Claudia Buch: Καλά κεφαλαιοποιημένες οι κυπριακές τράπεζες, αλλά αντιμέτωπες με νεοφανείς κινδύνους
InBusinessNews 15:14 - 16 Μαΐου 2024
Οι κυπριακές τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και έχουν παρουσιάσει αξιοσημείωτη μείωση στα «κόκκινα δάνεια», δήλωσε η νέα Πρόεδρος του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), Κλαούντια Μπουχ, συστήνοντας ωστόσο προσοχή, καθώς οι τράπεζες, πέραν από τον κίνδυνο των υψηλών επιτοκίων, βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με «νεοφανείς κινδύνους», όπως τις γεωπολιτικές κρίσεις, την κλιματική αλλαγή και την κυβερνοασφάλεια.
Σε συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ με αφορμή την παρουσία της στην Κύπρο, όπου συνέρχεται το Ενιαίο Εποπτικό Συμβούλιο, η κ. Μπουχ εξήρε μεν την αξιοσημείωτη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τονίζοντας δε πως υπάρχει ακόμη δρόμος, προκειμένου ο δείκτης των ΜΕΔ να συγκλίνει με τον μέσο όρο των τραπεζών στην ευρωζώνη.
Παράλληλα, η κ. Μπουχ απέφυγε να σχολιάσει επί της ουσίας την εν εξελίξει εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την ελληνική Eurobank, ενώ άφησε ξεκάθαρα να νοηθεί ότι θα υπάρξουν περιοδικές χρηματικές ποινές σε τράπεζες, που δεν ανταποκριθούν στις προσδοκίες του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σε σχέση με τους κινδύνους που σχετίζονται από την κλιματική αλλαγή.
«Θα ήθελα να πως η κατάσταση για τον κυπριακό τραπεζικό τομέα είναι όμοια με πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες. Η κατάσταση είναι καλή, οι τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες», είπε, προσθέτοντας πως το ειδικότερο χαρακτηριστικό του κυπριακού τραπεζικού συστήματος ήταν η σημαντική μείωση τα τελευταία χρόνια από περίπου 50% των συνολικών δανείων στο περίπου 7%.
«Συνεπώς είναι μια πολύ μεγάλη μείωση, (το ποσοστό των ΜΕΔ) είναι ακόμη ωστόσο υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και ως εκ τούτου υπάρχει ακόμη δρόμος, αλλά είναι μια αξιοσημείωτη βελτίωση», πρόσθεσε.
Η επικεφαλής του SSΜ αναγνώρισε πως οι τράπεζες είναι τώρα κερδοφόρες «γιατί έχουμε υψηλότερα επιτόκια και αυτό είναι καλό για τα κέρδη των τραπεζών».
Από τον Ιούλιο του 2022 η ΕΚΤ εισήλθε σε ένα κύκλο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής με στόχο να περιορίσει τον πληθωρισμό, αυξάνοντας τα βασικά της επιτόκια κατά 450 μονάδες βάσης.
Ωστόσο, ερωτηθείσα για τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες οι εμπορικές τράπεζες, η κ. Μπουχ είπε «δεν έχουμε ακόμη δει τον πλήρη αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων στους ισολογισμούς των τραπεζών». «Υπάρχει περισσότερη μετακύλιση, περισσότερος αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων στα καταθετικά επιτόκια και αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην κερδοφορία», συμπλήρωσε.
Σημείωσε ακόμη ότι μπορεί επίσης να είναι δύσκολο για τις τράπεζες να μετακυλήσουν τα υψηλότερα επιτόκια στους εταιρικούς πελάτες τους γιατί είναι γνωστό ότι σε πολλούς τομείς η ζήτηση για νέα δάνεια είναι αδύναμη.
«Συνεπώς», συνέχισε, «είναι κάτι που σίγουρα πρέπει να παρακολουθούμε, το τι θα γίνει με την μελλοντική κερδοφορία των τραπεζών και φυσικά υπάρχει και το θέμα των κινδύνων, των νεοφανών κινδύνων, των γεωπολιτικών κινδύνων, των κλιματικών κινδύνων. Αυτά είναι στο επίκεντρο των ευρωπαίων εποπτών και εργαζόμαστε στενά με τις τράπεζες για να βεβαιωθούμε ότι επαγρυπνούν και ότι κάνουν σωστή μελλοντική εκτίμηση κινδύνου αλλά για αυτούς τους νέους κινδύνους».
Ουδέν σχόλιο για εξαγορά της Ελληνικής
Ερωτηθείσα, η επικεφαλής του SSΜ απέφυγε να σχολιάσει την εν εξελίξει εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την ελληνική Eurobank, λέγοντας ως ένα γενικό σχόλιο ότι οι επόπτες, δηλαδή ο SSΜ μαζί με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εξετάζουν τις προληπτικές επιπτώσεις.
«Μερικές φορές», ανέφερε, «είμαστε ουδέτεροι σε σχέση με τις επιχειρηματικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι τράπεζες σε σχέση με την συγχώνευση, είτε προχωρούν σε εγχώριες συγχωνεύσεις είτε διασυνοριακές και συνεπώς οι επόπτες θα εξετάσουν τις προληπτικές επιπτώσεις και αυτό σημαίνει πόσο κεφαλαιοποιημένες είναι οι τράπεζες ποια είναι η κατάσταση με τη ρευστότητα, ποια είναι η διακυβέρνησή τους, ποιο είναι το επιχειρηματικό μοντέλο».
Η Εurobank έχει αποκτήσει το 55,3% του μετοχικού κεφαλαίου της Ελληνικής Τράπεζας και μετά από τις εποπτικές εγκρίσεις και βάσει του νόμου η Eurobank αναμένεται να υποβάλει δημόσια προσφορά για απόκτηση και του υπόλοιπου μετοχικού κεφαλαίου.
ΜΕΔ: Μικρός ο αντίκτυπος αλλά χρειάζεται εκτίμηση μελλοντικών κινδύνων
Απαντώντας σε ερώτηση για την προοπτική ευρύτερα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα και αν παρατηρείται αύξηση των ΜΕΔ, η κ. Μπουχ μέχρι τώρα παρατηρήθηκε μια μικρή αύξηση, η οποία ωστόσο δεν είχε μεγάλο αντίκτυπο, επισημαίνοντας ότι η εισροή νέων ΜΕΔ χρειάζεται χρόνο εν μέσω επιβράδυνσης της οικονομίας.
«Χρειάζεται χρόνος όταν έχουμε επιβράδυνση στην πραγματική οικονομία, χρειάζεται χρόνος μέχρι εκδηλωθούν τα ΜΕΔ και για το λόγο αυτό πιέζουμε για ορθή εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου», ανέφερε.
Επεσήμανε ακόμη ότι υπάρχει διαφορά σε σύγκριση με την κρίση του κορωνοϊού, καθώς οι τράπεζες είχαν «έμμεσα στηριχθεί» από τη στήριξη που παρείχαν οι κυβερνήσεις προς την πραγματική οικονομία και τη ρευστότητα που τους δόθηκε μέσω των Κεντρικών Τραπεζών. Υπενθύμισε πως κατά την κρίση του Covid-19 παρατηρήθηκε ότι οι εταιρικές χρεοκοπίες είχαν μειωθεί παρά τη μεγάλη συρρίκνωση της οικονομίας.
«Τα μοτίβα που είδαμε στην περασμένη κρίση, μια μείωση στις εταιρικές χρεοκοπίες, δεν θα είναι κατά πάσα πιθανότητα αυτό που θα δούμε στο μέλλον και συνεπώς πρέπει οι τράπεζες να διεξάγουν εκτίμηση των μελλοντικών κινδύνων, πρέπει να σχηματίσουν προβλέψεις που προέρχονται από πολύ διαφορετικούς κινδύνους, είτε είναι γεωπολιτικοί, είτε κλιματικοί και συνεπώς η ανάλυση του μελλοντικού σεναρίου είναι κάτι που βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα μας», είπε.
Κλιματική αλλαγή προς επιβολή περιοδικών προστίμων
Σε ερώτηση για τους κλιματικούς κινδύνους, η κ. Μπουχ είπε πως μετά το πρώτο κλιματικό τεστ αντοχής, «είδαμε ότι οι τράπεζες δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένες και καθορίσαμε ξεκάθαρες εποπτικές προσδοκίες και επανήλθαμε για εκ νέου έλεγχο (follow up)».
«Πρέπει να δούμε πώς αντιμετωπίζουν τις απαιτήσεις και ακολούθως θα χρησιμοποιήσουμε την εργαλειοθήκη μας, μπορεί επίσης να επιβάλουμε περιοδικά πρόστιμα, αλλά πρέπει να δούμε πώς αντιμετωπίζουν τις προσδοκίες μας και πώς προσαρμόζουν τη στάση τους».
Κυβερνοεπιθέσεις: Αν υπάρχει υψηλός κίνδυνος πρέπει να υπάρχει επαρκές μαξιλάρι
Σε σχέση με τους κινδύνους που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια, η κ. Μπουχ είπε πως ο SSΜ εργάζεται με τις τράπεζες για να διασφαλίσει ότι είναι επαρκώς ανθεκτικές, λέγοντας πως βάσει στοιχείων η ένταξη των επεισοδίων κυβερνοεπιθέσεων αυξάνεται.
Όπως είπε, η ΕΚΤ θα δημοσιεύει το καλοκαίρι τα αποτελέσματα του τεστ αντοχής σε κυβερνοεπιθέσεις.
Ερωτηθείσα αν θα υπάρξουν κεφαλαιακές απαιτήσεις, κ. Μπουχ επεσήμανε πως κάποια πράγματα δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν με υψηλότερο κεφάλαιο αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε ποσοτικές απαιτήσεις.
«Αλλά αν υπάρχει υψηλός κίνδυνος πρέπει να υπάρχει επαρκές μαξιλάρι, επαρκής ανθεκτικότητα και αυτό προέρχεται από το κεφάλαιο», κατέληξε.