Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Αυξημένες δυσκολίες για νοικοκυριά και ΜμΕ
10:01 - 16 Ιουνίου 2022
Η σημερινή εικόνα της οικονομίας προδιαθέτει για αυξημένες δυσκολίες ανάμεσα στα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εκτιμά -μεταξύ άλλων-στην ενδιάμεση έκθεσή του, που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Μολονότι θεωρεί πως με βάση τα σημερινά στοιχεία και τάσεις δεν διαφαίνονται υψηλοί πρωτογενείς κίνδυνοι δημοσιονομικής αναταραχής και ότι το Υπουργείο Οικονομικών διατηρεί αυτή τη στιγμή τον έλεγχο στα δημόσια οικονομικά, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο σημειώνει την ίδια ώρα πως οι πιέσεις για περαιτέρω δημοσιονομική επέκταση αποτελούν σημαντικό δυνητικό ρίσκο, ενώ οι κίνδυνοι για την οικονομία συνεχίζουν να είναι σοβαροί στο μέσο και μακρύ διάστημα.
Ταυτοχρόνως, επισημαίνει το αυξημένο πολιτικό ρίσκο, λόγω πολιτικού προεκλογικού κύκλου(σ.σ. ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2023), το οποίο, όπως υπογραμμίζει, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Υπενθυμίζει συναφώς πως έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει κατά αποφάσεων που μπορεί μεν να είναι δημοφιλείς, αλλά δεν επιτυγχάνουν τον δεδηλωμένο τους στόχο.
«Η σημερινή οικονομική συγκυρία δεν συνεπάγεται υψηλό δημοσιονομικό κίνδυνο και ο έλεγχος που ασκείται από το Υπουργείο Οικονομικών δεν εγείρει λόγους ανησυχίας στο παρόν στάδιο. Ωστόσο, συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς οι περιστάσεις εμπεριέχουν αυξημένα ρίσκα τα οποία θα διατηρηθούν σε βάθος χρόνου και τα οποία δύνανται να αλλάξουν ριζικά την εικόνα ανά πάσα στιγμή», υπογραμμίζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Ανεξαρτήτως της ανάγκης να διατηρηθεί αυστηρά η σημερινή στρατηγική πορεία που ακολουθείται από το Υπουργείο Οικονομικών, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει πως οι εξωγενείς κίνδυνοι συνεχίζουν να σοβούν. Όπως τονίζει συναφώς, η επί μακρόν συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί την κυριότερη πηγή κινδύνων για την οικονομία, καθώς θα εδραιώσει την αυξητική τάση στα επίπεδα τιμών καταναλωτή και παραγωγού και θα εντείνει τις αναταραχές στις αλυσίδες παραγωγής και τροφοδοσίας, όχι μόνο στα καταναλωτικά αγαθά, αλλά και στις πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά. Επιπλέον, οι πιέσεις που δέχεται η οικονομία φέρνουν στην επιφάνεια δομικές αδυναμίες της οικονομίας οι οποίες δεν έχουν ποτέ τύχει αντιμετώπισης.
Ο πληθωρισμός και τα μέτρα
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, ο πληθωρισμός αποτελεί -δικαίως- κεντρική ανησυχία για την πορεία της οικονομίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, οι πληθωριστικές πιέσεις αποτελούν απότοκο εξωτερικού σοκ, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από εθνικά μέτρα.
Υποδεικνύει συναφώς πως η κάθε δημοσιονομική πολιτική που είναι επεκτατική στη φύση της, περιλαμβανομένων των μειώσεων σε φόρους και τέλη, καθώς και των θεμιτών μέτρων στήριξης ευάλωτων ομάδων, είναι εκ φύσεως πληθωριστικές, γι’ αυτό, το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η μείωση των τιμών, αλλά η εξασφάλιση ισορροπίας μεταξύ των μέτρων κοινωνικού οφέλους και τους συνολικού κόστους για την κοινωνία και τα δημόσια οικονομικά.
«Κάτω από τις σημερινές συνθήκες», τονίζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, «η δημοσιονομική πολιτική κινεί την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό προς την ίδια κατεύθυνση, με τα μεν ανακουφιστικά μέτρα και μέτρα δημοσιονομικής στήριξης να είναι πληθωριστικά και τα δε μέτρα αποπληθωρισμού να είναι υφεσιακά».
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο συστήνει ιδιαίτερη προσοχή και συγκράτηση σε αποφάσεις που δεν έχουν ως στόχο την ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, και ιδίως στα οριζόντια μέτρα. Όπως τονίζει, μέτρα που συνιστούν δημοσιονομική επέκταση, μπορεί εκ πρώτης όψεως να προσομοιάζουν με κινήσεις αντιμετώπισης του πληθωρισμού, αλλά στην πραγματικότητα τον επιδεινώνουν με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σημαντική παράμετρος της αντιμετώπισης της σημερινής οικονομικής συγκυρίας, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, θα πρέπει να είναι και η αντιμετώπιση διαρθρωτικών ζητημάτων, ιδίως ως προς την ενίσχυση του ανταγωνισμού, την μείωση του διοικητικού φόρτου των επιχειρήσεων και τις στρεβλώσεις που καταγράφονται σε αγορές, όπως εκείνη του ηλεκτρικού ρεύματος και της παραγωγής του από ΑΠΕ.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην ενδιάμεση έκθεσή του, υπογραμμίζει πως δεν συμμερίζεται τις εκτιμήσεις για αποκλιμάκωση των πληθωριστικών τάσεων στην οικονομία στο μέσο διάστημα και διαμηνύει ότι πρέπει να αναμένεται διατήρηση των επιπέδων πληθωρισμού ως το τέλος του έτους, με την όποια δυνητική αποκλιμάκωση στις τιμές των καυσίμων μετά το φθινόπωρο να μην μπορεί να αλλάξει τη γενικότερη εικόνα.
«Αναμένουμε πως θα συνεχιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις και οι πιέσεις στην απασχόληση, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αναμένεται και αύξηση σε ορισμένους από τους δείκτες ανισότητας. Αυτά τα συνεπακόλουθα αποτελούν αναπόφευκτο αντίκτυπο του εξωτερικού σοκ προσφοράς στην οικονομία και επιδεινώνονται από τις πιέσεις που προκάλεσε η πανδημία τα οκτώ προηγούμενα τρίμηνα», σημειώνει.
Υπογραμμίζοντας ότι οι υπό σχεδιασμό πολιτικές επιλογές αναμένεται πως θα αντισταθμίσουν μερικώς αυτές τις επιπτώσεις, αλλά δεν πρέπει να αναμένεται πως είναι δυνατή η πλήρης αντιστροφή τους, λόγω της φύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία, τα οποία σχετίζονται με εξωγενείς παράγοντες, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο καθιστά σαφές πως σε περίπτωση υιοθέτησης οριζόντιων μέτρων έναντι του πληθωρισμού (πχ. αδιάκριτες φορολογικές μειώσεις, ΑΤΑ, δημοσιονομική επέκταση κτλ.) θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό με ταυτόχρονη επιδείνωση του πληθωρισμού, αλλά και επιδείνωση των δεικτών ανισότητας στην οικονομία.
Το ΑΕΠ
Σε ό,τι αφορά το ΑΕΠ, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμά πως η ανάπτυξή του αναμένεται πως θα κινηθεί κοντά σε πραγματικούς ρυθμούς κοντά στο 2%, με το ονομαστικό ΑΕΠ να διατηρείται κοντά στο 7%. «Οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών συμβαδίζουν σε γενικές γραμμές με τις άλλες αναλύσεις που είναι διαθέσιμες, συμπεριλαμβανομένων και των εσωτερικών αναλύσεων του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου», σημειώνεται στην έκθεση.