Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ προς συντεχνίες: Προσοχή στις αυξήσεις μισθών
14:38 - 09 Φεβρουαρίου 2023
Προσοχή στις απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών συνέστησε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς ντε Γκίντος, τονίζοντας αν εισέλθουμε σε ένα σπιράλ μισθών και τιμών, τότε η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει περισσότερο τα βασικά της επιτόκια.
«Ένα σπιράλ μισθών και τιμών πρέπει να αποφευχθεί. Τα μέρη στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς βλέπουν τον πληθωρισμό του περασμένου έτους. Όμως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει εντός του τρέχοντος έτους: αναμένουμε τον μέσο πληθωρισμό φέτος στο 6% και 3,6% στο τελευταίο τρίμηνο. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορεί να είναι αναγκασμένες να ζητήσουν υπερβολικές αυξήσεις. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», ανέφερε ο κ. ντε Γκίντος σε συνέντευξη στην γερμανική Σουντόιτσε Τσάιτουγνκ, η οποία αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ.
Όπως, πρόσθεσε, «αν εισέλθουμε σε ένα σπιράλ μισθών και τιμών, η ΕΚΤ θα χρειαστεί να αυξήσει τα επιτόκια περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται και σε ένα σπιράλ μισθών και αυξήσεων κανείς δεν κερδίζει».
Είπε πως οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προσφέρουν στήριξη σε αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο παρουσιάζοντας στοχευμένες χορηγίες προκειμένου να μετριαστεί ο αντίκτυπος του πληθωρισμού.
«Ο κόσμος τότε θα μπορούσε να μειώσει τις απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών και η ΕΚΤ δεν θα χρειαστεί να σφίξει τόσο πολύ την νομισματική της πολιτική. Αυτό θα βοηθούσε όλους», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς πότε θα τερματιστούν οι αυξήσεις επιτοκίων, ο κ. ντε Γκίντος σημείωσε ότι πέραν της αύξησης κατά 50 μονάδες βάσης την περασμένη βδομάδα, αναμένεται νέα αύξηση 50 μονάδων βάσης στη συνάντηση του Μαρτίου και στην συνέχεια θα εξεταστεί η περαιτέρω πορεία.
«Δεν θα απέκλεια περαιτέρω αυξήσεις μετά τον Μάρτιο. Η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει τελειώσει ακόμα», είπε, προσθέτοντας πως στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο ανήλθε στο 8,5% παρά τη μείωση στις τιμές της ενέργειας.
Σημείωσε ότι ο δομικός πληθωρισμός (εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων) βρίσκεται στο 5,2%. «Και αυτό δεν είναι καλό», κατέληξε.