Δεν πρέπει να δαιμονοποιείται η μείωση κόστους των τραπεζών
14:36 - 30 Μαΐου 2022
Για να αποδώσει η επιχειρησιακή στρατηγική μιας επιχείρησης, θα πρέπει να βασίζεται στις αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία, σε κάθε κλάδο, να προσμετρά τις πολιτικές εξελίξεις και να προσαρμόζεται στις προτιμήσεις και ανάγκες του κοινού στο οποίο απευθύνεται.
Αναμφίβολα, η δημιουργία συγκριτικών πλεονεκτημάτων από την κάθε επιχείρηση και η υποστήριξη όλων των δραστηριοτήτων και κινήσεών της είναι καίριας σημασίας. Ταυτόχρονα, το κόστος δεν θα πρέπει να μελετάται ως σύνολο, αλλά ξεχωριστά και αναλόγως να διαμορφώνεται και η στρατηγική κόστους.
Η κάθε επιχείρηση επαναξιολογεί τις δραστηριότητές της και φυσιολογικά επιλέγει να αναθεωρήσει εκείνες που οδηγούν σε περιττά έξοδα, ακόμα και εάν μέχρι πριν από 2 - 3 χρόνια οι ίδιες δραστηριότητες δεν υπολογίζονταν ως περιττό έξοδο, αφού εξυπηρετούσαν έναν συγκεκριμένο σκοπό. Σήμερα διανύουμε μία περίοδο μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων που μετασχηματίζουν επιχειρήσεις και οργανισμούς. Οι τράπεζες δεν αποτελούν εξαίρεση. Κατά γενική ομολογία η τεχνολογία αλλάζει το μοντέλο λειτουργίας των τραπεζών.
Σήμερα οι κυπριακές τράπεζες έχουν το δεύτερο μεγαλύτερο μέσο όρο κόστους προς έσοδα από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) καταδεικνύουν πως το Δεκέμβρη του 2021 η Μάλτα είχε κόστος προς έσοδα στο 88%, η Κύπρος 76%, η Γερμανία 74%, η Ιρλανδία 69%, το Λουξεμβούργο και η Γαλλία στο 67%, η Ιταλία στο 66% και η Ελλάδα στο 65%. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος του κόστους προς τα έσοδα των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχεται στο 63%. Γίνεται συνεπώς εύκολα αντιληπτό ότι η μείωση κόστους για τις κυπριακές τράπεζες προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη, ώστε να προσεγγίσουν τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι τράπεζες της Κύπρου έχουν εντάξει στα στρατηγικά τους πλάνα τη μείωση κόστους και σε αυτό το πλαίσιο επεξεργάζονται τη σταδιακή μείωση του αριθμού των καταστημάτων τους και κατ’ επέκταση του προσωπικού, σε μία περίοδο που αποδεδειγμένα οι ψηφιακές λύσεις απομακρύνουν τους πολίτες από τα τραπεζικά υποκαταστήματα και τους σπρώχνουν στην αξιοποίηση της τεχνολογίας για την καλύτερη και γρηγορότερη εξυπηρέτησή τους.
Γίνεται συνεπώς εύκολα αντιληπτό, ότι οι συζητήσεις για μείωση των υπαλλήλων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Οι τράπεζες έχουν γνωστοποιήσει τις προθέσεις τους γραπτώς σε Υπουργείο Εργασίας και σε όλες τις συντεχνίες των τραπεζοϋπαλλήλων. Παραδοσιακά η μείωση του αριθμού των τραπεζικών υπαλλήλων γινόταν μέσω σχεδίων εθελούσιας αποχώρησης. Το κόστος, όμως, σε ένα περιβάλλον μειωμένων εσόδων, μεγάλου εποπτικού κόστους, πληθωριστικών τάσεων και επενδύσεων που συνδέονται με την τεχνολογία, είναι τεράστιο. Υπό το φως αυτών των δεδομένων είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνεχίσουν να εφαρμόζονται Σχέδια με τους όρους που δεν αποκρίνονται στις ιδιαίτερες συνθήκες της τρέχουσας χρονικής συγκυρίας. Οι συντεχνίες προειδοποιούν με απεργίες στον κυπριακό τραπεζικό τομέα ως απάντηση σε προτάσεις για μείωση του προσωπικού στις οποίες δεν περιλαμβάνονται σχέδια εθελούσιας αποχώρησης με χαριστικές αποζημιώσεις λιγότερες των 200 χιλιάδων ευρώ.
Η συνομολόγηση νέων συλλογικών συμβάσεων μεταξύ συντεχνιών και τραπεζών είναι κοινώς αποδεκτό πως θα μειώσει το χάσμα των διαφορών που έχουν προκύψει. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε οι τράπεζες και οι συντεχνίες των υπαλλήλων να συνεργαστούν για το καλό της οικονομίας. Οι κυπριακές τράπεζες προφανώς και έχουν ευθύνη απέναντι στην κοινωνία και είναι εκ των ων ουκ άνευ πως οι τραπεζικοί υπάλληλοι, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στα νέα στρατηγικά πλάνα των τραπεζών θα πρέπει να αποχωρήσουν με όλα τα νόμιμα και εργασιακά δικαιώματα. Ωστόσο η όποια συζήτηση δεν μπορεί να γίνει με βάση τα δεδομένα και της ιδιαίτερες συνθήκες της σημερινής εποχής.
Είναι αυτονόητο ότι οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων θα πρέπει να συζητούνται. Μέσω του διαλόγου θα βρεθεί μία λύση που να ικανοποιεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Σπασμωδικές κινήσεις και οι απειλές για απεργιακά μέτρα σίγουρα δεν βοηθούν, ούτε αποτελούν βήματα για να βρεθεί λύση. Το τραπέζι του διαλόγου είναι ανοικτό και δεν πρέπει να δαιμονοποιείται η μείωση κόστους στις τράπεζες.