Το ευρώ έχει υποχωρήσει περισσότερο από 2% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ από τότε που η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε σε συμφωνία με τον Λευκό Οίκο, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με το αν η μαζική άνοδος που σημείωσε φέτος έναντι του αμερικανικού νομίσματος έχει φτάσει στο τέλος της.
Ωστόσο, αναλυτές δήλωσαν στο CNBC ότι, ενώ το ευρώ ενδέχεται να υποχωρήσει περαιτέρω βραχυπρόθεσμα -ιδίως δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ παραμένει επιφυλακτική όσον αφορά τη μείωση των επιτοκίων- διάφοροι παράγοντες θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ανοδική του δυναμική, ιδίως προς το 2026.
Η Τζέιν Φόλεϊ, επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος στη Rabobank, δήλωσε ότι πολλές καλές ειδήσεις είχαν ήδη τιμολογηθεί στο ευρώ κατά τη διάρκεια της άνοιξης, αλλά ότι η συμφωνία-πλαίσιο της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ «έφερε τα πράγματα στην κανονικότητα».
Οι αναλυτές έχουν επισημάνει ότι, ενώ η συμφωνία αποτρέπει την κλιμάκωση σε ένα χειρότερο σενάριο δασμών 30%, απαιτεί πολλές παραχωρήσεις από την Ε.Ε. και καθορίζει ένα βασικό ποσοστό 15%, το οποίο εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερο από το προηγούμενο.
«Η εμπορική συμφωνία μπορεί να μειώσει την αβεβαιότητα, αλλά θα αποτελέσει εμπόδιο για την ανάπτυξη στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, γεγονός που ενισχύει τις προβλέψεις των οικονομολόγων ότι η γερμανική ανάπτυξη ενδέχεται να παραμείνει σε στάση φέτος», δήλωσε η ίδια.
Η ομάδα της Rabobank δήλωσε ότι πιστεύει ότι η άνοδος του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ ήταν υπερβολική και ότι «αναμένεται κάποια διόρθωση», και ότι το ευρώ θα παραμείνει υπό πίεση σε κλίμακα ενός έως τριών μηνών.
«Πιστεύουμε ότι η ανάκαμψη του δολαρίου έναντι του ευρώ έχει περιθώρια να συνεχιστεί», δήλωσε ο Μάθιου Ράιαν, επικεφαλής στρατηγικής αγοράς στην Ebury.
«Οι αγορές έχουν σαφώς την άποψη ότι η εμπορική συμφωνία θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στην οικονομία της Ε.Ε.. Συνδυάστε το με την ανθεκτικότητα των στοιχείων των ΗΠΑ και το ξεπούλημα του δολαρίου μετά την χειρότερη επίδοση του εδώ και πάνω από πέντε δεκαετίες το α’ εξάμηνο του έτους και η ανάκαμψη του δολαρίου δεν είναι έκπληξη», προσέθεσε.
Ωστόσο, ενώ η Rabobank προβλέπει αδυναμία του ευρώ σε τρίμηνη βάση, οι αναλυτές της ολλανδικής τράπεζας εκτιμούν ότι θα ενισχυθεί το 2026 υποθέτοντας ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα υιοθετήσει μια πιο επιθετική στάση το επόμενο έτος.
Η ισοτιμία του ευρώ στα 1,2 δολάρια δεν έχει επιτευχθεί εδώ και τέσσερα χρόνια και θα σηματοδοτούσε μια σημαντική αναστροφή από τα τέλη του 2024, όταν τα νομίσματα φαινόταν να επιστρέφουν προς την απόλυτη ισοτιμία, λόγω των προσδοκιών ότι η Fed θα διατηρούσε τα επιτόκια υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενόψει του πληθωριστικού κινδύνου από τους δασμούς.
Ενώ η συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας υποδηλώνει ότι η κεντρική τράπεζα θα παραμείνει επιφυλακτική όσον αφορά τη μείωση των επιτοκίων, δύο από τους 11 υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ψήφισαν κατά της απόφασης για διατήρηση των επιτοκίων σταθερών.
Το αποτέλεσμα ήταν η μεγαλύτερη διαφωνία μεταξύ των διοικητών της Fed από τα τέλη του 1993.
Παράλληλα, πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν το μήνυμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην τελευταία της συνεδρίαση ως ένδειξη ότι έχει πλέον ολοκληρώσει τις μειώσεις των επιτοκίων.
Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, εκτιμά ότι το δολάριο θα επαναλάβει την πτωτική του πορεία το αργότερο στις αρχές του 2026, λόγω της σχετικής διαφοράς στην τάση ανάπτυξης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης.
«Βραχυπρόθεσμα, η ανακούφιση από την χαλάρωση των εμπορικών εντάσεων και η απροθυμία της Fed να μειώσει τα επιτόκια θα συμβάλουν στη σταθεροποίηση του δολαρίου κοντά στα τρέχοντα επίπεδα για το υπόλοιπο του έτους», δήλωσε ο ίδιος. «Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες αρνητικές επιδράσεις δε θα εξαφανιστούν».
Αυτές περιλαμβάνουν την προστατευτική εμπορική στάση της κυβέρνησης Τραμπ, τους περιορισμούς στη μετανάστευση και τις «μη βιώσιμες» δημοσιονομικές πολιτικές, σύμφωνα με την ανάλυσή του.
Ταυτόχρονα, η Ευρώπη φαίνεται να ανακτά την οικονομική της δυναμική χάρη στη δημοσιονομική επέκταση και σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, με τη «μείωση του διατλαντικού χάσματος ανάπτυξης» να αναμένεται να αποδειχθεί αρνητικό για το δολάριο, ακόμη και αν ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης των ΗΠΑ παραμείνει υψηλότερος από αυτόν της Ευρώπης.
Οι αναλυτές της Goldman Sachs ανέφεραν ότι οι εμπορικές συμφωνίες του Λευκού Οίκου μέχρι στιγμής είναι πιθανό να επιβαρύνουν το δολάριο με την πάροδο του χρόνου, δεδομένου του υψηλότερου βασικού δασμολογικού συντελεστή που καθορίζουν για τις ΗΠΑ.
«Τώρα που οι αγορές έχουν καλύτερη εικόνα της ‘ζώνης προσγείωσης’, οι διαχειρίσιμες αλλά σημαντικές αλλαγές στους δασμολογικούς συντελεστές θα πρέπει να επηρεάσουν τις σχετικές προοπτικές για την οικονομική απόδοση των ΗΠΑ, γεγονός που θα μειώσει το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών και ως εκ τούτου θα συνεχίσει να υπονομεύει την ισχύ του δολαρίου».