Cyta: Σε 9 χρόνια θα καλυφθεί το αναλογιστικό έλλειμμα του Ταμείου Συντάξεων
07:55 - 03 Φεβρουαρίου 2021
Αναλογιστικό έλλειμμα €178,2 εκατ. κατέδειξε η τελευταία αναλογιστική εκτίμηση για το Ταμείο Συντάξεων της Cyta. Σύμφωνα με την απάντηση της Προέδρου του ΔΣ της Cyta, Ρένας Ρουβιθά-Πάνου, προς τα μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής Οικονομικών, το εν λόγω έλλειμμα παρουσιάζεται αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο έλλειμμα των €141,3 εκατ. της προηγούμενης αναλογιστικής εκτίμησης.
Η εν λόγω αύξηση, σύμφωνα με κ. Ρουβιθά, οφείλεται στην αύξηση της αναλογιστικής υποχρέωσης του Ταμείου, η οποία βασίζεται σε παραδοχές. Οι παραδοχές αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, στοιχεία όπως το προσδόκιμο ζωής και τις μελλοντικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων, που καθορίζονται με βάση τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις που μπορούν να γίνουν για τη μεγάλη μελλοντική χρονική περίοδο που καλύπτει η αναλογιστική εκτίμηση.
Όμως ο κυριότερος συντελεστής των παραδοχών αυτών είναι ο συντελεστής προεξόφλησης που χρησιμοποιείται για την αναγωγή των μελλοντικών ωφελημάτων σε παρούσα αξία. Για την αναλογιστική εκτίμηση στις 31/12/2019, ο συντελεστής προεξόφλησης ήταν 2,35%, σημαντικά μειωμένος σε σύγκριση με την αναλογιστική εκτίμηση στις 31/12/2018, κατά την οποία ανέρχετο σε 2,90%. Η μείωση αυτή αντανακλά τη σημαντική μείωση στα επιτόκια διεθνώς. Ο συντελεστής προεξόφλησης συναρτάται επίσης με το στόχο απόδοσης που καθορίζεται στη Δήλωση Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής του Ταμείου. Κατά το 2019, το Ταμείο καθόρισε το στόχο απόδοσης επενδύσεων στο 3,0%, σε σύγκριση με 4,7% το 2018, έτσι ώστε ο επενδυτικός κίνδυνος να είναι μειωμένος και να διευκολύνεται η συνετή διαχείριση των διαθεσίμων του Ταμείου, θωρακίζοντάς τα, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, για να αποδοθούν στα Μέλη του με τη μορφή συντάξεων.
Αξίζει να σημειωθεί πως στις 31/12/2019 η αξία των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου ήταν αυξημένη, συγκριτικά με την προηγούμενη αναλογιστική εκτίμηση στις 31/12/2018, κατά €77 εκατ., ποσό που, σύμφωνα με την κ. Ρουβιθά, είναι το τελικό αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων όπως το πλεόνασμα από επενδύσεις ύψους €57,8 εκατ. και η πρόσθετη εισφορά της Cyta ύψους €25 εκατ., σύμφωνα με το Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό 2019.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το ότι τα τελευταία χρόνια εδραιώνεται όλο και περισσότερο η βιωσιμότητα και η ορθολογιστική διαχείριση του Ταμείου. Όπως τονίζει η πρόεδρος του ΔΣ της Cyta, η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου έχει καταφέρει, με την υιοθέτηση μιας συνετής επενδυτικής πολιτικής, να αφήσει οριστικά πίσω της τις προβληματικές πρακτικές του παρελθόντος και να θέσει τη διαχείριση του Ταμείου πάνω σε αυστηρά επαγγελματική βάση. Η ενίσχυση της διαφάνειας και η προσήλωση στους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης έχουν εξορθολογήσει πλέον ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα του Ταμείου. Στο πλαίσιο αυτό έχουν δρομολογηθεί ουσιαστικές βελτιωτικές ενέργειες που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη θεσμοθέτηση μηχανισμών ελέγχου για υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής του Ταμείου, με προτεραιότητα την υιοθέτηση σχεδίων δράσης αναφορικά με τα προβληματικά έργα του παρελθόντος, οι επιπτώσεις των οποίων ταλαιπωρούν δυστυχώς ακόμα το Ταμείο.
Σε ερώτημα κατά πόσον τα €23 εκατ. που η Cyta εισέφερε στο Ταμείο Συντάξεων είναι στο πλαίσιο δεκαετούς διευθέτησης και κατά πόσον ανταποκρίνεται στο αυξημένο αναλογιστικό έλλειμμα, η κ. Ρουβιθά υπογράμμισε πως σύμφωνα με την πρακτική του Ταμείου και της Cyta, ως χρηματοδοτούσας επιχείρησης, η αναλογιστική μελέτη και το εκάστοτε σχέδιο ανάκαμψης επανεξετάζονται και αναθεωρούνται σε ετήσια βάση, ανάλογα με τα ισχύοντα δεδομένα. Σε συνέχεια της αύξησης του αναλογιστικού ελλείμματος στις 31/12/2019, το Συμβούλιο της Cyta, σε συνεννόηση με τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου, αξιολόγησε τις δύσκολες διεθνείς και τοπικές οικονομικές συγκυρίες και αποφάσισε να αυξήσει την εισφορά της Cyta προς το Ταμείο για το 2019 σε €23εκατ. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, το αναλογιστικό έλλειμμα του Ταμείου αναμένεται, με τα ισχύοντα δεδομένα, να καλυφθεί σε 8,65 χρόνια, περίοδος που συγκρίνεται θετικά με την περίοδο μέχρι 15 έτη που απαιτεί η νομοθεσία.