Πόσο κοντά είμαστε στο «peak oil»; Η μετάβαση πλησιάζει, προειδοποιούν οι ειδικοί
InBusinessNews 09:09 - 26 Σεπτεμβρίου 2024
Η πτώση του παγκόσμιου δείκτη αναφοράς του αργού πετρελαίου Brent κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι στις αρχές Σεπτεμβρίου –το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 33 μηνών– είναι μια πολύ καλή είδηση για τους καταναλωτές, οι οποίοι θα δουν κατά συνέπεια χαμηλότερες τιμές στα πρατήρια βενζίνης.
Είναι επίσης κάτι εφιαλτικό για τον ΟΠΕΚ+, για τον οποίο τα έσοδα από το πετρέλαιο είναι ζωτικής σημασίας.
Η συμμαχία των πετρελαιοπαραγωγών με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία αποφάσισε νωρίτερα αυτό το μήνα να καθυστερήσει την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου για δύο επιπλέον μήνες σε μια προσπάθεια να στηρίξει τις τιμές, αλλά μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα.
Οι χαμηλές προβλέψεις για την παγκόσμια ζήτηση, σε συνδυασμό με τη νέα προσφορά πετρελαίου που προέρχεται από χώρες εκτός του ΟΠΕΚ, προμηνύουν μια μακρά περίοδο υποτονικών τιμών αργού.
Αυτό έχει οδηγήσει ορισμένους στην αγορά να θέσουν το ερώτημα αν έχουμε φτάσει επίσημα στο «peak oil», δηλαδή την αποκορύφωση της αύξησης της ζήτησης.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ίδιου του ΟΠΕΚ, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική.
Η έκθεση 2024 World Oil Outlook που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, προβλέπει ισχυρή αύξηση της ενεργειακής ζήτησης κατά 24% παγκοσμίως από τώρα έως το 2050. Προβλέπει επίσης «ισχυρή μεσοπρόθεσμη αύξηση» της ζήτησης πετρελαίου που θα φτάσει τα 112,3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2029, δηλαδή αύξηση κατά 10,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως σε σύγκριση με το 2023.
Ένας αριθμός ενεργειακών αναλυτών -και όχι μόνο εκείνοι του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας- φαίνεται να διαφωνεί με αυτόν τον υπολογισμό. Ο οργανισμός που εδρεύει στο Παρίσι προβλέπει ότι η ζήτηση στην πραγματικότητα θα εξομαλυνθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας σε περίπου 106 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με τις ετήσιες μεσοπρόθεσμες προοπτικές του.
Ο ΙΕΑ εξακολουθεί να βλέπει αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, αλλά προβλέπει μικρότερη αύξηση την οποία αναμένει ότι θα κορυφωθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Η μάχη των προβλέψεων μεταξύ του ΟΠΕΚ και του ΙΕΑ έχει τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, με τον ΙΕΑ να πιέζει έντονα για επίτευξη του net zero.
Η S&P Global Commodity Insights, εν τω μεταξύ, βλέπει το μεσοπρόθεσμο μέλλον κάπου στο ενδιάμεσο, με τη ζήτηση να φτάνει στο μέγιστο των 109 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως το 2034 και να μειώνεται σταδιακά για να πέσει κάτω από τα 100 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2050.
Οι προοπτικές της αγοράς
Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές, οι αναλυτές είναι αρνητικοί για τη ζήτηση και τις τιμές του πετρελαίου. Αυτό συμβαίνει παρά την πρόσφατη ανακοίνωση από τον ΟΠΕΚ+ ότι το γκρουπ θα παρατείνει τις περικοπές της παραγωγής αργού μέχρι τον Δεκέμβριο σε μια προσπάθεια να περιορίσει την προσφορά στην αγορά.
«Αυτός ο επιπλέον χρόνος δεν έχει πείσει κανέναν ότι θα στηρίξει τις τιμές», δήλωσε στο CNBC ο Ντέιβ Έρνσμπεργκερ, της S&P Global Commodity Insights.
«Αυτό είναι λοιπόν και το κύριο θέμα που μας απασχολεί αυτή τη στιγμή. Αλλά το πολύ μεγαλύτερο ζήτημα είναι, από υπαρξιακής άποψης, το αν ξεπερνάμε τη στιγμή της κορύφωσης της ζήτησης πετρελαίου».
Ο Έρνσμπεργκερ επεσήμανε, επίσης, την ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης χρήσης βιοκαυσίμων στη ναυτιλία. «Αυτό στο οποίο μετακινούμαστε είναι μια εποχή ανάπτυξης μετά τη ζήτηση.
Δεν είναι μια μετα-πετρελαϊκή εποχή, αλλά είναι μια εποχή μετά την ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς. Το ερώτημα παραμένει για το πώς ο ΟΠΕΚ+, πώς η αγορά συνολικά θα αναπροσαρμοστεί σε έναν κόσμο χαμηλής ή μηδενικής αύξησης της ζήτησης».
Τις προοπτικές αύξησης των τιμών μειώνει επίσης η Κίνα, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, η οποία έχει θέσει εαυτόν σε πορεία προς την αποκλειστική χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
«Οι μεγαλύτερες απειλές για υψηλότερες τιμές για τον ΟΠΕΚ+ είναι εξωτερικές», δήλωσε στο CNBC ο Λι-Τσεν Σιμ, του Middle East Institute.
Αυτές είναι κυρίως «η υποτονική ζήτηση, ιδίως από την Κίνα, η προσφορά πετρελαίου από πηγές εκτός του ΟΠΕΚ+ και οι εσωτερικές αναταραχές, αφού ορισμένα μέλη παράγουν περισσότερο από τις ποσοστώσεις που τους έχουν ανατεθεί».
Οι εκτιμήσεις διεθνών και κινεζικών πηγών δείχνουν επιβράδυνση της ζήτησης για πετρέλαιο και διυλισμένα προϊόντα στην Κίνα, δήλωσε ο Σιμ.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στην επιβράδυνση της κινεζικής οικονομικής ανάπτυξης του 3% έως 5% ετησίως των τελευταίων ετών, η οποία εξακολουθεί να είναι καλύτερη από πολλές άλλες χώρες, σημείωσε.
«Αλλά υπάρχει επίσης ένα διαρθρωτικό στοιχείο στη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου, που οφείλεται σε μια συνειδητή προσπάθεια του Πεκίνου να μειώσει την υψηλή εξάρτησή του από τις εισαγωγές πετρελαίου (και φυσικού αερίου), η οποία εκφράζεται σε πολιτικές όπως η υιοθέτηση ηλεκτρικών οχημάτων και η ενθάρρυνση της επέκτασης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της πυρηνικής ενέργειας», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Βραχυπρόθεσμα, ο ΟΠΕΚ+ αναμένεται ακόμη να επαναφέρει μέρος της παραγωγής τον Δεκέμβριο σε υψηλότερα επίπεδα, αν και αρκετές χώρες της συμμαχίας παράγουν πέραν των ποσοστώσεων τους, ενώ υπάρχει περισσότερη προσφορά από παραγωγούς εκτός του ΟΠΕΚ+, όπως οι ΗΠΑ, η Γουιάνα, η Βραζιλία και ο Καναδάς.
«Είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε πως θα δούμε τις τιμές να κινούνται πολύ υψηλότερα από εδώ και πέρα, όσο υπάρχει αυτή η απειλή στην αγορά», δήλωσε ο Έρνσμπεργκερ.
Ακόμα πιο μακροπρόθεσμα, η ενδεχόμενη μετάβαση από την εποχή του πετρελαίου – αν συμβεί – θα προκληθεί λόγω της μεταβαλλόμενης ζήτησης και όχι λόγω της μειωμένης προσφοράς, όπως υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές.
Ήταν, εξάλλου, ο αείμνηστος Σαουδάραβας σεΐχης Αχμέντ Ζακί Γιαμάνι ο οποίος είπε το 2000 πως «η λίθινη εποχή τελείωσε αλλά όχι λόγω έλλειψης λίθων. Έτσι και η εποχή του πετρελαίου θα τελειώσει, αλλά όχι λόγω έλλειψης πετρελαίου».