Άδεια λειτουργίας ως τράπεζα: Τι αλλάζει για εξέταση της αίτησης
16:24 - 04 Απριλίου 2022
Νομοσχέδιο με το οποίο δίδεται η δυνατότητα στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα να καταβάλλουν τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση της αίτησής τους, συζήτησε, μεταξύ άλλων, τη Δευτέρα η Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής.
Σκοπός του νομοσχεδίου, το οποίο τροποποιεί τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων νόμο, είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να δύναται να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα να καταβάλλουν τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση της αίτησής τους.
Κατά τη συζήτηση, Κεντρική Τράπεζα, Νομική Υπηρεσία και Σύνδεσμος Τραπεζών τάχθηκαν υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ αναφέρθηκε ότι ζητήθηκε και η άποψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επί του νομοσχεδίου.
Εκπρόσωπος της Κεντρικής Τράπεζας έφερε ως παράδειγμα ότι το κόστος για την εξέταση μιας αίτησης από τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων ανέρχεται σήμερα στα 5.000 ευρώ και πρόσθεσε πως πρόθεση είναι να εφαρμοστεί το ίδιο και για τις εταιρείες διαχείρισης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων όταν θα εγκριθεί η υπό συζήτηση νομοθεσία.
Επίσης, ανέφερε ότι η ΚΤ εξετάζει και τι πράττουν επί του θέματος οι υπόλοιπες χώρες του Ευρωσυστήματος σε ανάλογες περιπτώσεις.
Επιπλέον, σε ένα άλλο θέμα η Επιτροπή Οικονομικών συζήτησε εναρμονιστικό νομοσχέδιο σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων.
Εκπρόσωπος της Κεντρικής Τράπεζας ανέφερε ότι μια τράπεζα η οποία ζητεί αδειοδότηση λειτουργίας ως χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να διαθέτει αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον 5 εκατομμύρια ευρώ.
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας αναφέρθηκε σε εναρμονιστικό κενό και εξήγησε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει ψηφίσει σε κυπριακό νόμο αυτή τη εναρμονιστική διάταξη η οποία είναι υποχρεωτική για την Δημοκρατία και επιβάλλεται να την έχει στο νομοθετικό της κώδικα και «από λάθος και της Κυβέρνησης και της Βουλής» διαγράφηκε η διάταξη που αφορά την ανάγκη το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει αρχικό κεφάλαιο, τουλάχιστον 5 εκατομμύρια ευρώ.
«Οπότε ενώ ήμασταν εναρμονισμένοι τώρα είμαστε σε εναρμονιστικό κενό και πρέπει να ξαναψηφιστεί κατ΄ επιταγή του νομοθέτη της ΕΕ διότι αυτή την στιγμή υφίσταται εναρμονιστικό κενό για το οποίο η Δημοκρατία εκτίθεται ανά πάσα στιγμή, εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, σε διαδικασία επί παράβαση», υπογράμμισε.
Επιπλέον, η Επιτροπή συζήτησε επί της αρχής νομοσχέδιο αναφορικά με την επιβολή εγγυητικού τέλους σε πιστωτικό ίδρυμα που επωφελήθηκε από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που δημιουργήθηκε από φορολογικές ζημιές. Όπως αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση, το εγγυητικό τέλος μπορεί να ανέλθει στα 6,2 εκατομμύρια ευρώ στην περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ανακοινώσει κέρδος στα οικονομικά αποτελέσματα ενός έτους. Το θέμα θα εξεταστεί εκ νέου αφού διευκρινιστούν σειρά ζητημάτων που έθεσαν τα μέλη της Επιτροπής μεταξύ των οποίων και τι θα γίνει με τράπεζες που ανακοίνωσαν ζημιές τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.
Επίσης, η Επιτροπή Οικονομικών συζήτησε επί της αρχής εναρμονιστικό νομοσχέδιο που αφορά τον έλεγχο Ρευστών Διαθεσίμων που Εισέρχονται ή Εξέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Άσκησης Ενδοενωσιακών Ελέγχων σε Ρευστά Διαθέσιμα.
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι ο έλεγχος ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και ρυθμίσεων για την άσκηση ελέγχων σε ρευστά διαθέσιμα που εισέρχονται ή εξέρχονται στην/από τη Δημοκρατία από/προς άλλο κράτος μέλος.
Αναφέρθηκε ότι στην περίπτωση παράλειψης δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων ο υφιστάμενος νόμος προβλέπει ποινή μέχρι 50.000 ευρώ, ενώ με το προτεινόμενο νομοσχέδιο το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται με την επιβολή ποινής μέχρι 100.000 ευρώ ή φυλάκιση μέχρι και 3 χρόνια η και τις δύο ποινές. Παράλληλα, δύναται τα ρευστά διαθέσιμα να κατακρατηθούν ή να κατασχεθούν ως υποκείμενα εις δήμευση.
Αναφέρθηκε επίσης ότι υπήρξαν περιπτώσεις που δεν είχαν οι κάτοχοι χρημάτων να αποδείξουν το νόμιμο της προέλευσης των χρημάτων, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις ανέρχονταν μέχρι και 500.000 ευρώ και προέρχονταν από διακίνηση ναρκωτικών.
Επίσης, η Επιτροπή Οικονομικών συζήτησε την τροποποίηση του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων νόμου έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) να δίδει την παράταση προθεσμιών, σε περιπτώσεις όπου οι συνθήκες που επικρατούν στη Δημοκρατία επηρεάζουν τη δυνατότητα συμμόρφωσης των εποπτευομένων της ΕΚΚ με οποιαδήποτε από τις προθεσμίες που τίθενται στην αντίστοιχη βασική νομοθεσία.
Εκπρόσωπος της νομικής υπηρεσίας έθεσε θέμα, όπως η απόφαση της ΕΚΚ με την οποία θα δίδει παράταση προθεσμιών, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Πρέπει να αποφασίσει το ΥΠΟΙΚ κατά πόσον είναι ατομικής φύσεως ή κανονιστικής φύσεως, σημείωσε.
Εκπρόσωπος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εισηγήθηκε όπως η παράταση δίδεται με έκδοση οδηγίας από την Επιτροπή. Το θέμα θα συζητηθεί εκ νέου στην Επιτροπή Οικονομικών.