Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο, συνήθως όταν η οικονομία δείχνει σημάδια σταθερότητας και οι συντεχνίες αισθάνονται πως υπάρχει περιθώριο διεκδικήσεων. Πρόκειται όμως για έναν θεσμό που, αντί να υπηρετεί τη σύγχρονη αγορά εργασίας, παραμένει αγκιστρωμένος σε μια λογική άλλης εποχής, μιας εποχής που η οικονομία ήταν πιο κλειστή, οι αγορές λιγότερο ανταγωνιστικές και ο ρόλος του κράτους παρεμβατικός.
Η συζήτηση που άνοιξε ξανά για το μέλλον της ΑΤΑ, και κυρίως η απαίτηση για καθολική εφαρμογή της σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αναδεικνύει ένα πρόβλημα, αυτό των συντεχνιών και της υπερβολικής επιρροής τους στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η κυπριακή αγορά εργασίας, σε πολλούς τομείς, λειτουργεί υπό καθεστώς «υπερσυνδικαλισμού». Αντί ο κοινωνικός διάλογος να αναζητεί ισορροπίες, καταλήγει συχνά να είναι ένα παιχνίδι πίεσης, με τους εργοδότες και την ίδια την οικονομία σε θέση άμυνας.
Η απόφαση των εργοδοτικών οργανώσεων να απορρίψουν την πρόταση για επέκταση της ΑΤΑ δεν ήταν πράξη αδιαλλαξίας, αλλά πράξη ρεαλισμού. Σε μια εποχή όπου η Ευρώπη αναζητεί τρόπους να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της απέναντι στις ΗΠΑ, την Κίνα και τις αναδυόμενες οικονομίες, η επιβάρυνση των επιχειρήσεων με ένα μηχανισμό όπως η ΑΤΑ, λειτουργεί αναχρονιστικά και αποτρεπτικά.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εδώ και χρόνια προωθεί πολιτικές φιλελευθεροποίησης της αγοράς εργασίας με μείωση της υπερρύθμισης, ευελιξία στις συμβάσεις, διευκόλυνση της κινητικότητας κ.α. Κι αυτό, όχι επειδή υποτιμά την κοινωνική προστασία, αλλά επειδή έχει γίνει πλέον φανερό ότι χωρίς ευελιξία, δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη. Αντίθετα, σε χώρες όπου ο συνδικαλισμός διατηρεί υπέρμετρη δύναμη, η αγορά παγώνει, οι επενδύσεις αναβάλλονται και οι επιχειρήσεις διστάζουν να προχωρήσουν σε επεκτάσεις.
Η Κύπρος, δυστυχώς, εξακολουθεί να φέρει πολλές από αυτές τις παθογένειες. Ο δημόσιος τομέας παραμένει το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Για παράδειγμα, οι συντεχνίες των εκπαιδευτικών αρνούνται να συζητήσουν οποιαδήποτε αξιολόγηση, ενώ εκείνες των κυβερνητικών γιατρών αντιστέκονται στη λειτουργία πανεπιστημιακών κλινικών και σε κάθε μεταρρύθμιση η απάντηση είναι σχεδόν πάντοτε η ίδια, με απειλές για απεργίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εκσυγχρονισμός του κράτους μας προχωρεί τόσο αργά.
Η ΑΤΑ, σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι απλώς ένα εργαλείο «προστασίας» των μισθών, αλλά και ένα σύμβολο συντεχνιακής ισχύος. Όμως η ισχύς αυτή, όσο κι αν παρουσιάζεται ως υπεράσπιση των εργαζομένων, τελικά ζημιώνει και τους ίδιους. Μια οικονομία που χάνει την ανταγωνιστικότητά της, που βλέπει το λειτουργικό της κόστος να αυξάνεται, δεν μπορεί να δημιουργήσει νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Και οι πρώτοι που το πληρώνουν αυτό είναι οι νέοι, οι χαμηλόμισθοι, οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα και σίγουρα όχι οι προνομιούχοι του δημοσίου.
Η ΑΤΑ δεν είναι κοινωνική πολιτική. Είναι ένας αυτόματος μηχανισμός που μετακυλίει το βάρος του πληθωρισμού από τον εργαζόμενο στον εργοδότη, χωρίς να αυξάνει την παραγωγικότητα ή την αξία της εργασίας. Αντί να ενισχύει την αγοραστική δύναμη, τελικά την υπονομεύει, αφού οδηγεί σε νέο κύκλο αυξήσεων τιμών. Είναι, με άλλα λόγια, μια συνταγή πληθωρισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να μείνουν απροστάτευτοι απέναντι στην ακρίβεια. Σημαίνει, όμως, ότι η προστασία αυτή πρέπει να είναι στοχευμένη και ρεαλιστική. Οι καλές επιχειρήσεις ήδη το πράττουν, αφού προσφέρουν παροχές, μπόνους, ευέλικτα ωράρια και αυξήσεις ανάλογα με την απόδοση. Αυτός είναι ο υγιής δρόμος, όχι η επιβολή ενός καθολικού μηχανισμού που εξισώνει διαφορετικές πραγματικότητες.
Αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να σταθεί στο πλευρό των εργαζομένων, μπορεί να το κάνει ενισχύοντας την κατάρτιση, τη δια βίου μάθηση, την πρόσβαση στην τεχνολογία, την αξιοκρατία. Αυτά είναι τα εφόδια που εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμη ευημερία, όχι μια αυτόματη τιμαριθμική αύξηση που απλώς μεταθέτει το πρόβλημα πάρα κάτω.
Η συζήτηση για την ΑΤΑ θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία να επαναξιολογήσουμε συνολικά το πώς αντιλαμβανόμαστε την αγορά εργασίας. Να κοιτάξουμε τις στρεβλώσεις και να τις διορθώσουμε. Να αποδεχθούμε πως σε μια σύγχρονη, ανοιχτή οικονομία δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να λειτουργούμε με τα εργαλεία της δεκαετίας του ’70. Όσο κι αν ενοχλεί, η πραγματικότητα είναι ότι η ανταγωνιστικότητα δεν συμβαδίζει με την ακινησία.
Το ζητούμενο δεν είναι να εξαντληθεί ο κοινωνικός διάλογος σε ένα ναι ή όχι στην ΑΤΑ, αλλά να τολμήσουμε να θέσουμε το ερώτημα, ποια μορφή αγοράς εργασίας θέλουμε για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Μια αγορά δεσμευμένη από συντεχνιακές ισορροπίες, ή μια αγορά ανοιχτή, ευέλικτη και δυναμική, που θα δίνει ευκαιρίες και σε επιχειρήσεις και σε εργαζομένους;
Η απάντηση θα καθορίσει και το μέλλον της κυπριακής οικονομίας. Γιατί η ανάπτυξη δεν χτίζεται με επιδόματα, αλλά με εμπιστοσύνη, ευελιξία και παραγωγικότητα. Και σε αυτή τη διαδρομή, ο εκσυγχρονισμός της αγοράς εργασίας δεν είναι ιδεολογική επιλογή, αλλά αναγκαιότητα. Επί τέλους, πρέπει να μπει ένα τέλος στον λαϊκισμό και τον εκβιασμό, με όμηρο την οικονομία.







