Άλλη εποχή στο διατλαντικό εμπόριο αν οι ΗΠΑ επιβάλουν τελικά δασμούς 30% στα ευρωπαϊκά προϊόντα
InBusinessNews 16:37 - 17 Ιουλίου 2025

Οι δασμοί 30% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που απειλεί να επιβάλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, εάν τελικά εφαρμοστούν, θα αλλάξουν τα δεδομένα για την Ευρώπη, καταστρέφοντας ολόκληρους τομείς του διατλαντικού εμπορίου και αναγκάζοντας την επανεξέταση του εξαγωγικού οικονομικού μοντέλου της.
Οι Ευρωπαίοι υπουργοί που συνεδρίασαν στη Βρυξέλλες παρέμειναν πεπεισμένοι ότι μπορούν να επαναφέρουν τον Τραμπ από το χείλος του γκρεμού πριν από την προθεσμία της 1ης Αυγούστου και να καταλήξουν σε συμφωνία που θα διατηρήσει σε γενικές γραμμές ανέπαφη τη διμερή εμπορική σχέση αξίας 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ωστόσο, οι απότομες μεταβολές στη στάση του Τραμπ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση – την οποία άλλοτε χαρακτηρίζει φιλική και άλλοτε κατηγορεί ότι δημιουργήθηκε ειδικά για να καταστρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες – διατηρούν για την ώρα πολύ ζωντανή την απειλή του 30%.
«Θα είναι σχεδόν αδύνατο να συνεχίσουμε το εμπόριο όπως έχουμε συνηθίσει στις διατλαντικές σχέσεις», δήλωσε ο επικεφαλής εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφτσοβιτς, σχετικά με το ποσοστό 30%.
Οι αξιωματούχοι της ΕΕ ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζημιά συμφωνώντας σε ένα βασικό δασμό περίπου 10% – αυτόν που ισχύει σήμερα – με επιπλέον εξαιρέσεις για βασικούς τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.
Πέρυσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το ένα πέμπτο του συνόλου των εξαγωγών της ΕΕ και ήταν ο μεγαλύτερος εταίρος της. Το πρόβλημα του Τραμπ είναι το έλλειμμα 235 δισεκατομμυρίων δολαρίων που δημιουργείται από το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών, παρόλο που οι ΗΠΑ έχουν τεράστιο πλεόνασμα στις υπηρεσίες.
Ο αντίκτυπος της αύξησης του κόστους των ευρωπαϊκών εξαγωγών – από φαρμακευτικά προϊόντα έως αυτοκίνητα, μηχανήματα ή κρασί – σε επίπεδα που θα τις καθιστούν μη βιώσιμες για τους Αμερικανούς καταναλωτές θα είναι άμεσα αισθητός.
Οικονομολόγοι της Barclays εκτιμούν ότι ένας μέσος δασμολογικός συντελεστής 35% στα προϊόντα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβαίων και των τομεακών δασμών, σε συνδυασμό με αντίποινα 10% από τις Βρυξέλλες, θα μείωνε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες το ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Αυτό θα απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της ήδη πενιχρής ανάπτυξης της Ευρωζώνης και πιθανόν θα οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε περαιτέρω μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά 2%.
«Ο πληθωρισμός πιθανόν θα υπολείπεται του στόχου του 2% σε μεγαλύτερο βαθμό και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προκαλώντας μια πιο διαλλακτική νομισματική πολιτική – με το επιτόκιο καταθέσεων να φτάνει ενδεχομένως το 1% έως τον Μάρτιο του 2026», ανέφεραν οι αναλυτές της Barclays.
Μια πρόσφατη εκτίμηση του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου IW διαπίστωσε ότι δασμοί 20% έως 50% θα κόστιζαν στην οικονομία της Γερμανίας, ύψους 4,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ, περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια ευρώ από σήμερα έως το 2028.
Αν και αρκετά μικρή σε ποσοστιαία βάση, η απώλεια αυτή θα μπορούσε να ανατρέψει τα σχέδια του καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς να προωθήσει φορολογικές περικοπές και να δαπανήσει περισσότερα για την ανανέωση των παραμελημένων υποδομών της χώρας.
«Θα πρέπει να αναβάλουμε μεγάλο μέρος των προσπαθειών μας στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, διότι θα επηρεάσει τα πάντα και θα πλήξει σοβαρά τη γερμανική εξαγωγική βιομηχανία», δήλωσε ο Μερτς το Σαββατοκύριακο σχετικά με τον δασμό 30%.
Μακροπρόθεσμα, τίθενται μεγαλύτερα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη θα ανακτήσει την απώλεια δραστηριότητας, προκειμένου να δημιουργήσει τα φορολογικά έσοδα και τις θέσεις εργασίας που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση των φιλοδοξιών της, από τη φροντίδα του γηράσκοντος πληθυσμού έως τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό.
Στο πλαίσιο της υφιστάμενης πολιτικής της για τη διαφοροποίηση του εμπορίου, η ΕΕ έχει επιτύχει την επίτευξη προκαταρκτικών συμφωνιών με νέους εταίρους, αλλά – όπως δείχνει η συνεχιζόμενη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της γιγαντιαίας εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-Mercosur – δυσκολεύεται να τις υπογράψει και να τις επικυρώσει πλήρως.
«Η ΕΕ δε διαθέτει διαφορετικές αγορές στις οποίες μπορεί να στραφεί και να πουλήσει», δήλωσε ο Βαργκ Φόλκμαν, αναλυτής στο think tank European Policy Centre, αναφερόμενος στα μακροχρόνια και πολύπλοκαχρονοδιαγράμματα των κλασικών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου.
Ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι η αντιπαράθεση με τον Τραμπ είναι αυτό που χρειάζεται η ΕΕ για να ολοκληρώσει τις μακροχρόνιες μεταρρυθμίσεις της ενιαίας αγοράς, να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση και να εξισορροπήσει την οικονομία της, απομακρύνοντάς την από τις εξαγωγές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ της παραγωγής.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει εκτιμήσει ότι τα εσωτερικά εμπόδια της ΕΕ στην ελεύθερη ροή των δραστηριοτήτων ισοδυναμούν με δασμούς 44% για τα αγαθά και 110% για τις υπηρεσίες. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία πιο ελεύθερων διασυνοριακών κεφαλαιαγορών, έχουν σημειώσει ελάχιστη πρόοδο εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία.
«Είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις. Δεν υπάρχει συμφωνία για εμβάθυνση. Τα εμπόδια επιβάλλονται από τα ίδια τα μέλη της ΕΕ προς όφελός τους», δήλωσε ο Φόλκμαν σχετικά με το πλέγμα των εθνικών κανονισμών.
Πώς όλα αυτά θα επηρεάσουν τη διαπραγματευτική στρατηγική της ΕΕ στις λιγότερο από τρεις εβδομάδες που απομένουν είναι ακόμα άγνωστο, αλλά προς το παρόν, η Ένωση παραμένει προσηλωμένη στη στάση της να είναι ανοιχτή σε διαπραγματεύσεις, ενώ προετοιμάζει αντίποινα σε περίπτωση αποτυχίας.
Όπως, όμως, αναφέρει το Reuters, ένα στοιχείο που θα μπορούσε να πείσει τον Τραμπ να καταλήξει σε συμφωνία, σύμφωνα με ορισμένους Ευρωπαίους παρατηρητές, είναι ότι η παρατεταμένη αβεβαιότητα μπορεί από μόνη της να αναβάλει τη μείωση των επιτοκίων της Fed, την οποία τόσο επιθυμεί ο Αμερικανός πρόεδρος.
«Οι τελευταίες εξελίξεις στον εμπορικό πόλεμο υποδηλώνουν ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να διαμορφωθεί μια εικόνα για το σημείο ‘προσγείωσης’ των δασμών, κάτι που φυσικά αυξάνει την αβεβαιότητα για όλους, συμπεριλαμβανομένης της Fed», δήλωσε ο Ζιλ Μοέκ, επικεφαλής οικονομολόγος της AXA.
«Με αυτή τη νέα επίθεση οι εκκλήσεις για γρήγορη μείωση γίνονται ακόμη πιο δύσκολο να δικαιολογηθούν», συμπλήρωσε.
Πηγή: newmoney