Εδώ και καιρό, στο μικροσκόπιο βρίσκονται τα ούτως καλούμενα «υπερκέρδη» των εταιρειών παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Εκείνο που επιμελώς βάζουμε κάτω από το χαλί, είναι ποιο μήνυμα ακριβώς δίνουμε προς όσους εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να επενδύσουν στην Κύπρο σε οποιοδήποτε τομέα. Γιατί ουσιαστικά είναι σαν να τους λέμε:
«Ελάτε, επενδύστε εκατομμύρια, επωμιστείτε το όποιο ρίσκο και κόστος, αλλά εάν για ένα χρονικό διάστημα κρίνουμε πως παρουσιάσατε αυξημένα κέρδη, θα αλλάξουμε το φορολογικό πλαίσιο και θα φορολογηθείτε επιπλέον». Αν αυτό δεν είναι λαϊκισμός, τότε τι είναι;
Σήμερα είναι οι παραγωγοί ΑΠΕ, αύριο μπορεί να είναι κάποιος άλλος κλάδος. Και δεν είναι μόνο το λανθασμένο μήνυμα που δίνεται προς τους επενδυτές προς πάσα κατεύθυνση και τις τράπεζες που χρηματοδοτούν αυτές τις επενδύσεις, αλλά είναι και το αβέβαιο επενδυτικό κλίμα που καλλιεργείται με αυτές τις άτσαλες κινήσεις για να έχουμε με το μέρος μας το κοινό λαϊκό αίσθημα. Την ώρα μάλιστα που πανηγυρίζουμε για την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας.
Δεν είμαι παραγωγός ΑΠΕ. Μπορώ όμως να αντιληφθώ τι σημαίνει για μια επιχείρηση να επενδύει σ’ έναν ευάλωτο τομέα, όπως είναι η αγορά ενέργειας, η οποία αφήνεται να λειτουργεί σε μια μεταβατική περίοδο, με συνεπακόλουθο ένα σωρό ασάφειες και στρεβλώσεις.
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί για το μέγεθος των επενδύσεων στον κλάδο, καθώς από το 2012 έχουν επενδυθεί πέραν των 700 εκατομμυρίων, με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία του τόπου, συμπεριλαμβανομένου και της δημιουργίας δεκάδων θέσεων εργασίας.
Παρά όμως τις τεράστιες επενδύσεις, παραγωγοί και προμηθευτές ενέργειας είναι υποχρεωμένοι να λειτουργούν σε ένα ασταθές πλαίσιο και να είναι υπόλογοι στις διαθέσεις των καιρικών συνθηκών. Αυτό διότι αναγκάζονται να δηλώνουν έναν μήνα προηγουμένως τις προβλέψεις τους για την παραγωγή και τη ζήτηση που θα έχουν.
Αν οι προβλέψεις τους αποκλίνουν, τους επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι και 15 σεντς/kWh. Ποινή, πολύ ψηλότερη από το μέσο κόστος παραγωγής.
Στα ρίσκα που είναι υποχρεωμένοι να επωμιστούν παραγωγοί και προμηθευτές, συγκαταλέγονται και οι περικοπές. Τι και αν δεν ευθύνονται οι ίδιοι για την αδυναμία του κράτους να επενδύσει σε ένα σύστημα, ικανό να απορροφήσει την πράσινη ενέργεια;
Είναι αναγκασμένοι μέσα από τις περικοπές να λειτουργούν στο 70% της δυναμικότητάς τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μια επιχείρηση. Το αποτέλεσμα είναι να πετάμε στον κάλαθο πράσινη ενέργεια, αλλά εμείς οι καταναλωτές να φορτωνόμαστε και με επιπλέον κόστος στους λογαριασμούς ρεύματος.
Γιατί αυτή η χαμένη ενέργεια, αντικαθίσταται από την παραγωγή με συμβατικά καύσιμα και κατά επέκταση επιφέρει ένα κόστος εκατομμυρίων σε δικαιώματα ρύπων.
Στα πιο πάνω, να προσθέσουμε ότι οι συμμετέχοντες στη μεταβατική αγορά ενέργειας καλούνται όταν παρουσιάσουν έλλειμμα να αγοράσουν ενέργεια από την αγορά σε χονδρική τιμή. Αυτή η τιμή καθορίζεται από την ΑΗΚ Παραγωγή, η οποία πουλάει στην ΑΗΚ Προμήθεια και στους άλλους προμηθευτές.
Ωστόσο, όταν οι συμμετέχοντες έχουν πλεόνασμα ενέργειας, πληρώνονται με χαμηλότερες τιμές (στο κόστος αποφυγής). Η διαφορά στις δύο αυτές τιμές κατά τους καλοκαιρινούς μήνες φτάνει στο 20%, κάτι το οποίο μειώνει περαιτέρω την κερδοφορία των παραγωγών ΑΠΕ.
Παρά λοιπόν να αναλωνόμαστε στα ούτω καλούμενα «υπερκέρδη» των ΑΠΕ, γιατί δεν επικεντρωνόμαστε στην ουσία; Και αυτή είναι μία. Δεν ευθύνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ για τους υπερ-φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Και αυτοί δεν είναι σίγουρα ούτω καλούμενοι. Είναι πέρα για πέρα πραγματικοί. Φταίει το ότι ως χώρα ποτέ δεν σχεδιάσαμε μια μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική, που να μην διαφοροποιείται κάθε φορά που αλλάζει η εκτελεστική εξουσία.
Φταίει το απαρχαιωμένο ηλεκτρικό δίκτυο. Φταίει η γραφειοκρατία που δεν διευκολύνει την υλοποίηση των απαραίτητων αναβαθμίσεων στον τομέα της ενέργειας. Φταίει η καθυστέρηση στην έλευση του φυσικού αερίου και η εξάρτησή μας από συμβατικά καύσιμα. Και ένα σωρό άλλα.
Οπότε, οφείλουμε να εστιάσουμε στη λύση. Στην επιβεβλημένη λειτουργία της Ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρισμού, αντί κάθε τρεις και λίγο να εφευρίσκουμε τρόπους για να ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο το μονοπωλιακό καθεστώς της ΑΗΚ.
Η φιλελευθεροποίηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι αναγκαία και επιβεβλημένη για να επέλθει επιτέλους η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, καθώς και η εξυγίανση των τιμών του ηλεκτρισμού στη χώρα μας.
Εκτός από την εξάλειψη των στρεβλώσεων που παρατηρούνται κατά την τωρινή μεταβατική περίοδο, ο καθένας θα μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τον προμηθευτή της αρεσκείας του, με πραγματικούς κερδισμένους τους Κύπριους καταναλωτές.
Παράλληλα, η λειτουργία της Ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρισμού θα επιτρέψει χαμηλότερες χρεώσεις κατά τις ώρες υψηλής παραγωγής από ΑΠΕ και υψηλότερες κατά τις βραδινές ώρες.
Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει καλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, μειώνοντας τις περικοπές πράσινης ενέργειας, προάγοντας όχι μόνο τη χρήση ΑΠΕ, αλλά μειώνοντας συνάμα το συνολικό κόστος για τους καταναλωτές.
Άρα, αντί να φωνάζουμε για τα λεγόμενα «υπερκέρδη», γιατί δεν φωνάζουμε να προχωρήσει βάσει χρονοδιαγράμματος η έναρξη της Ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρισμού τον Ιούλιο του 2025; Ή καλύτερα, γιατί δεν εξηγούμε στους καταναλωτές τα πραγματικά της οφέλη και γιατί τόσα χρόνια αφήνουμε τόσες ευκαιρίες να πηγαίνουν χαμένες, φουσκώνοντας και άλλο τους λογαριασμούς ρεύματος; Ή μήπως γιατί αυτό το αφήγημα δεν είναι βολικό για κάποιους;
Για να μην αναλάβουν ποτέ το ασήκωτο μερίδιο ευθύνης που τους βαραίνει;