Ελληνικό χρέος: Νέα μεγάλη βουτιά από το 2025-Γιατί βλέπουν μείωση οι οίκοι αξιολόγησης
InBusinessNews 08:24 - 05 Ιουνίου 2024
Ανατρέπουν την εικόνα που είχαν οι αγορές για την υπερχρεωμένη Ελλάδα, τα νέα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) τα οποία αποκαλύπτουν ότι το καθαρό χρέος της χώρας είναι περίπου 10% ή κατά 35 δις ευρώ μικρότερο από το «επίσημο» ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης.
Οι διεθνείς οίκοι αποτιμούν ήδη το ελληνικό χρέος σε νέα βάση: υπολογίζουν το καθαρό δημόσιο χρέος (net debt) εξαιρώντας από το ονομαστικό χρέος τα ρευστά διαθέσιμα που διαθέτει στα συρτάρια του το κράτος.
Σε εποχή τεράστιας αύξησης των δανειακών αναγκών των χωρών στην Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, το κριτήριο αυτό κάνει την Ελλάδα να ξεχωρίζει, καθώς διατηρεί ρευστότητα που ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ.
Και ενώ το ονομαστικό δημόσιο χρέος μειώθηκε στα 356 δις ευρώ τον Μάρτιο του 2024, τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα του κράτους ξεπέρασαν στα 35,6 δις, με αποτέλεσμα το πραγματικό δημόσιο βάρος για τη χώρα να μην ξεπερνά τα 320 δις ευρώ.
Τα νέα δεδομένα υπερβαίνουν εκείνα με τα οποία οίκοι όπως ο Standard and Poor’s προέβλεπαν προ μηνός ότι το 2027 το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα πέσει στο 130% του ΑΕΠ και το καθαρό κάτω από 119%.
Ανοίγουν όμως και δρόμο για ακόμα ταχύτερη μείωση του ελληνικού χρέους, με αφετηρία το 2025, ξοδεύοντας σταδιακά μεγάλο μέρος από τα ταμειακά διαθέσιμα για την πρόωρη εξαγορά και αποπληρωμή υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων, απαλλάσσοντας τη χώρα και τον κρατικό προϋπολογισμό από δαπάνες πληρωμής τόκων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
20 μονάδες κάτω το 2027
Στις ακραίες οικονομικές συνθήκες της τελευταίας τριετίας, οι διεθνείς οργανισμοί και οι ξένοι οίκοι τρίβουν τα μάτια τους με τη μείωση-ρεκόρ του ελληνικού χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Κομισιόν και ΔΝΤ προβλέπουν ότι το συνολικό (ακαθάριστο) χρέος γενικής κυβέρνησης προβλέπεται θα πέσει κάτω από 150% του ΑΕΠ το 2025.
Η μεταστροφή είναι τεράστια, αν σκεφτεί κανείς ότι στη δεκαετία 2000-2009 το ελληνικό χρέος κινούνταν κοντά ή λίγο πάνω από 100% του ΑΕΠ, το 2011-2012 έσπασε το φράγμα του 150% και το 2020 ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ! Επειτα από τόσες περιπέτειες, του χρόνου θα επιστρέψει περίπου εκεί που ήταν πριν από σχεδόν μία 15ετία.
Τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ έδειξαν πως το δημόσιο χρέος μειώνεται και ως απόλυτο ποσό σε ευρώ: από 356,8 δις το 2022 και 356,7 το 2023, σε 356 δις στο α’ τρίμηνο του 2024.
Από μόνη της η μείωση δεν εντυπωσιάζει.
Τα ίδια στοιχεία, όμως, δείχνουν και κάτι που σημαίνει πολλά για τους γνώστες των χρηματαγορών: τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους συνεχώς αυξάνονται πλέον χρόνο με τον χρόνο: από 31,5 δις ευρώ στο τέλος του 2022, σε 33,6 δις το 2023 και σε 35,7 δις τον Μάρτιο του 2024.
Το στοιχείο αυτό αλλάζει άρδην την εικόνα του δημοσίου χρέους. Διατηρώντας τεράστια ρευστότητα που ξεπερνά και το 15% του ΑΕΠ, οι αγορές αντιλαμβάνονται πως το καθαρό δημόσιο χρέος της Ελλάδας (net debt) είναι μικρότερο απ’ όσο φαίνεται στα χαρτιά!
Μάλιστα το καθαρό χρέος μειώνεται πολύ περισσότερο από το επίσημο χρέος και ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και σε ονομαστικές τιμές: από 325,3 δις ευρώ που ήταν το 2022, μειώθηκε σε 323,1 το 2023 και 320,4 δις τον Μάρτιο του 2024. Η μείωση καθαρού χρέους φτάνει στα 5 δις ευρώ ή 2% του ΑΕΠ.
Τη σημασία που δίνει σε αυτό το ποιοτικό στοιχείο υπογράμμιζε στην ανάλυσή του ο οίκος Standard & Poor’s όταν αναβάθμιζε την προοπτική της Ελλάδας προ μηνός:
- Το ελληνικό χρέος μειώνεται σταθερά: ενώ κορυφώθηκε στο 207% του ΑΕΠ το 2020, το ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 131,3% του ΑΕΠ το 2027, από 150,7% το 2024 (-20 μονάδες του ΑΕΠ).
- Τα ταμειακά διαθέσιμα αφαιρούνται από το ακαθάριστο χρέος (σ.σ.: ο S&P’s υπολόγισε τα 33,6 δις του Δεκεμβρίου 2023 και όχι τα 35,7 του Μαρτίου που δεν ήταν τότε ακόμα γνωστά) και για φέτος προκύπτει καθαρό δημόσιο χρέος 15 μονάδες χαμηλότερο από το ακαθάριστο (136% έναντι 151% του ΑΕΠ αντίστοιχα), ενώ προβλέπεται έως το 2027 να πέσει κάτω και από 119% του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη μάλιστα για το καθαρό χρέος είναι αισθητά βελτιωμένη σε σχέση με εκείνη που έκανε ο εν λόγω οίκος μέχρι το 2023.
Αλλαγή σελίδας
Περνώντας από τη θεωρία στην πράξη, η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον κοντά στην ιστορική απόφαση να «σπάσει τον κουμπαρά» των ταμειακών διαθεσίμων για να μειώσει ακόμα περισσότερο το υφιστάμενο ακαθάριστο χρέος της χώρας, γλιτώνοντας και τόκους που το βαρύνουν.
Στα 35,7 δις του «κουμπαρά», όμως, περιλαμβάνονται και 15,697 δις που αποτελούν το περιβόητο «μαξιλαράκι» από το τελευταίο ευρωπαϊκό δάνειο που έλαβε η χώρα όταν τέλειωσε το 3ο μνημόνιο.
Κι ενώ το δάνειο επιβαρύνει το δημόσιο χρέος, τα χρήματα αυτά παραμένουν κλειδωμένα επ’ αόριστον από τους δανειστές, σαν ενέχυρο προς τις αγορές από το 2018 και μετά – και σαν ένα 4ο μνημόνιο με «τα λεφτά μπροστά» αντί σε δόσεις όπως τα μέχρι τότε δάνεια.
Για να απελευθερωθεί η χρήση τους και να πληρώσει χρέη με αυτά, η Αθήνα χρειάζεται ειδική άδεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
Καθώς βγήκε από την αυξημένη εποπτεία και η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα ώστε να δανείζεται απευθείας από τις αγορές, το οικονομικό επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ επιχειρούν σε συνεννόηση με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, η Ελλάδα να ξεκλειδώσει το ποσό αυτό και να το χρησιμοποιήσει για εξαγορά και αποπληρωμή μέρους από τα ακριβά δάνεια του 1ου μνημονίου (συνολικά 52,9 δις αποπληρωμής από το 2020 έως το 2040 που βαρύνονται με επιτόκιο Euribor 3 μηνών +0,5%, δηλαδή πάνω από 4,3% ετησίως με τα σημερινά δεδομένα).
Τυχόν θετική απάντηση από τον ESM έως τα τέλη του έτους θα σηματοδοτήσει μια νέα σελίδα μείωσης του ελληνικού χρέους από το 2025, επιτρέποντας στον ΟΔΔΗΧ να προβεί σε εξαγορά δανείων 5 δις που λήγουν το 2026, ενώ με τα υπόλοιπα (10 δις) θα προβεί σε πρόωρη αποπληρωμή υποχρεώσεων από το 2027 και μετά, σε 6 ετήσιες δόσεις έως το 2032.
Σε μια τέτοια εξέλιξη η χώρα θα μειώσει τα ταμειακά διαθέσιμα κατά 5 με 7 δις έως το 2027 (ή και 15 δις έως το 2032) σβήνοντας ταχύτερα ακαθάριστο χρέος, μειώνοντάς το κάτω και από 130% του ΑΕΠ που προβλέπεται το 2027 αν δεν γίνονταν οι πρόσθετες αποπληρωμές – αλλά και με τάσεις ακόμη μεγαλύτερης μείωσης έως το 2032 με τις αποπληρωμές που θα ακολουθήσουν.