Προϋπολογισμός 2023: Αναπτυξιακές δαπάνες ύψους €1.273,4 εκ.
17:07 - 30 Σεπτεμβρίου 2022
Στην περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κυπριακής οικονομίας στοχεύει ο κρατικός προϋπολογισμός του 2023 παρά το παγκόσμιο κλίμα αβεβαιότητας και τις δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες.
Όπως αναφέρεται στην παρουσίαση του κρατικού προϋπολογισμού του 2023 που έγινε στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, ο προϋπολογισμός ετοιμάστηκε μέσα σε ένα κλίμα μεγάλης αβεβαιότητας το οποίο εντείνεται από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού και τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία.
Τονίζεται ότι παρόλα αυτά και τις δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες, μέσω του προτεινόμενου προϋπολογισμού επιδιώκεται η περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κυπριακής οικονομίας μέσω της υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, με στόχο την ανάκαμψη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, μέσα σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.
Επίσης, επιδιώκεται η αντιμετώπιση των συνεπειών, της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19) και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, που οδήγησε σε σημαντική αύξηση του πληθωρισμού και ειδικότερα σε μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και η υλοποίηση/ συνέχιση σημαντικών έργων, η ολοκλήρωση των οποίων αναμένεται να έχει σημαντική συνεισφορά στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου και κατ’ επέκταση στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Μεταξύ του συνόλου των πιστώσεων του προϋπολογισμού του 2023 και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου ΜΔΠ 2023-2025 και των συνολικών οροφών δαπανών που είχαν καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο παρατηρούνται υπερβάσεις ύψους €30,2 εκ. (2023), €170,8 εκ. (2024) και €118,5 εκ. (2025).
Για το 2023, οι υπερβάσεις οφείλονται, κυρίως, στις υπερβάσεις από τις οροφές δαπανών στους Π/Υ των Υπουργείων, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (€22,1 εκ.), Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (€18 εκ.), Υγείας (€14,2 εκ.), Άμυνας (€13 εκ.) και Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης (€6,4 εκ.).
Επισημαίνεται ότι λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα που υπάρχει όσον αφορά τις οικονομικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, καθίσταται επιτακτική ανάγκη η τήρηση των οροφών δαπανών ανά υπηρεσία, όπως θα καθοριστούν στα πλαίσια του προϋπολογισμού.
Ανάλυση δαπανών
Οι δαπάνες προσωπικού περιλαμβανομένων των συντάξεων και των φιλοδωρημάτων υπολογίζονται να αυξηθούν κατά 4,7% και να ανέλθουν στα €3.193,7 εκ. (2023) σε σύγκριση με €3.048,8 εκ. (2022). H πιο πάνω αύξηση οφείλεται κυρίως, στην καταβολή της ΑΤΑ, των προσαυξήσεων και στην αύξηση της απασχόλησης.
Εξάλλου, οι λειτουργικές δαπάνες προβλέπεται να αυξηθούν κατά 15,5% το 2023 και να ανέλθουν στα €1.099,7 εκ. σε σύγκριση με €951,6 εκ. το 2022. Η αύξηση οφείλεται στις πληθωριστικές ανατιμήσεις λόγω των αυξήσεων των τιμών των καυσίμων, των ενεργειακών προϊόντων και των ελλείψεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Σημειώνεται ότι οι μεταβιβαστικές πληρωμές αποτελούνται κυρίως, από κοινωνικές παροχές, χορηγίες προς οργανισμούς δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου και τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς και των κρατικών συνεισφορών στα τα διάφορα Ταμεία (Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ΓεΣΥ) και της συνεισφοράς μας στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Το 2023, η πιο πάνω κατηγορία προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,8% ήτοι, από €3.047,4 εκ. το 2022 σε €3.163,5 εκ.
Οι αναπτυξιακές δαπάνες (έργα υπό κατασκευή, συγχρηματοδοτούμενα έργα, εκπαιδεύσεις, χορηγίες σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, πάγια, κλπ.) αναμένεται να αυξηθούν κατά 12% το 2023 και να φθάσουν στα €1.273,4 εκ. σε σύγκριση με €1.137,6 εκ. το 2022. Η πιο πάνω αύξηση παρατηρείται λόγω έναρξης της υλοποίησης μεγάλων αναπτυξιακών έργων συμπεριλαμβανομένων, οδικών, κτιριολογικών και άλλων έργων καθώς για την προώθηση έργων που έχουν περιληφθεί στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Πρόσθετα, και πέραν των πιο πάνω πρωτογενών δαπανών, οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τόκοι) και για αποπληρωμές δανείων (εξωτερικού και εσωτερικού) παρουσιάζουν μείωση της τάξης του 21,5% για το 2023 και συγκεκριμένα υπολογίζονται στα €1.914,5 εκ. σε σύγκριση με €2.441,5 εκ. το 2022.
Δημοσιονομικές εξελίξεις Ιανουαρίου-Ιουνίου 2022
Όπως αναφέρεται, το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά την περίοδο Ιανουάριου-Ιουνίου του 2022 ήταν ελλειμματικό ύψους €33,1 εκ., δηλαδή -0,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σύγκριση με έλλειμμα ύψους €750,7 εκ. κατά το αντίστοιχο εξάμηνο του προηγούμενου έτους, δηλαδή έλλειμμα ύψους 3,2% του ΑΕΠ.
Οι δημόσιες δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 ανήλθαν στα €4.841,3 εκ. σε σύγκριση με €4.869,4 εκ. κατά το αντίστοιχο εξάμηνο του προηγούμενου χρόνου, παρουσιάζοντας δηλαδή οριακή μείωση 0,6%.
Tο πρωτογενές ισοζύγιο παρουσίασε πλεόνασμα ύψους €180 εκ. κατά την υπό αναφορά περίοδο, σε σύγκριση με έλλειμμα ύψους €534,3 εκ. την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου χρόνου. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το πρωτογενές ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό ύψους 0,7% το 1ο εξάμηνο του 2022, σε σύγκριση με έλλειμμα ύψους 2,3% του ΑΕΠ το αντίστοιχο εξάμηνο του προηγούμενου χρόνου, παρουσιάζοντας βελτίωση της τάξης των 3 π.μ. του ΑΕΠ.
Επίσης, το δημόσιο χρέος για το 2022 εκτιμάται να μειωθεί σημαντικά και να περιοριστεί περίπου στο 89,6% του ΑΕΠ σε σύγκριση με ποσοστό ύψους 103.9% το τέλος του προηγούμενου χρόνου.
Μεσοπρόθεσμες προοπτικές 2023-2025
Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο, οι προοπτικές της κυπριακής οικονομίας μεσοπρόθεσμα παραμένουν θετικές αλλά με σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας.
Αναφέρεται ότι μετά την περαιτέρω βελτίωση το 2022 σε σχέση με το 2021, η οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει κάποια επιβράδυνση το 2023 λόγω των σημαντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία και του συνεχιζόμενου πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, με τον ρυθμό ανάπτυξης να επιταχυνθεί και πάλι το 2024-2025.
Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο, ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να κυμανθεί γύρω στο 3% το 2023, ενώ για τα έτη 2024 και 2025 αναμένεται να κυμανθεί στο 3,3% και 3,2%, αντίστοιχα.
Ο ρυθμός πληθωρισμού (ΔΤΚ) για το 2023 προβλέπεται να κυμανθεί στο 3,0%, ενώ για τα έτη 2024 και 2025 προβλέπεται να ανέλθει στο 2,0%, αντίστοιχα, ενώ το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί γύρω στο 6,4% του εργατικού δυναμικού το 2023, και ακολούθως το 2024 να περιορισθεί στο 5,7% και το 2025 να μειωθεί περαιτέρω στο 5,0%.
Πολιτική απασχόλησης
Όπως αναφέρεται, ο προϋπολογισμός για το 2023 συνεχίζει να περιλαμβάνει μέτρα συγκράτησης της απασχόλησης και του ύψους των επιδομάτων/ αποζημιώσεων/ οικονομικών ωφελημάτων.
Σημειώνεται ότι μέχρι να καταστεί δυνατή η κατάργηση του περί της Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 2013 έως 2017, συνέχιση της απαγόρευσης πλήρωσης κενών μόνιμων θέσεων Πρώτου Διορισμού, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και Προαγωγής στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Οι περιπτώσεις που δικαιολογούν εξαίρεση από την απαγόρευση, θα συνεχίσουν να εξετάζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.
Ακόμη, σημειώνεται η μη παραχώρηση γενικών αυξήσεων και προσπάθεια συγκράτησης άλλων άμεσων ή έμμεσων μισθολογικών αυξήσεων για το 2023, η κάλυψη των αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας σε προσωπικό μέσω της πλήρωσης μόνιμων θέσεων και όχι μέσω της πρόσληψης Εργοδοτούμενων Ορισμένου Χρόνου (ΕΟΧ) και η συνέχιση της απαγόρευσης πρόσληψης ωρομίσθιου κυβερνητικού προσωπικού για εποχιακές ή έκτακτες ανάγκες, με εξαίρεση τις μεμονωμένες περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 16 του περί Προϋπολογισμού Νόμου.
Κυριότεροι δημοσιονομικοί κίνδυνοι
Στους κυριότερους δημοσιονομικούς κινδύνους σημειώνεται η απώλεια δημοσιονομικών εσόδων λόγω μείωσης στην οικονομική δραστηριότητα από πιθανή «αναζωπύρωση» της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), η αύξηση κόστους για τα κατασκευαστικά έργα τα οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δεσμευτικές υποχρεώσεις να διεκπεραιώσει, η αύξηση δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους λόγω αύξησης των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της σταδιακής απόσυρσης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της (ΕΚΤ), η αύξηση Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) λόγω της πρόσφατης αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ και των οικονομικών αντίκτυπων της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και η παρατεταμένη περίοδος υψηλού πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη (κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού) λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία και Λευκορωσία από την Ε.Ε., τις Η.Π.Α. και το Η.Β. και των επιπτώσεων από τις διαταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Εξάλλου, στην εισαγωγή της Έκθεσης Δημοσιονομικών Κινδύνων που υπέβαλε ο Υπουργός Οικονομικών μαζί με τον ετήσιο κρατικό Προϋπολογισμό, αναφέρεται ότι στην έκθεση αναλύονται οι πιθανοί κίνδυνοι που έχει αναγνωρίσει ο Υπουργός αναφέροντας και μέτρα μετριασμού τους.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σε γενικές γραμμές,οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι διαχωρίζονται σε κινδύνους από το εσωτερικό και σε κινδύνους από το εξωτερικό. Από πλευράς του εσωτερικού περιβάλλοντος, αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία δύναται να προέλθουν από πιθανή έξαρση της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19 και τυχόν επαναφορά περιοριστικών μέτρων διακίνησης για αποτροπή τηςεξάπλωσης του, πλήττοντας νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, όπως είναι ο τουρισμός. Επίσης, από τις συνεχιζόμενες προκλήσεις που προκύπτουν από τον υψηλό πληθωρισμό και τις αυξήσεις των επιτοκίων και από ενδεχόμενες υποχρεώσεις που πηγάζουν απόκρατικές εγγυήσεις που παραχωρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια προς εταιρείες.
Άλλη αρνητική επίπτωση μπορεί να είναι από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις σε βάρος της Δημοκρατίας που δύναται να προκύψουν από δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και αφορούν υποθέσεις σε σχέση με αποφάσεις της Αρχής Εξυγίανσης των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, καθώς και μισθοδοσίας και επιδομάτων των εργαζομένων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα και από επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών από το ΓεΣΥ, κυρίως μέσω μεταφοράς υποχρεώσεων του ΓεΣΥ στον κρατικό προϋπολογισμό ή/και μη ανάληψης υποχρεώσεων που προβλέπεται από το ΓεΣΥ από το σφαιρικό προϋπολογισμό του ΟΑΥ.
Καταγράφονται επίσης δυνητικοί εξωτερικοί κίνδυνοι, όπως οι πληθωριστικές πιέσεις που είναι αποτέλεσμα τόσο του κορωνοϊού και των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων αλλά και της συνεχιζόμενης σύρραξής μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, η παγκόσμια κλιματική αλλαγή, η αβεβαιότητα που διακατέχει τους επενδυτές στις κεφαλαιαγορές, καθώς και η πολιτική αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο.