Τράπεζα Κύπρου: Δικαίωση για αξιόγραφα με 7 χρόνια καθυστέρηση
15:45 - 11 Ιουνίου 2020
Έπειτα από 7 χρόνια αναμονής, η Τράπεζα Κύπρου δικαιώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο στην ουσία σε απόφαση του ακύρωσε το καταδικαστικό πόρισμα της Κεντρικής Τράπεζας το 2013 και του τότε Διοικητή Πανίκου Δημητριάδη, το οποίο ανέφερε ότι παραβίασαν τη νομοθεσία οι Τράπεζες Κύπρου και Λαϊκή στο θέμα των αξιογράφων.
Τα γεγονότα
Τότε ο κ. Δημητριάδης σε επιστολή του προς τον τότε Πρόεδρο του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου Χρίστη Χασάπη έκανε λόγο για την παράλειψη συμμόρφωσης της Τράπεζας με ορισμένες διατάξεις του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 και της Οδηγίας που εκδόθηκε βάσει του εν λόγω Νόμου για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Τραπεζών κατά την Παροχή Επενδυτικών ή Παρεπόμενων Υπηρεσιών και κατά την Ασκηση Επενδυτικών Δραστηριοτήτων του 2007.
«Οι παραβάσεις των σχετικών διατάξεων του Νόμου και της Οδηγίας δεικνύουν κενά και αδυναμίες στα μέτρα και τις διαδικασίες που εφάρμοσε η Τράπεζα κατά την έκδοση αξιογράφων κεφαλαίου του έτους 2009 περιλαμβανομένης της σωστής παροχής αντικειμενικής και ορθής πληροφόρησης προς τους ενδιαφερόμενους», ανέφερε τότε
Συγκεκριμένα, η Τράπεζα Κύπρου με βάση το τότε πόρισμα της Κεντρικής παραβίασε:
1. Το άρθρο 18 (2) (α) του Νόμου καθότι η Τράπεζα δεν εφάρμοσε κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις της δυνάμει του Νόμου και της Οδηγίας.
2. Το άρθρο 36 (1) (α) του Νόμου καθώς οι πληροφορίες που απευθύνονταν σε πελάτες ή πιθανούς πελάτες δεν ήταν σαφείς, ακριβείς και μη παραπλανητικές.
3. Το άρθρο 36 (1) (β) του Νόμου καθώς η πληροφόρηση που παρείχε η Τράπεζα στους πελάτες ή πιθανούς πελάτες δεν ήταν σε κατανοητή μορφή σχετικά με τα ίδια τα χρηματοοικονομικά μέσα ώστε να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προτεινόμενου χρηματοοικονομικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις με επίγνωση.
4. Το άρθρο 36 (1) (γ) του Νόμου καθώς δεν τηρήθηκε από την Τράπεζα η υποχρέωση άντλησης πληροφοριών για τους πελάτες ή πιθανούς πελάτες σχετικά με τις γνώσεις και πείρα τους στον επενδυτικό τομέα καθώς και την οικονομική κατάσταση και επενδυτικούς τους στόχους.
5. Το άρθρο 52 (1) του Νόμου καθώς πρόσωπα που απασχολούνταν στην Τράπεζα και παρείχαν επενδυτικές συμβουλές δεν ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο.
6. Το άρθρο 6 της Οδηγίας καθότι οι προϋποθέσεις σε σχέση με την πληροφόρηση την οποία είχε υποχρέωση η Τράπεζα να απευθύνει στους πελάτες ή πιθανούς πελάτες δεν έχουν τηρηθεί.
7. Το άρθρο 10 της Οδηγίας καθότι η Τράπεζα δεν παρείχε σε ιδιώτες πελάτες ή πιθανούς πελάτες γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων των χρηματοοικονομικών μέσων με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε ο πελάτης να μπορεί να λάβει επενδυτικές αποφάσεις βασισμένες σε σωστή ενημέρωση και
8. Το άρθρο 14 της Οδηγίας καθότι η Τράπεζα δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση της καταλληλότητας των πελατών ή πιθανών πελατών να επενδύσουν σε αξιόγραφα.
Ο κ. Δημητριάδης είχε αναφέρει ότι η Τράπεζα παρείχε την επενδυτική υπηρεσία της επενδυτικής συμβουλής σε σχέση με τα αξιόγραφα και ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές οι θέσεις της Τράπεζας αναφορικά με την ανάγκη εξέτασης της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά και του ελέγχου του επιπέδου των γνώσεων του κάθε επενδυτή για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το κατά πόσον έχει παρασχεθεί η επενδυτική υπηρεσία της επενδυτικής συμβουλής.
Επίσης, ο Πανίκος Δημητριάδης είχε απορρίψει τη θέση της Τράπεζας για μεροληπτική διάθεση της ΚΤ έναντι της Τράπεζας Κύπρου. «Η Τράπεζά σας αντιμετωπίζεται με αντικειμενικότητα και θεωρώ ότι τέτοιου είδους κατηγορίες είναι αβάσιμες και ατεκμηρίωτες», είχε τονίσει τότε.
Η απόφαση
Με βάση την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν διαφάνηκε ότι η Τράπεζα Κύπρου, εμπλεκόταν, κατά την έκδοση των αξιογράφων το 2009, σε πρακτικές, προώθησης της διάθεσης των αξιογράφων.
Τονίστηκε επίσης στην απόφαση του Δικαστηρίου, πως κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν υποβλήθηκαν γραπτά παράπονα από επενδυτές για αθέμιτη προώθηση των επενδυτικών προϊόντων της τράπεζας.
Αναφέρεται επίσης στην απόφαση πως ο Πανίκος Δημητριάδης, δεν μπορούσε να λειτουργήσει και δεν λειτούργησε ως ανεξάρτητος και ουδέτερος κριτής, και δεν μπορούσε να κρίνει αμερόληπτα την ευθύνη της Τράπεζας καθώς ήταν προϊστάμενος των ερευνών λειτουργών.
Παράλληλα δικαίωσε και τη θέση της Τράπεζας, ότι κάθε περίπτωση έπρεπε να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά, τονίζοντας εμμέσως πλην σαφώς πως η Κεντρική έβγαλε γενικά συμπεράσματα στο πόρισμα της.
Με βάσει λοιπόν τα πιο πάνω η προσφυγή της Τράπεζας πέτυχε και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Παράλληλα επιδικάζονται και έξοδα υπέρ της και εναντίον της Κεντρικής τα οποία θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στην Τράπεζα πάντως θεωρούν αυτή την απόφαση σταθμό και για μελλοντικές αγωγές που εκκρεμούν εναντίον της στο θέμα των αξιογράφων.