Γιατί δεν διατύπωσε γνώμη η ΕΚΤ για την αναστολή εκποιήσεων
15:40 - 27 Ιουλίου 2021
Τη σημασία των μέτρων πολιτικής για τον περιορισμό του αντίκτυπου της πανδημίας στην οικονομική χρηματοπιστωτική σταθερότητα σημειώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε απάντησή της προς το κυπριακό Υπουργείο Οικονομικών, αναφορικά με τον νόμο για επέκταση της αναστολής των εκποιήσεων που ψήφισε η Βουλή.
Να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τον σχετικό νόμο που προβλέπει νέα τρίμηνη αναστολή των εκποιήσεων, ενώ σε σημερινή της συνεδρία η Ολομέλεια της Βουλής, απέρριψε την αναπομπή του Προέδρου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών η ΕΚΤ με επιστολή της ημερ. 20/7/2021 ενημέρωσε τον Υπουργό Οικονομικών ότι αποφάσισε να μην διατυπώσει γνώμη, καθώς το σχέδιο νόμου άπτεται μόνον οριακά των τομέων αρμοδιότητάς της.
Επίσης, αναφέρεται, η ΕΚΤ αποφάσισε να μην διατυπώσει γνώμη αφού έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη τα ακόλουθα: το γεγονός ότι σκοπός των τροποποιήσεων που εισάγονται με το σχέδιο νόμου είναι μόνον η παράταση της αναστολής των διαδικασιών εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων έως την 31η Οκτωβρίου 2021, το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου θα περιορίζεται σε πρώτες κατοικίες εκτιμώμενης αξίας έως 350 000 ευρώ (μείωση σε σχέση με το ποσό των 500 000 ευρώ βάσει του ισχύοντος νόμου), μικρές επαγγελματικές στέγες επιχειρήσεων με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 750 000 ευρώ (μείωση σε σχέση με το ποσό των 2 000 000 ευρώ βάσει του ισχύοντος νόμου) και αγροτεμάχια εκτιμώμενης αξίας έως 100 000 ευρώ (μείωση σε σχέση με το ποσό των 250 000 ευρώ βάσει του ισχύοντος νόμου).
Περαιτέρω η ΕΚΤ αναφέρει ότι η σημασία των μέτρων πολιτικής για τον περιορισμό του αντικτύπου της πανδημίας στην οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθιστά εξίσου σημαντική τη διαχείριση της εξόδου από τη στήριξη αυτή.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, τα μέτρα πολιτικής στον οικονομικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα περιόρισαν έως τώρα την υλοποίηση πιστωτικού κινδύνου και τη μετάδοση των δυσμενών συνεπειών μεταξύ πραγματικής οικονομίας και χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προστίθεται ότι για όσο διάστημα παραμένουν σε ισχύ σημαντικοί περιορισμοί της κυκλοφορίας με σκοπό τον έλεγχο της πανδημίας σε χώρες της ευρωζώνης, η στήριξη της οικονομικής πολιτικής, για την αποφυγή της πτώχευσης δυσμενώς επηρεαζόμενων αλλά βιώσιμων εταιρειών και της σημαντικής αύξησης της ανεργίας, θα προστατεύει τη βραχυπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Με τη σταδιακή άρση των περιορισμών της κυκλοφορίας και τη βελτίωση της προσαρμογής τμημάτων της οικονομίας στους εν λόγω περιορισμούς, η ΕΚΤ τονίζει ότι, η εκτενής στήριξη πολιτικής, ιδίως προς τις εταιρείες, θα πρέπει να καταργηθεί σταδιακά ώστε να αποφευχθούν απότομες δυσανάλογα σοβαρές συνέπειες. Σε συνδυασμό με τη σταδιακή μετάβαση από ευρείας εφαρμογής σε πιο στοχευμένα μέτρα, η σταδιακή κατάργηση, ανάλογα με την πρόοδο, της στήριξης πολιτικής μπορεί να περιορίσει τα μεσοπρόθεσμα δυσμενή παράπλευρα αποτελέσματα της στήριξης πολιτικής στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα εν λόγω δυσμενή αποτελέσματα προκύπτουν από την αύξηση του χρέους κρατών και εταιρειών καθώς και από τη διάθεση πόρων σε δυνητικώς μη βιώσιμες εταιρείες. Τούτο αυξάνει τις αδυναμίες στους ισολογισμούς κρατών, εταιρειών και τραπεζών και ενδέχεται να δημιουργήσει εμπόδια στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη ως αποτέλεσμα ακατάλληλης διάθεσης πόρων στις επηρεαζόμενες οικονομίες.
Στο μέλλον, σημειώνεται, βασική πρόκληση της στήριξης πολιτικής θα είναι η προσαρμογή των κριτηρίων επιλεξιμότητας για την ενίσχυση των μηχανισμών αξιολόγησης της μελλοντικής βιωσιμότητας των δικαιούχων και η προετοιμασία της σταδιακής, ανάλογα με την πρόοδο, κατάργησης της στήριξης πολιτικής.
Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ότι θα συνεχίσει να διαβουλεύεται με την ΕΚΤ σχετικά με σχέδια νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητάς της βάσει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου και να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα του πλαισίου εκποιήσεων.
Όπως αναφέρει το Υπουργείο για το θέμα των εκποιήσεων έκρινε ως απολύτως απαραίτητο όπως, ζητήσει τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), για σκοπούς συμμόρφωσης με τα Άρθρα 127(4) και 282(5) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Άρθρο 2(1) της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (98/415/ΕΚ) καθότι έκρινε ότι το θέμα αυτό άπτεται των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ ως προς τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Επίσης, αναφέρει ότι ζήτησε τη γνώμη της ΕΚΤ εκτιμώντας τη βαρύτητα που δίνουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης κατά την αξιολόγηση της κυπριακής οικονομίας, στο θέμα των ΜΕΧ, οι οποίοι θέτουν ως βασικό κριτήριο για αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της κυπριακής οικονομίας την περαιτέρω μείωση των ΜΕΧ σε βιώσιμα επίπεδα και το γεγονός ότι οι εκποιήσεις είναι παγοποιημένες για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που παρήλθε από το Μάρτιο του 2020.