Πώς τα αρνητικά επιτόκια μπορούν να τονώσουν την οικονομία και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις
10:26 - 05 Ιανουαρίου 2022
Τα αρνητικά επιτόκια είναι πλέον γεγονός και στην κυπριακή οικονομία, καθώς οι τράπεζες της χώρας μας ακολουθούν τα βήματα διεθνών εμπορικών τραπεζών σε Γερμανία, Σουηδία, Δανία, Ελβετία και Ιαπωνία, αλλά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με στόχο την ενίσχυση της ζήτησης και τόνωσης της αναιμικής ανάπτυξης.
Με την επιβολή αρνητικών επιτοκίων, οι κεντρικές τράπεζες χρεώνουν τις εμπορικές τράπεζες για τα πλεονάζοντα αποθέματα ρευστότητας τους. Η χρέωση ανέρχεται σε ένα κόστος πολλών εκατομμυρίων που επιβαρύνει δυσβάσταχτα τον ισολογισμό των τραπεζών. Για χρόνια οι εμπορικές τράπεζες απορροφούσαν αυτό το κόστος, όμως πλέον όλα δείχνουν ότι θα αναγκαστούν να ακολουθούσουν τη στρατηγική που χαράζει η Κεντρική Τράπεζα μετακυλώντας τα αρνητικά επιτόκια στους καταθέτες, ωθώντας τους να επενδύσουν τα χρήματά τους, αντί να τα αποταμιεύουν. Ταυτόχρονα, οι εμπορικές τράπεζες θα μειώσουν όσο το δυνατόν τα διαθέσιμα κεφάλαια στις κεντρικές τράπεζες, παραχωρώντας νέα βιώσιμα δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αναζωογονώντας κατ’ επέκταση την οικονομία.
Το μέτρο των αρνητικών επιτοκίων συναντάται πιο συχνά σε αποπληθωριστικές περιόδους, δηλαδή περιόδους κατά τις οποίες οι άνθρωποι φυλάνε τις καταθέσεις τους, ως εκ τούτου δεν κινείται αρκετό χρήμα στην οικονομία, κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση της συνολικής ζήτησης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω πτώση των τιμών, σε επιβράδυνση της παραγωγής και σε αύξηση της ανεργίας.
Όταν μια κεντρική τράπεζα θέλει να αποτρέψει την πολύ μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού, αυξάνει συνήθως τα επιτόκια, με αποτέλεσμα ο δανεισμός να γίνεται ακριβότερος και η αποταμίευση ελκυστικότερη. Αντιθέτως, όταν θέλει να αντιμετωπίσει την πολύ μεγάλη πτώση του πληθωρισμού, μειώνει τα επιτόκια.
Από τα μέσα του 2014 η ΕΚΤ υιοθέτησε αρνητικά καταθετικά επιτόκια ως αποτέλεσμα του χαμηλού πληθωρισμού και της αναιμικής ανάπτυξης στην περιοχή, ένα φαινόμενο που έχει ενταθεί λόγω της πανδημίας. Συγκεκριμένα, η πλεονάζουσα ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών που καταλήγει στην ΕΚΤ χρεώνεται με αρνητικό επιτόκιο της τάξης του 0,5%.
Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, η πρακτική δεν θεωρείται τιμωρητική για τους πελάτες καθώς όταν μια τράπεζα μειώνει τα επιτόκια καθιστά λιγότερο ελκυστική την αποταμίευση και περισσότερο ελκυστικό τον δανεισμό. Στην ουσία, ενθαρρύνει τους καταναλωτές να πραγματοποιούν επενδύσεις, πράγμα που συμβάλλει στην τόνωση της οικονομικής ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τα επιτόκια μπορούν να ωφελήσουν τους αποταμιευτές επειδή στηρίζουν την ανάπτυξη και κατ' επέκταση δημιουργούν ένα περιβάλλον που ευνοεί τη σταδιακή επάνοδο των επιτοκίων σε υψηλότερα επίπεδα.
Στην Ευρωζώνη, από το 2014, τα αρνητικά επιτόκια είχαν θετική επίδραση στην οικονομία, βοηθώντας στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, καθώς και στην τόνωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.
Όσο για τους καταθέτες, για να ανταποκριθούν στην εφαρμογή των αρνητικών επιτοκίων και να αποφύγουν τον κίνδυνο να χάσουν αξία τα χρήματά τους εξαιτίας του πληθωρισμού, μπορούν, με τη βοήθεια των τραπεζικών ιδρυμάτων με τα οποία συνεργάζονται, να ενημερωθούν για τις διάφορες επενδυτικές επιλογές. Πλέον, οι περισσότερες σύγχρονες τράπεζες, διαθέτουν ειδικά τμήματα, στα οποία μπορούν να αποταθούν οι πελάτες για να πάρουν συμβουλές για το πως να επενδύσουν τις καταθέσεις τους, ανάλογα με το δικό τους προσωπικό επενδυτικό προφίλ. Οι επενδύσεις πλέον, γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του χρηματοοικονομικού λεξιλογίου κάθε νοικοκυριού.