχείρησης και την προβλεψιμότητα των μελλοντικών χρηματοροών της, αποτελούν τις κύριες μεταβλητές που θα καθορίσουν την προστιθέμενη αξία μιας συναλλαγής. Ενδεχομένως σε πολλές περιστάσεις οι επενδυτές να μην έχουν ξοδέψει αρκετό χρόνο στην ανάλυση της προηγούμενης και τρέχουσας οικονομικής εικόνας μιας επιχείρησης, με τις αποτιμήσεις να βασίζονται πολύ συχνά σε δείκτες συγκρίσιμων εταιρειών. Όταν όμως οι επιχειρηματικές και οικονομικές επιδόσεις είναι τόσο ευμετάβλητες, οι δείκτες συγκρίσιμων εταιρειών παύουν να θεωρούνται επαρκείς, απαιτώντας μια καλύτερη προσέγγιση με στόχο τη δημιουργία ισχυρών χρηματοοικονομικών προβλέψεων.
Η αντικειμενική αξιολόγηση και έλεγχος των υποθέσεων και παραδοχών πίσω από τις προβλέψεις των οικονομικών μεγεθών μιας επιχείρησης, αποτελούν πάντα μία συνετή προσέγγιση, πόσο μάλλον σε ένα πιο αβέβαιο περιβάλλον. Δεν υπάρχει νόημα στο να δράσει κανείς γρήγορα και υπό πίεση: Υπάρχει μία άμεση συσχέτιση μεταξύ του χρόνου που θα διαθέσει κάποιος στην προετοιμασία την επένδυσής του και της πιθανότητας αυτή η επένδυση να επιτύχει την αποδεκτή ή και μεγαλύτερη απόδοση σε σχέση και με τους κινδύνους της. Πολλές από τις καλύτερες συμφωνίες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων ήταν καθηλωμένες για περισσότερο από ένα χρόνο, λόγω της ενδελεχούς αξιολόγησης των κύριων παραδοχών και υποθέσεων της συναλλαγής.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως περισσότερη προετοιμασία μεταφράζεται απαραίτητα και σε καλύτερη προετοιμασία. Είτε κάποιος αγοράζει είτε πωλεί ένα περιουσιακό στοιχείο, είναι κρίσιμο το να αναθέσει σε ειδικευμένους πιστοποιημένους εκτιμητές, την αξιολόγηση των κυρίων υποθέσεων επί των οποίων είναι βασισμένες οι προσδοκίες για τις μελλοντικές επιδόσεις του.
Κάθε πρόβλεψη μελλοντικών επιδόσεων, είναι βασισμένη σε ένα σύνολο υποθέσεων και παραδοχών. Κάποιες φορές, αυτές οι υποθέσεις ποσοτικοποιούνται – «Αναμένουμε την αγορά μας να επεκταθεί κατά 15% εντός των επομένων 3 ετών», κάποιες άλλες φορές είναι πιο ποιοτικής φύσης – «Μία ενσωμάτωση της τεχνογνωσίας μας, θα καταστήσει αυτή την συναλλαγή λειτουργική». Μπορεί κάποιες φορές να αναφέρονται ρητώς, άλλες φορές απλώς εννοούνται. Εν πάση περιπτώσει, τώρα είναι σημαντικότερο παρά ποτέ το να εντοπίζονται και να αξιολογούνται – αντικειμενικώς και ενδελεχώς.
Από την εμπειρία μας στην Ernst & Young ως πιστοποιημένοι εκτιμητές, τα παρακάτω τέσσερα ερωτήματα είναι αυτά που συνήθως βγάζουν στην επιφάνεια τα κύρια θέματα που καθορίζουν την δημιουργία μελλοντικών ταμειακών ροών:
1. Έσοδα – Ποιές είναι κύριες υποθέσεις πίσω από τις προβλέψεις πωλήσεων και πόσο ρεαλιστικές είναι;
2. Λειτουργική δομή εταιρείας – Πόσο ρεαλιστικός και ευέλικτος είναι ο σχεδιασμός της εταιρείας για την διαχείριση ή /και την μόχλευση της κοστολογικής της βάσης;
3. Επενδύσεις – Είναι το σύνολο των εκτιμώμενων επενδύσεων αρκετό για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων και των συνυφασμένων ταμειακών ροών;
4. Αλλαγή – Έχει η εταιρεία τις διαχειριστικές ικανότητες προκειμένου να μπορέσει να εφαρμόσει τις αναμενόμενες συνέργειες και λειτουργικές βελτιώσεις που δύναται να επιφέρει η συναλλαγή;
Το να αποκτήσει κανείς αυξημένη βεβαιότητα γύρω από τις εμπορικές πλευρές μιας συναλλαγής μπορεί να είναι τόσο δύσκολο, όσο είναι και επιθυμητό. Οι επενδυτές οφείλουν να κατανοήσουν πως οι καλύτερες απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται εδώ, θα αυξήσουν την πιθανότητα μίας επιτυχημένης συναλλαγής είτε πωλούν, είτε αγοράζουν.