Ο πληθωρισμός δεν «φρέναρε» και τα διλήμματα «ζώνουν» την ΕΚΤ
InBusinessNews 08:28 - 01 Σεπτεμβρίου 2023
Η πορεία επιβράδυνσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη ανεκόπη. Κι αυτό έρχεται να «στριμώξει» ακόμη περισσότερο την κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ), επιτείνοντας τα διλήμματα για τα επόμενα βήματα της νομισματικής πολιτικής.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή, σύμφωνα με την πρώτη μέτρηση της Eurostat, ανήλθε στο 5,3% τον Αύγουστο, όσο δηλαδή και τον Ιούλιο, παραμένοντας υπερδιπλάσιος του μεσοπρόθεσμου στόχου (2%).
Οι αναλυτές, από την πλευρά τους, περίμεναν «φρενάρισμα» στο 5,1%. Ωστόσο, η ασθενέστερη υποχώρηση (-3,3% τον Αύγουστο έναντι -6,1% τον Ιούλιο) των ενεργειακών τιμών δεν βοήθησε, με αποτέλεσμα τα στοιχεία της Eurostat να απογοητεύσουν.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, η προσοχή των επενδυτών στρέφεται πλέον στη συνεδρίαση της ΕΚΤ, η οποία είναι προγραμματισμένη για τις 14 Σεπτεμβρίου.
Σε τεντωμένο σχοινί
Οι traders αισιοδοξούν ότι η κεντρική τράπεζα θα κάνει μια «στάση» στην πορεία σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, καθώς ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός (εξαιρεί τις τιμές σε τρόφιμα και ενέργεια) αποκλιμακώθηκε στο 5,3% από 5,5% τον Ιούλιο.
«Για την αγορά, αυτή η επίδοση είναι αρκετή για μια παύση τον Σεπτέμβριο» εκτιμά ο Θεοφίλ Λέγκραντ, αναλυτής στη Natixis, μιλώντας στο πρακτορείο Bloomberg.
Τα στοιχεία του δομικού πληθωρισμού, εδώ και μήνες, θεωρούνται ως η πλέον σημαντική μέτρηση για την ΕΚΤ, καθώς αποτελούν την καταλληλότερη μονάδα αξιολόγησης των πληθωριστικών τάσεων.
Υπάρχει, όμως, και το ενδεχόμενο οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες να μην πειστούν από τα εν λόγω στοιχεία. Τότε θα αναγκαστούν να προχωρήσουν στη 10η συνεχόμενη αύξηση επιτοκίων, ανεβάζοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο 4% και το βασικό επιτόκιο στο 4,5%.
Μια τέτοια εξέλιξη συγκεντρώνει πιθανότητες της τάξης του 30%, σύμφωνα με τα στοιχήματα των traders.
«Η αποπληθωριστική διαδικασία είναι σε εξέλιξη, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για την ΕΚΤ ώστε να πειστεί ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον στόχο του 2%» επισημαίνει ο Πιετ Κρίστιανσεν, αναλυτής της Danske Bank. «Τα σημερινά στοιχεία, κατά την άποψή μου, δείχνουν μια νέα αύξηση τον Σεπτέμβριο».
Το δίλημμα της ΕΚΤ
Το δίλημμα για την ΕΚΤ είχε ήδη διαφανεί από το πρωί της Πέμπτης, όταν η Ισαμπέλα Σνάμπελ, εκτελεστικό μέλος της κεντρικής τράπεζας, ξεκαθάρισε ότι «δεν μπορούμε να προβλέψουμε το πού θα είναι το ανώτατο επιτόκιο ή για πόσο καιρό τα επιτόκια θα πρέπει να διατηρηθούν σε περιοριστικά επίπεδα». «Δεν μπορούμε επίσης να δεσμευτούμε για μελλοντικές δράσεις, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να “ανταλλάξουμε” την ανάγκη για περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής με την υπόσχεση να διατηρήσουμε τα επιτόκια σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».
Από την πλευρά της, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει αποφύγει να εκφράσει μια σαφή άποψη, αν και ορισμένα από τα «γεράκια» της Φρανκφούρτης έχουν ήδη στείλει μήνυμα υπέρ μιας νέας αύξησης κατά 25 μονάδες βάσης.
Ο Γερμανός Χοακίμ Νέιτζελ, για παράδειγμα, μιλώντας στο Bloomberg την προηγούμενη εβδομάδα, δήλωσε αβέβαιος για το κατά πόσο ο πληθωρισμός τελεί υπό έλεγχο, ενώ ο Λετονός Μάρτινς Κάζακς ισχυρίστηκε ότι προτιμάει ένα λάθος προς την πλευρά της περαιτέρω σύσφιγξης, παρά προς την πλευρά της πρόωρης χαλάρωσης. Ο Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλζμαν, δε, τόνισε σε εκδήλωση του Reuters ότι τάσσεται υπέρ ακόμη μίας ή δύο αυξήσεων στα επιτόκια.
Ο φόβος περί πιθανής επιτάχυνσης του πληθωρισμού, ενδεχομένως συνιστά το βασικό επιχείρημα για τη διατήρηση της πορείας σύσφιγξης. Από την άλλη πλευρά, κάπως πιο καθησυχαστικά είναι τα στοιχεία για τις τιμές στον κλάδο των υπηρεσιών, οι οποίες επιβραδύνθηκαν στο 5,5% τον Αύγουστο από 5,6% τον Ιούλιο.
Ο φόβος των «περιστεριών»
Οι υπέρμαχοι της παύσης των αυξήσεων, όπως για παράδειγμα είναι ο Πορτογάλος Μάριο Σεντένο, εστιάζουν κυρίως στις αρνητικές επιπτώσεις της σφιχτής νομισματικής πολιτικής στις προοπτικές της οικονομίας, με τις πρώτες απτές συνέπειες να είναι ήδη ορατές.
Η καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει επιδεινωθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, ενώ προς συρρίκνωση βαίνουν τόσο ο τομέας της μεταποίησης, όσο και ο τομέας των υπηρεσιών -για πρώτη φορά από τις αρχές του 2023.
Και φυσικά, μην ξεχνάμε τον παράγοντα «Κίνα», καθώς η αδύναμη οικονομία της ασιατικής χώρας πλήττει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Δεν είναι τυχαίο ότι το εμπορικό ισοζύγιο στη Γερμανία ήδη εμφάνισε τις πρώτες ενδείξεις αδυναμίας.