Έρευνα EY: Οι επιχειρήσεις αναθεωρούν τους κλιματικούς στόχους
Δελτίο Τύπου 14:43 - 18 Δεκεμβρίου 2023
Καθώς ο κόσμος προετοιμαζόταν για τη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) COP 28, η EY παρουσίασε την έρευνα 2023 Sustainable Value Study, η οποία κατέγραψε τις απόψεις περισσότερων από 500 Διευθυντών Βιώσιμης Ανάπτυξης (CSOs) και στελεχών με ισοδύναμες αρμοδιότητες που αντιπροσωπεύουν εταιρείες με έσοδα πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια, από ολόκληρο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα, η πρόοδος όσον αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί, με τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) να έχει περιοριστεί, κατά μέσο όρο, στο 20%, σε σύγκριση με 30% το 2022. Παράλληλα, πολλές επιχειρήσεις παρατείνουν τις προθεσμίες που έχουν θέσει για την επίτευξη των στόχων τους, με τη μέση προθεσμία να μετατοπίζεται από το 2036 στο 2050, καθώς απαιτούνται επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, σχεδιασμός και διατομεακή συνεργασία.
Ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι γεωπολιτικές αναταράξεις επηρεάζουν την ικανότητα των επιχειρήσεων να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το 34% των ερωτηθέντων σχεδιάζουν να αυξήσουν τις επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, από 61% το 2022. Επιπλέον, ο αριθμός των ενεργειών που λαμβάνουν οι οργανισμοί σχετικά με το κλίμα έχει επίσης μειωθεί από 10 ενέργειες κατά μέσο όρο το 2022 σε μόλις 4, από τα συνολικά 32 σημεία αναφοράς που παρακολουθεί η έρευνα.
Παρά τις προκλήσεις, η έρευνα εξακολουθεί να αναδεικνύει τα σημαντικά οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την υλοποίηση πρωτοβουλιών βιωσιμότητας, με το 52% των ερωτηθέντων να αντιμετωπίζουν οικονομική αξία που υπερβαίνει τις προσδοκίες τους. Επιπλέον, το 63% των ερωτηθέντων σημείωσε καλύτερες από τις αναμενόμενες βελτιώσεις στην αξία του προϊόντος και του εμπορικού σήματος (brand).
Διευρύνεται το χάσμα μεταξύ «πρωτοπόρων» και «παρατηρητών», καθώς λιγότεροι οργανισμοί αναλαμβάνουν δημόσιες δεσμεύσεις
Καθώς η επίτευξη προόδου γίνεται πιο δύσκολη, μειώνεται ο αριθμός των οργανισμών που ηγούνται της δράσης για το κλίμα. Μόνο το 7% των ερωτηθέντων πληροί πλέον τα κριτήρια των «πρωτοπόρων» – οργανισμοί που λαμβάνουν τις περισσότερες δράσεις για την κλιματική αλλαγή – σε σύγκριση με 32% το 2022.
Το χάσμα μεταξύ των «πρωτοπόρων» και των «παρατηρητών», εκείνων δηλαδή που λαμβάνουν τα λιγότερα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, συνεχίζει να διευρύνεται. Το 95% των «πρωτοπόρων» εξακολουθούν να έχουν αναλάβει δημόσιες δεσμεύσεις για το κλίμα, ωστόσο μεταξύ των «παρατηρητών» το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 67%. Συνολικά, ο αριθμός των οργανισμών που αναφέρουν ότι δεν αναλαμβάνουν δημόσιες δεσμεύσεις έχει τριπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2022.
Ωστόσο, η εξωτερική πίεση από την αγορά για δράση για το κλίμα παραμένει. Περισσότεροι από τους μισούς Διευθυντές Βιώσιμης Ανάπτυξης που ερωτήθηκαν ανέφεραν ότι οι επενδυτές (58%) και οι πελάτες (51%) λειτουργούν ως επιταχυντές, παρακινώντας τις επιχειρήσεις να υλοποιήσουν τα προγράμματά τους για τη βιωσιμότητα. Επιπλέον, όσοι παραμένουν προσηλωμένοι στους στόχους βιωσιμότητας βλέπουν οφέλη από τις ενέργειές τους με οκτώ στους 10 «πρωτοπόρους» να αποκομίζουν υψηλότερη από την αναμενόμενη οικονομική αξία, σε σύγκριση με μόλις 45% των «παρατηρητών».
Ο ρόλος του «μετασχηματιστικού Διευθυντή Βιώσιμης Ανάπτυξης»
Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη οι Διευθυντές Βιώσιμης Ανάπτυξης να γίνουν καταλύτες μετασχηματισμού. Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι οργανισμοί σημειώνουν μεγαλύτερη επιτυχία με τα προγράμματα βιωσιμότητας όταν οι Διευθυντές Βιώσιμης Ανάπτυξης έχουν την δύναμη να είναι μετασχηματιστικοί παράγοντες με σαφή εντολή, σημαντική επιρροή στον οργανισμό, συμμετοχή στην εταιρική στρατηγική και εξουσία να ελέγχουν τους άλλους υπεύθυνους για τις επιδόσεις τους ως προς την βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι Μετασχηματιστικοί Διευθυντές Βιώσιμης Ανάπτυξης, οι οποίοι επί του παρόντος δεν ξεπερνούν τον έναν στους πέντε από τους ερωτηθέντες, επιτυγχάνουν υψηλότερες από το μέσο όρο μειώσεις των εκπομπών (21,2%) και αναλαμβάνουν περισσότερες δράσεις για τις δεσμεύσεις τους για την κλιματική αλλαγή, κατά μέσο όρο 27 από τις 32 πρωτοβουλίες που παρακολουθεί η έρευνα. Κατορθώνουν, επίσης, να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη συνεργασία σε επίπεδο διευθυντικής ομάδας (C-suite), ένα ζήτημα το οποίο οι συμμετέχοντες εξακολουθούν να αναδεικνύουν ως τομέα για βελτίωση.
Ο Σταύρος Βιολάρης, Συνέταιρος, Επικεφαλής Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας, της ΕΥ Κύπρου δήλωσε: «Οι γεωπολιτικές εντάσεις και η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση καθυστερούν τις ενέργειες για την κλιματική αλλαγή ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να προχωρήσουμε από τις δημόσιες δηλώσεις στην εφαρμογή και την υλοποίησή τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επικεφαλής της βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει να διαδραματίσουν έναν ολοένα και πιο στρατηγικό ρόλο στην αντιμετώπιση τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών προκλήσεων.
Οφείλουν να διατυπώσουν ένα σαφές όραμα και να τεκμηριώσουν με πειστικό τρόπο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και την οικονομική αξία που μπορούν να προκύψουν από την υλοποίηση μιας φιλόδοξης στρατηγικής βιωσιμότητας.
Από την πλευρά τους, οι CEOs πρέπει να εξουσιοδοτήσουν τις ομάδες τους να ηγηθούν των πρωτοβουλιών βιωσιμότητας και να τους τους παράσχουν την επιχειρησιακή εντολή να ενσωματώσουν τα σχέδιά τους σε μια ευρύτερη επιχειρηματική στρατηγική».