Γιατί η ΕΚΤ (αυτή τη φορά) δεν μπορεί να σώσει την Ευρωζώνη
07:28 - 14 Απριλίου 2022
Αλλιώς τα υπολόγιζε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και αλλιώς της… ήρθαν. Να ‘ναι καλά γι’ αυτό ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η απόφασή του να εισβάλει στην Ουκρανία, κάτι που έχει προκαλέσει ντόμινο αρνητικών εξελίξεων στην ευρωπαϊκή -και όχι μόνο- οικονομία.
Την Πέμπτη, η Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να κάνει λίγο πιο ξεκάθαρες τις προθέσεις της κεντρικής τράπεζας για την αντιμετώπιση των διογκούμενων προβλημάτων που ταλανίζουν την Ευρωζώνη.
Όπως εκτιμά το έγκριτο περιοδικό Politico, αυτή τη φορά η ΕΚΤ δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει το «ραβδί» της για να σώσει την ευρωπαϊκή οικονομία. Κι αυτό δεν οφείλεται στην αδυναμία δράσης ή σε κάποιον άλλο παράγοντα.
Οφείλεται στο γεγονός ότι οι χαράκτες της νομισματικής πολιτικής είναι εγκλωβισμένοι σε δύο επίπονες επιλογές. Είτε της αντιμετώπισης του πληθωρισμού με τίμημα μια χαμηλότερη ανάπτυξη, είτε της διατήρησης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής με τίμημα οι τιμές να αυξηθούν περαιτέρω.
«Η ΕΚΤ ξεμένει από ανώδυνες λύσεις στην αντιμετώπιση των τρεχόντων οικονομικών προβλημάτων» τονίζει χαρακτηριστικά ο Bert Colign, αναλυτής της ING.
Γιατί αυτή η κρίση είναι διαφορετική
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης των προηγούμενων ετών, η ισχύς της ΕΚΤ εκπορευόταν από το γεγονός ότι μπορούσε να εστιάσει στην ανάπτυξη, χωρίς να ανησυχεί για τον πληθωρισμό, ο οποίος ήταν κολλημένος σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα επί σειρά ετών.
Αυτή τη φορά η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ήταν υπερδιπλάσιος του στόχου της ΕΚΤ (2%) ακόμη και πριν τη ρωσική εισβολή. Όμως, όλα συνέκλιναν ότι θα έχουμε μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη της τάξης άνω του 4%. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού θα ήταν μια εύκολη και σχετικά ασφαλής επιλογή.
Μετά, ωστόσο, άρχισε ο πόλεμος, ο οποίος όχι μόνο πυροδότησε ένα ισχυρότερο πληθωριστικό μπαράζ, αλλά επιδείνωσε και τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας. Η Γερμανία, ενδεικτικά, έκοψε στο ήμισυ τις εκτιμήσεις για του ΑΕΠ του 2022 (από 3,6% στο 1,8%), κάτι που καθιστά σαφώς δυσκολότερη την απόφαση για αύξηση των επιτοκίων.
Ας σημειωθεί ότι τα αυξημένα επιτόκια ναι μεν βοηθούν στην άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Αντίθετα, τα μειωμένα επιτόκια ενισχύουν την πορεία της οικονομίας, αλλά οδηγούν σε τόνωση του πληθωρισμού.
«Έχουμε δύο δυνάμεις. Από τη μία πλευρά είναι ο υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος διατρέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει το δικό του momentum μέσω δευτερογενών επιπτώσεων. Από την άλλη πλευρά, αν υπάρξει σημαντική καθοδική αναθεώρηση της ζήτησης, αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει σε πτωτική αναθεώρηση του μεσοπρόθεσμου πληθωρισμού. Έτσι είναι απαραίτητο να ποσοτικοποιήσουμε τη σχετική δυναμική αυτών των παραγόντων» εξηγεί στο Politico ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φιλίπ Λέιν, ο οποίος θεωρείται «γεράκι», δηλαδή υπέρμαχος της αύξησης των επιτοκίων.
Σε διαφορετική συνέντευξη στο CNBC, ο Λέιν είχε υποστηρίξει τα εξής: Το πιθανό χτύπημα στην οικονομία (από την αύξηση των επιτοκίων) εγείρει το ερώτημα σχετικά με τον κατάλληλο ρυθμό της ομαλοποίησης και όχι το ερώτημα για μια κατάσταση στην οποία χρειαζόμαστε πρόσθετη νομισματική υποστήριξη με τη μορφή χαμηλών επιτοκίων και αγορών ομολόγων.
Η συνάδελφός του και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ, ήταν ακόμη πιο σαφής: Πρέπει να εστιάσουμε στη δημοσιονομική πολιτική ως ένα κατάλληλο εργαλείο, επειδή μπορεί να αμβλύνει τον αντίκτυπο του πολέμου στον τομέα της ιδιωτικής ζήτησης, αλλά και να εστιάσουμε στη νομισματική πολιτική στην προσπάθεια σταθεροποίησης των τιμών.
Το κλειδί της σωστής λύσης
Το κλειδί στις παραπάνω τοποθετήσεις, σύμφωνα με το Politico, είναι ο ρυθμός ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Εν ολίγοις, πόσο γρήγορα θα αυξηθούν τα επιτόκια της ΕΚΤ.
Η συνεδρίαση της Πέμπτης, λογικά, θα ρίξει λίγο περισσότερο φως στο πώς ακριβώς διαμορφώνονται οι ισορροπίες στο εσωτερικό της κεντρικής τράπεζας, αν και πολύ δύσκολα θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές πριν τον Ιούνιο, όταν και η ΕΚΤ δημοσιοποιήσει τις νέες προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, οι οποίες θα ενσωματώσουν και τη ρωσική εισβολή.
«Η συνεδρίαση θα υπογραμμίσει ξανά ότι οποιαδήποτε νομισματική κίνηση εξαρτάται από τα μακροοικονομικά δεδομένα» εκτιμά ο Ντιρκ Σουμάχερ, αναλυτής της Natixis.
Τα «γεράκια» επιχειρηματολογούν υπέρ της πρώτης αύξησης επιτοκίων μετά από το 2011, δηλαδή των τελευταίων 11 ετών, ενώ τάσσονται υπέρ και μιας δεύτερης αύξησης έως το τέλος του 2022. Όποια όμως, κι αν είναι η ταχύτητα της αύξησης των επιτοκίων, θα πρέπει να υπάρξει και μια θυσία (η επιβράδυνση της ανάπτυξης), η οποία θα κάνει άπαντες φτωχότερους, προειδοποίησε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντερ.
«Η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει το οτιδήποτε για να τονώσει την ανάπτυξη σ’ αυτή την κρίση. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποφύγει τα χειρότερα. Τίποτα δεν θα κάνει τα πράγματα καλύτερα» εκτιμά, από την πλευρά του, ο Holger Schmieding, αναλυτής της Berenberg Bank.