Πόσο επικίνδυνες είναι για τα ΜΕΔ οι απανωτές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ

Σε ακόμη μια αύξηση των βασικών της επιτοκίων, κατά 25% μονάδες βάσης, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) την περασμένη Πέμπτη, στέλνοντας έτσι το μήνυμα πως δεν εγκαταλείπει τον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό. Πρόκειται για την ένατη διαδοχική φορά στον κύκλο αυξήσεων, θεωρώντας πως παρά την μείωση που σημειώθηκε, ο πληθωρισμός παραμένει ακόμη σε υψηλό επίπεδο.

Πώς αυτή η επιπλέον αύξηση, που ήρθε για να προστεθεί σε αυτές που προηγήθηκαν, επηρεάζει την πραγματική οικονομία και τα νοικοκυριά; Αντέχουν οι δανειολήπτες τις συνεχιζόμενες αυξήσεις ή θα υπάρξουν συνέπειες όσον αφορά τον αριθμό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ); Υπάρχει εναλλακτική λύση για μείωση του πληθωρισμού; Ή οι αυξήσεις στα επιτόκια αποτελούν μονόδρομο;

Τα πιο πάνω ερωτήματα, απαντούν στο InBusinessNews, ο οικονομολόγος και διοικητικός σύμβουλος της KPMG Κύπρου, Τάσος Γιασεμίδης, και ο οικονομικός αναλυτής και CEO του CIM-Cyprus Business School, Γιάγκος Χατζηγιάννης.

Την ίδια ώρα, παραθέτουν τις δικές τους εκτιμήσεις ως προς το κατά πόσο θα δούμε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Σεπτέμβρη, ενώ σχολιάζουν και το κατά πόσο η εικόνα του πληθωρισμού σήμερα, δικαιολογεί την τελευταία αύξηση.

Ο κ. Γιασεμίδης αναφέρει ότι το ιδεατό για να μειωθούν οι τιμές θα ήταν η αύξηση της προσφοράς στην κοινή αγορά. Ωστόσο, οι τάσεις «αποπαγκοσμοιοποίησης» με πολιτικές και άλλες αποφάσεις των τελευταίων χρόνων, δημιουργούν προβλήματα στην παραγωγή και εμπορία προϊόντων.

Από πλευράς του, ο κ. Χατζηγιάννης υπογραμμίζει ότι η τελευταία αύξηση των επιτοκίων δεν θα επηρεάσει σημαντικά τα νοικοκυριά, ωστόσο, στο σύνολό τους όλες οι αυξήσεις, οι οποίες αγγίζουν το 4%, συνεπάγονται σημαντικό αντίκτυπο.

Την περασμένη Πέμπτη η ΕΚΤ προχώρησε σε νέα αύξηση των βασικών της επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, συνεχίζοντας έτσι για ένατη διαδοχική φορά τον κύκλο αυξήσεων. Ποια η επίδραση της τελευταίας αύξησης στην πραγματική οικονομία και πόσο επηρεάζει επιχειρήσεις και νοικοκυριά;

Τάσος Γιασεμίδης: Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες οδηγεί σε περιορισμό της κατανάλωσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως όσων έχουν δανεισμό μειώνεται σημαντικά οπότε και οι δαπάνες τους, ενώ το κόστος χρηματοδότησης έργων αυξάνεται με την υλοποίηση κάποιων να μετατίθεται σε μεταγενέστερο στάδιο.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα πιο πάνω είναι ο στόχος της αύξησης των επιτοκίων. Η αφαίρεση ουσιαστικά ρευστότητας από την αγορά, ώστε να μειωθεί η ζήτηση σε προϊόντα και υπηρεσίες πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω. Φυσικά θα πρέπει να αξιολογούνται τα δεδομένα της οικονομίας εφόσον οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να πάρουν αποφάσεις ισορροπώντας στο στόχο περιορισμού του πληθωρισμού από τη μια και της μη δημιουργίας συνθηκών σημαντικής επιβράδυνσης ή και ύφεσης στις οικονομίες.

Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι το συνολικό αντίκτυπο της νομισματικής σύσφιξης θα διαφανεί προς το τέλος του έτους κάτι που θα πρέπει να υπολογιστεί κατά την κατάρτιση των προϋπολογισμών του 2024. Από τη μια η επιβράδυνση θα οδηγήσει σε μείωση των κρατικών εξόδων, ενώ μέρος των δαπανών θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να απορροφηθούν ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις.

Γιάγκος Χατζηγιάννης: Σίγουρα άμεση επίδραση δεν θα υπάρξει γιατί η αύξηση είναι 0,25% και δεν θα επηρεάσει σημαντικά. Όμως οφείλουμε να πούμε ότι οι ασταμάτητες αυξήσεις των τελευταίων χρόνων, που στο σύνολό τους αγγίζουν το 4%, επηρεάζουν σημαντικά τα νοικοκυριά.

Μία μικρή αύξηση από μόνη της δεν θα σημειώσει σημαντικό αντίκτυπο και αυτό, κυρίως λόγω των σχεδίων που έχουν βγάλει οι τράπεζες, όπου έχουν σταθεροποιήσει τα επιτόκιά τους για τους περισσότερους δανειολείπτες, τουλάχιστον στο παρόν διάστημα.

Από την άλλη όμως, καταγράφεται το γεγονός ότι τα επιτόκια συνεχίζουν να αυξάνονται με στόχο να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.

Σε ποιο βαθμό οι αυξήσεις των επιτοκίων δυσχεραίνουν την προσπάθεια μείωσης των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ);

Τ.Γ.: Πρέπει να πούμε ότι σημαντικό μέρος των ΜΕΔ έχει μεταφερθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε εταιρείες διαχείρισης. Οπότε μπορεί να υπάρχει σημαντική βελτίωση στους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν συνεχίζει να είναι έντονο για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις.

Η αύξηση των επιτοκίων δυσχεραίνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με δύο ουσιαστικά τρόπους:

Πρώτο, αναπόφευκτα αυξάνονται οι δόσεις των δανείων τους οπότε θα πρέπει να επαναξιολογηθούν οι οικογενειακοί και επιχειρηματικοί προϋπολογισμοί ώστε να γίνει δυνατή η εξυπηρέτηση του δανεισμού και δεύτερο, γίνεται δυσκολότερη η διαδικασία αναδιαρθρώσεων ή σύναψης νέου δανεισμού, ώστε να υπάρξει συμφωνία με την τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης.

Οι δόσεις οποιουδήποτε δανεισμού θα είναι αυξημένες οπότε γίνεται δυσκολότερο για τον οποιοδήποτε να αποδείξει τη δυνατότητα αποπληρωμής.

Γ. Χ.: Οι αυξήσεις των επιτοκίων αποτελούν μεγάλο ρίσκο και ειδικότερα για την κυπριακή οικονομία, αφού έχουμε υψηλό αριθμό υπερχρεωμένων νοικοκυριών.

Από την άλλη, τους τελευταίους μήνες γίνονται συνεχώς προσπάθειες συγκράτησης της αύξησης των ΜΕΔ. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν την τεχνογνωσία, είναι καλά καταρτησμένες σε αυτήν την φάση να διαχειριστούν τους κινδύνους.

Άρα από την μία παραμένει ο κίνδυνος σχετικά με τα ΜΕΔ, ο οποίος αυξάνεται με κάθε αύξηση επιτοκίου, και από την άλλη είναι σε αρκετά καλή φάση το τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο για να μπορέσει να αντεπεξέλθει και αυτής της περαιτέρω αύξησης.

Θα υπάρξει νέα αύξηση επιτοκίων τον Σεπτέμβρη; Ποια η δική σας εκτίμηση;

Τ.Γ.: Η ανακοίνωση της ΕΚΤ αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για το μέλλον εφόσον τονίζεται ότι τα δεδομένα θα αξιολογούνται και θα λαμβάνονται οι ανάλογες αποφάσεις. Οι αναλυτές συγκλίνουν στο ότι θα υπάρξει ακόμη μια αύξηση το Σεπτέμβριο ολοκληρώνοντας τον κύκλο των αυξήσεων.

Όμως αυτό θα εξαρτηθεί και από την πορεία των τιμών, κυρίως αγαθών που επηρεάζονται από πολιτικές και άλλες αποφάσεις. Για παράδειγμα ενδεχόμενες αποφάσεις του ΟΠΕΚ για μείωση στην παραγωγή πετρελαίου θα τροφοδοτούσαν νέες αυξήσεις στις τιμές, κάτι που είδαμε στην περίπτωση των σιτηρών μετά τη μη ανανέωση της συμφωνίας Ρωσίας και Ουκρανίας για τις εξαγωγές.

H Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) προχώρησε επίσης σε αύξηση των επιτοκίων μετά το διάλειμμα Ιουλίου, με τις απόψεις να συγκλίνουν ότι ενδεχομένως να έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος των αυξήσεων. Τα ποσοστά πληθωρισμού στις ΗΠΑ έχουν υποχωρήσει στο 3% με την οικονομία να παρουσιάζει όμως στοιχεία επιβράδυνσης. Σημειώνεται ότι η FED είχε ξεκινήσει τη διαδικασία δημοσιονομικής σύσφιξης νωρίτερα από την ΕΚΤ, η οποία στα αρχικά στάδια εκτιμούσε ότι ο αυξημένος πληθωρισμός ήταν προσωρινό φαινόμενο.

Γ.Χ.: Μία νέα αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Σεπτέμβρη θα έλεγα ότι είναι απομακρυσμένο σενάριο.

Φυσικά όμως δεν είναι και κάτι που αποκλείεται, αλλά σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα που έχουμε, με καθοδικό τον πληθωρισμό και γύρω στο 5% αυτή την στιγμή, νομίζω ότι δεν αναμένεται εκ νέου αύξηση τον Σεπτέμβρη.

Παρ' όλα αυτά δεν μπορούμε να αποκλείουμε τίποτα, καθώς τα πάντα θα εξαρτηθούν από τους αριθμούς, δηλαδή στο πού θα βρίσκεται ο πληθωρισμός τέλος του Αυγούστου.

Η εικόνα του πληθωρισμού σήμερα θα λέγατε ότι δικαιολογεί την τελευταία αύξηση των επιτοκίων και ενδεχομένως μια νέα αύξηση τον Σεπτέμβρη;

Τ.Γ.: Η ΕΚΤ καθώς και άλλες Κεντρικές Τράπεζες παραμένουν προσηλωμένες στο στόχο του 2% για τον πληθωρισμό. Εκείνο που οδηγεί τις αποφάσεις τους είναι κυρίως η διατήρηση του δομικού πληθωρισμού, δηλαδή μετά από την αφαίρεση στον υπολογισμό των καυσίμων και των τροφίμων, σε υψηλά επίπεδα.

Επιπλέον, είναι δεδομένο ότι κανένας δεν πίστευε ότι το περιβάλλον χαμηλών ή και μηδενικών επιτοκίων δεν ήταν προσωρινό και ότι αναμενόταν αύξηση των επιτοκίων. Αυτό που ενδεχομένως να ξάφνιασε είναι η επιθετικότητα με την οποία ήρθε η συγκεκριμένη αύξηση εφόσον οι δόσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά αυξήθηκαν σημαντικά σε περίοδο ενός χρόνου.

Γ.Χ.: Ναι, θα έλεγα πως η εικόνα του πληθωρισμού σήμερα δικαιολογεί την τελευταία αύξηση επιτοκίων, αφού ο στόχος είναι το 2%. Έτσι, παρόλο που έχει μειωθεί αρκετά ο πληθωρισμός, είμαστε μακριά ακόμη από τον στόχο του 2%.

Ουσιαστικά, με την τελευταία αύξηση, η ΕΚΤ στέλνει και ένα μήνυμα, ότι παραμένει προσηλωμένη στον στόχο του 2% και θα συνεχίζει να παρεμβαίνει εάν κρίνει ότι χρειάζονται κινήσει που θα βοηθήσουν περαιτέρω τον στόχο της.

Υπάρχει εναλλακτική λύση; Ποια άλλα μέτρα θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για μείωση του πληθωρισμού εκτός από την αύξηση επιτοκίων;

Τ.Γ.: O πληθωρισμός προέρχεται από τις αυξήσεις των τιμών οι οποίες καθορίζονται μέσα από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Με την αύξηση των επιτοκίων περιορίζεται η ρευστότητα και η ζήτηση σε προϊόντα και υπηρεσίες.

Βλέπουμε επίσης αποφάσεις κυβερνήσεων όπως πρόσφατα της Γερμανίας για δημοσιονομική σύσφιξή και περιορισμό των κρατικών δαπανών που επίσης περιορίζει τη ζήτηση. Υπάρχουν και αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για σταδιακή επαναφορά των δημοσιονομικών δεικτών μετά τις χαλαρώσεις λόγω πανδημίας.

Τα πιο πάνω είναι μέτρα που αφορούν την πλευρά της ζήτησης. Το ιδεατό θα ήταν να υπήρχε σημαντική ενίσχυση στην προσφορά σε προϊόντα και υπηρεσίες, στην κοινή αγορά, διευκόλυνση στη διακίνηση προϊόντων, κεφαλαίων και υπηρεσιών ώστε να περιοριστούν οι τιμές. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια βλέπουμε τάσεις «αποπαγκοσμοιοποίησης» με πολιτικές και άλλες αποφάσεις να δημιουργούν προβλήματα στην παραγωγή και εμπορία προϊόντων.

Γ.Χ.: Όχι, εκτός από την αύξηση των επιτοκίων, δεν υπάρχει κάποια άλλη λύση, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί για να συγκρατήσει και να μειώσει τον πληθωρισμό. Ειδικότερα σε χώρες που δεν έχουν δικό τους νόμισμα όπως είναι η Κύπρος, που είναι ενταγμένη στη ζώνη του ευρώ, είναι πάρα πολύ περιορισμένα τα εργαλεία που υπάρχουν.

Έτσι, η μόνη άμεση επίδραση μπορεί να έρθει με την αύξηση των επιτοκίων η οποία αποτελεί τη μόνη μας λύση. Αξίζει όμως να αναφέρουμε ότι άρχισε και φεύγει σιγά-σιγά η έμφαση από το θέμα των επιτοκίων και πάμε στο πώς θα υπάρξει ανάπτυξη της οικονομίας, γιατί αυτό είναι που θα δώσει πραγματική ώθηση για να ανταπεξέλθουμε σε οποιαδήποτε προβλήματα.

Το πρόβλημα που δημιουργείται αυτή τη στιγμή με τις συνεχιζόμενες αυξήσεις επιτοκίων και τον υψηλό πληθωρισμό είναι ότι αρκετές χώρες εισέρχονται σε τροχιά ύφεσης.

Δειτε Επισης

Στα €44.608.380,50 το εκδομένο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Κύπρου-Η ανακοίνωση του ΧΑΚ
Ψήφος εμπιστοσύνης από Fitch... Υψηλότερα και διαφοροποιημένα έσοδα για Ελληνική από την εξαγορά της CNP
Αδικεί επενδυτές και όσους έχουν προτεραιότητα στήριξης η πρόταση για φορολόγηση υπερκερδών τραπεζών
Προειδοποιούν οι επόπτες... Παραμένουν αυξημένοι οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ε.Ε.
Στην επενδυτική βαθμίδα BBB (χαμηλή) με σταθερή τάση η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας από DBRS
Τράπεζα Κύπρου: Στο Δ.Σ. Christian Philipp Hansmeyer και William Stuart
Αιφνιδιαστική παραίτηση του CEO της HSBC
Κνοτ (ΕΚΤ): Ρεαλιστική η μείωση επιτοκίων τον Ιούνιο
Δεν πείθει την Βουλή για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών το ΑΚΕΛ-«Προεκλογικό πυροτέχνημα»
Moody's: Πιστωτικά θετική για την Ελληνική η απόκτηση της CNP