Ανώτατο: Αγορεύσεις μετά από δύο εβδομάδες για τον νόμο για τους κουρεμένους καταθέτες
InBusinessNews 14:40 - 04 Σεπτεμβρίου 2024
Οδηγίες σε σχέση με τρεις αναφορές, που έχει ενώπιον του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη, επί τριών νομοθετημάτων που ψηφίστηκαν από την Ολομέλεια της Βουλής, έδωσε την Τετάρτη το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Οι αναφορές τέθηκαν ενώπιον του Ανώτατου, αφού ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ήγειρε θέματα αντισυνταγματικότητας, παραβίασης της διάκρισης εξουσιών και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Ανάμεσα στις αναφορές είναι και ο νόμος για το Πόθεν Έσχες των κρατικών αξιωματούχων, που ψηφίστηκε, ύστερα από σχετικές προτάσεις νόμου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών.
Κατά τη σημερινή διαδικασία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε δύο εβδομάδες χρόνο, ώστε να ετοιμάσουν οι δικηγόροι της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας τις αγορεύσεις τους, σε σχέση και με τις τρεις αναφορές.
Με βάση τη νέα διευθέτηση οι αγορεύσεις θα γίνουν μετά από δύο εβδομάδες σε ημερομηνία που θα γνωστοποιηθεί αργότερα.
Σε ό,τι αφορά στον νόμο του Πόθεν Έσχες, σημειώνεται ότι με τον νόμο η Βουλή εισήγαγε ρυθμίσεις για υποχρέωση ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων από τον υπόχρεο αξιωματούχο ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο.
Στη δήλωση περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνεται και κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας, εντός και εκτός της Δημοκρατίας, του υπόχρεου προσώπου, η οποία ετοιμάζεται σε τιμές κόστους και περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου του ή του/της συμβίου/συμβίας του και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.
Στον νόμο δημιουργείται ξεχωριστό παράρτημα, με συγκεκριμένους αξιωματούχους και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα, τα οποία θα προβαίνουν σε δήλωση Πόθεν Έσχες και σε αυτούς προστίθενται τα πρόσωπα του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Επαρχιακών οργανισμών Αυτοδιοίκησης.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο δικηγόρος Πόλυς Πολυβίου, ο οποίος εκπροσωπεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μαζί με τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη και τον Νικόλα Καλλένο, τοποθετήθηκε επί συγκεκριμένων αναφορών που περιλαμβάνονται στην ένσταση, που ήδη καταχώρησε ο Χρίστος Κληρίδης, ο οποίος εκπροσωπεί τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Συγκεκριμένα, ο κ. Πολυβίου είπε: «Στην ένσταση του ο αγαπητός συνάδελφος αναφέρθηκε σε όχι μόνο συνταγματικά θέματα ή αναφορές, αλλά προβαίνει σε προσωπικές αναφορές στον Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Αναφέρεται στην υπόθεση, ενδεικτικά, Άννα Αριστοτέλους και Κατσουνωτού, αναφέρεται στην Επιτροπή Διαφθοράς και στην τραγική ιστορία του Θανάση Νικολάου. Όλα αυτά καταλογίζονται ή φαίνεται να καταλογίζονται στον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα»
«Με όλο το σεβασμό», πρόσθεσε, «αυτές οι αναφορές είναι άσχετες. Το θέμα είναι θεσμικό και αφορά τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και όχι τα όποια πρόσωπα τον κατέχουν. Αυτές οι αναφορές προκαλούν δυσφορία και ενδεχομένως να προκαλέσουν εντυπωσιασμό γενικά. Γνωρίζω βέβαια ότι θα παραβλέψετε ό,τι πρέπει να παραβλεφθεί αλλά θεώρησα σωστό να το αναφέρω».
Αναφερόμενος στις θέσεις της πλευράς του, είπε ότι ο Γενικός και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, θα πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση με τους Δικαστές, ανεξαρτήτως εάν δεν είναι Δικαστές, συνεπώς υπηρετούν επί ίσοις όροις.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Χρίστος Κληρίδης, ανέφερε ότι οι αναφορές του στην ένσταση σε αυτές τις υποθέσεις, είναι για να καταδείξουν την εμπλοκή του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στον δημόσιο λόγο.
«Οι αναφορές είναι για να καταδειχθεί ότι ρόλος και ο θεσμός του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, είναι εντελώς διαφορετικός και διαφοροποιημένος από αυτόν των Δικαστών. Έγινε η αναφορά αφού λήφθηκε υπόθεση ο ορισμός του Ανωτάτου, στον οποίο γίνεται αναφορά πως οι δικαστές δεν συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.
Δεν καταλογίστηκε οτιδήποτε στον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα. Απλώς πρόκειται για παραδείγματα για την εμπλοκή τους στον δημόσιο διάλογο και αναφέρθηκαν υποθέσεις που εξάλλου είναι γνωστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, για να καταδειχθεί ακριβώς ο ρόλος τους, όπως τον είχε περιγράψει και ο Κρίτων Τριανταφυλλίδης ότι ο Γενικός Εισαγγελέας πρέπει να έχει πολιτικό αισθητήριο», είπε ο κ. Κληρίδης.
Η δεύτερη αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αφορά στον νόμο με τον οποίο εισάγονται περαιτέρω ρυθμίσεις στο Εθνικό Ταμείο Αλληλεγγύης (ΕΤΑ) για κουρεμένους καταθέτες.
Ο νόμος ψηφίστηκε ύστερα από πρόταση νόμου του Βουλευτή του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου.
Η νομοθεσία τροποποιεί τον περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμο, προβλέποντας ότι οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται ως ειδικός φόρος πιστωτικού ιδρύματος και παραμένει στο Πάγιο Ταμείο, αφού συγκεντρωθούν €175.000.000 στο Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης, θα κατατίθεται στο Εθνικό Ταμείο Αλληλεγγύης (ΕΤΑ).
Η τροποποίηση αυτή αυξάνει το ποσοστό του ειδικού φόρου που διοχετεύεται στο ΕΤΑ στο 75% των συνολικών εσόδων, αντί για €60 εκατομμύρια όπως είχε αρχικά προταθεί.
Το υπόλοιπο ποσό παραμένει στο Πάγιο Ταμείο για την αναπλήρωση του 22,5% των ταμείων προνοίας, ώστε το συνολικό ποσό αναπλήρωσης να φτάσει το 75% του ταμείου προνοίας για κάθε μέλος.
Σε σχέση με την τρίτη αναφορά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχώρησε σε αναφορά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο του «Περί εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από ορισμένα έργα τροποποιητικού νόμου του 2024», αφού θεωρήθηκε αντίθετος με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ευρωπαϊκές οδηγίες σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά αλλά και την εκτίμηση των επιπτώσεων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον. Θεωρήθηκε επίσης αντίθετη με τα άρθρα 1Α, 61 και 179 του Συντάγματος.