«Δεν θα πρέπει να είναι ταμπού η αύξηση του εταιρικού φόρου»
19:32 - 14 Οκτωβρίου 2021
Δεν θα πρέπει πλέον να βλέπουμε ως «ταμπού» το ενδεχόμενο αύξησης του εταιρικού φόρου, τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Πετρίδης. Μιας αύξησης που, όπως σημείωσε, θα αποτελεί μέρος μιας πιο συνολικής, δημοσιονομικά ουδέτερης φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας και θα μας προστατεύσει από τον κίνδυνο να πληγεί το κύρος (reputational risk) της χώρας.
Κατά την ετήσια διάλεξή του στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου, η οποία πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, ο κ. Πετρίδης αναφέρθηκε στις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα.
Κατώτατος μισθός, ευέλικτη αξιοποίηση των αιτητών ασύλου προς όφελος της κάλυψης αναγκών της κυπριακής οικονομίας για εργατικό δυναμικό και πιο ευέλικτες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας για υπηκόους τρίτων χωρών σε τομείς προς τους οποίους προσανατολίζεται το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, συγκαταλέγονται στις προκλήσεις.
Ο Κωνσταντίνος Πετρίδης τόνισε ότι μεσούσης της πανδημίας, κατά την οποία οι οικονομίες ανά την υφήλιο προσπαθούν να ανακάμψουν και να σταθεροποιηθούν, η νέα μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι η γενική άνοδος των τιμών και ειδικότερα της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία με τη σειρά της συμπαρασύρει τις τιμές χιλιάδων άλλων προϊόντων και πρώτων υλών και διαβρώνει το διαθέσιμο εισόδημα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάκαμψη των οικονομικών.
Όπως ανέφερε, το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις σε μια σειρά θεμάτων που δημιουργούν αλλαγές, επιπτώσεις, ή στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας όπως:
- Τη συνεχή αξιολόγηση της επιδοματικής πολιτικής του κράτους ούτως ώστε να βοηθά αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη, χωρίς να αποτελεί αντικίνητρο για εργασία ή να δημιουργεί τη λεγόμενη «παγίδα ανεργίας» ή μαύρη εργασία.
- Τη θέσπιση κατώτατου μισθού με σωστή μεθοδολογία ούτως ώστε να παρέχει δίκτυ προστασίας έναντι της εκμετάλλευσης αλλά να μην απειλεί το ρόλο των συλλογικών συμβάσεων ή την αύξηση της ανεργίας.
- Την καλύτερη και πιο ευέλικτη αξιοποίηση των αιτητών ασύλου προς όφελος της κάλυψης αναγκών της κυπριακής οικονομίας για εργατικό δυναμικό.
- Πιο ευέλικτες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας για υπηκόους τρίτων χωρών σε τομείς προς τους οποίους προσανατολίζεται το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας και στις οποίες παρατηρείται έλλειψη επιτόπιου εξειδικευμένου προσωπικού (π.χ εταιρίες υψηλής τεχνολογίας) προς άντληση επενδύσεων.
- Τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος ούτως ώστε να διορθωθεί η έλλειψη δεξιοτήτων σε διάφορα επαγγέλματα, το λεγόμενο “skills mismatch”, που σημαίνει ότι η εκπαίδευση δεν βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις ανάγκες της αγοράς. Αυτή η έλλειψη δεξιοτήτων καθιστά ταυτόχρονα δυσκολότερο το εγχείρημα να καταστεί η Κύπρος περιφερειακός κόμβος σε θέματα όπως πληροφορική, καινοτομία και άλλα. Ταυτόχρονα οφείλουμε να προχωρήσουμε με το θέμα του χρηματοοικονομικού αναλφαβητισμού.
Αύξηση εταιρικού φόρου
Εξήγησε ακόμα ότι, δεν θα πρέπει πλέον να βλέπουμε ως «ταμπού» το ενδεχόμενο αύξησης του εταιρικού φόρου. «Μια αύξηση που θα αποτελεί μέρος μιας πιο συνολικής, δημοσιονομικά ουδέτερης φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα της Κυπριακής Οικονομίας και θα μας προστατεύσει από τον κίνδυνο να πληγεί το κύρος (reputational risk) της χώρας, κάτι πολύ σημαντικό για μια ανοικτή οικονομία. Είναι για αυτό το λόγο που η Κύπρος έχει χαιρετήσει και έχει ευθυγραμμιστεί με τη συμφωνία που επετεύχθη σε επίπεδο ΟΟΣΑ στις 8 Οκτωβρίου, και θα εργαστεί εποικοδομητικά σε επίπεδο Ε.Ε, διαφυλάσσοντας και τα δικά της συμφέροντα σε ένα πλαίσιο δίκαιου ανταγωνισμού», επεσήμανε σχετικά.
Διαβάστε πιο κάτω αυτούσια την ομιλία του υπουργού Οικονομικών:
«Είναι με ιδιαίτερη χαρά που συμμετέχω σήμερα σε ένα σημαντικό θεσμό που έχει καθιερωθεί από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και θα ήθελα να ευχαριστήσω και να συγχαρώ το Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης.
Η σημερινή μου παρέμβαση πραγματοποιείται εν μέσω πρωτόγνωρων καταστάσεων, που διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα ευμετάβλητο και απρόβλεπτο οικονομικό σκηνικό στη μετά Covid οικονομική εποχή.
Μια εποχή με παγκόσμιες οικονομικές προκλήσεις, αλλά και αντιφάσεις.
Γίνομαι πιο συγκεκριμένος:
Μεσούσης της πανδημίας, κατά την οποία οι οικονομίες ανά την υφήλιο προσπαθούν να ανακάμψουν και να σταθεροποιηθούν, η νέα μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι η γενική άνοδος των τιμών και ειδικότερα της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία με τη σειρά της συμπαρασύρει τις τιμές χιλιάδων άλλων προϊόντων και πρώτων υλών και διαβρώνει το διαθέσιμο εισόδημα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάκαμψη των οικονομικών.
Οι περισσότερες αναλύσεις, θεωρούν ότι το φαινόμενο αυτό είναι εν πολλοίς παροδικό, λόγω της μειωμένης προσφοράς φυσικού αερίου από συγκεκριμένες χώρες προμηθευτές, αλλά και λόγω των καιρικών φαινομένων: Της ύπαρξης παρατεταμένου χειμώνα αλλά και καλοκαιριού σε κάποιες χώρες, οι οποίες όχι μόνο δημιουργούν αύξηση της τιμής του σιταριού και άλλων γεωργικών προϊόντων, αλλά δημιουργούν και αυξημένη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, η προσφορά πρώτων υλών σε πολλές αγορές, η οποία διακόπηκε λόγω της πανδημίας, δεν έχει ακόμη ομαλοποιηθεί πλήρως. Είναι μια λογική εξήγηση, η οποία αποτελεί και την κυρίαρχη άποψη αυτή τη στιγμή.
Από την άλλη πλευρά, διάφοροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι εκτός της αγοράς των σιτηρών, η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται τόσο στη μειωμένη προσφορά, αλλά κυρίως στην υπερβάλλουσα ζήτηση (pent up demand), προερχόμενη από τη μεγάλη δημόσια στήριξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η άνευ προηγουμένου δημοσιονομική στήριξη και επεκτατική νομισματική πολιτική, αλλά και η μεγάλη κεϋνσιανή αναπτυξιακή αντεπίθεση με κατακόρυφη αύξηση των δαπανών - μέσω εργαλείων όπως για παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην Ευρώπη - δεν είναι δυνατό να μην επηρεάσουν τις τιμές.
Με άλλα λόγια δεν πρέπει να αποκλείουμε την πιθανότητα μέρος των πληθωριστικών πιέσεων να δημιουργούνται και λόγω της υπερβάλλουσας προσφοράς χρήματος στην αγορά και όχι αποκλειστικά για λόγους μειωμένης προσφοράς. Μιλώντας για την οικονομία δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε και τη πτυχή της πολιτικής οικονομίας. Οι ενδεχομένως αρνητικές επιπτώσεις της απότομης αύξησης χρήματος, επέρχονται πιο μεσοπρόθεσμα, και δεν είναι τόσο κατανοητές στους πολίτες. Οι θετικές άμεσες επιπτώσεις όμως, είναι πάντα αισθητές και καλοδεχούμενες, κάτι στο οποίο αρεσκόμαστε και εμείς οι πολιτικοί.
Πιθανότατα τα πληθωριστικά φαινόμενα τα οποία αντιμετωπίζουμε να είναι ένας συνδυασμός των πιο πάνω και θα διαφανεί στο μέλλον πόσο πρόσκαιρο ή όχι είναι αυτό το φαινόμενο.
- Πότε θα αποκατασταθεί η ροή φυσικού αερίου στην Ευρώπη σε ποσότητες που δεν θα δημιουργούν τόσο ψηλές πιέσεις στις τιμές;
- Πότε θα καταφέρει, μέσω της «πράσινης ανάπτυξης», να καταστεί όντως πιο αυτάρκης και λιγότερο εξαρτώμενη σε σχέση με την εισαγωγή ενεργειακών προϊόντων; Και για πόσο θα παραμείνει εξαρτημένη στις μεταβολές των διεθνών τιμών, που πολλές φορές καθορίζονται από γεωπολιτικά συμφέροντα;
- Αλλά ακόμη και αν επιτευχθεί αυτή η απεξάρτηση, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας;
- Ποια θα είναι η επιβάρυνση ειδικά των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού;
Ας μη ξεχνάμε ότι η πολιτική για την κλιματική αλλαγή περιλαμβάνει διάφορες πολιτικές περιλαμβανομένων και της προώθησης μιας πράσινης φορολογικής μεταρρύθμισης, στο πλαίσιο της πράσινης συμφωνίας της ΕΕ, που σκοπό έχουν να συμβάλουν στην εδραίωση μιας πιο φιλικής προς το περιβάλλον συνείδησης, τόσο από τους καταναλωτές, όσο και από τις επιχειρήσεις.
Η πολιτική αυτή όμως θα συνεπάγεται αύξηση φόρων, όπως η επιβολή «φόρου άνθρακα», μια πολιτική που εφαρμόζεται ευρέως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα αποτελεί δηλαδή μια νέα επιβάρυνση στον ατομικό προϋπολογισμό του καθενός μας.
Αυτή η πολιτική, η οποία αποτελεί μέρος της στόχευσης για τη σταδιακή απεξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα, συνοδεύεται όμως ταυτόχρονα με στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, μέσω άντλησης κονδυλίων και από Ευρωπαϊκά Ταμεία.
- Θα είναι, όμως, ικανοποιητικό και αναλογικό προς τις επιπτώσεις το τί προσφέρεται από την «πράσινη συμφωνία» όσον αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα; Και ποιες θα είναι οι συνέπειες στο μεσοπρόθεσμο;
Το σίγουρο είναι ότι η μετάβαση στην «πράσινη εποχή» δεν θα είναι εύκολη. Πολλά από τα πιο πάνω ερωτήματα αποτελούν πολλές φορές «ταμπού» στη δημόσια συζήτηση. Πιστεύω όμως ότι στην οικονομία, τουλάχιστο σε επίπεδο διαμόρφωσης πολιτικής αλλά και στην ακαδημαϊκή κοινότητα, τα πάντα πρέπει να συζητούνται, και με αυτό τον τρόπο να γινόμαστε προμηθείς και όχι επιμηθείς.
Φίλες και φίλοι,
Το ζήτημα των τιμών μου δίνει αφορμή να αναφερθώ σε ένα αλληλένδετο θέμα, την άσκηση νομισματικής πολιτικής και ιδιαίτερα την παρατεταμένη πολιτική χαμηλών, ακόμη και αρνητικών επιτοκίων που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Αναντίλεκτα, η πολιτική αυτή στήριξε και στηρίζει την παγκόσμια οικονομία, αφού τα χαμηλά δανειστικά επιτόκια διευκολύνουν την άντληση χρηματοδότησης, τόσο από τα νοικοκυριά, όσο και από τις επιχειρήσεις.
Θα πρέπει όμως να διερωτηθούμε κατά πόσο αυτές οι επενδύσεις είναι βιώσιμες και ανταποκρίνονται στις δυνατότητες της αγοράς ή κατά πόσον ένα παρατεταμένο κίνητρο για «υπερεπενδύσεις» (overinvestment) ενδεχομένως να οδηγήσει σε «λανθασμένες» επενδυτικές επιλογές οι οποίες μπορεί να δημιουργούν μια πρόσκαιρη ανάπτυξη αλλά σε βάθος χρόνου να μην είναι βιώσιμες αλλά να αυξάνουν τα κόκκινα δάνεια.
Κατά την άποψή μου ο δανεισμός είναι όπως τη χοληστερίνη. Υπάρχει καλός και κακός δανεισμός. «Καλός» δανεισμός είναι αυτός που διοχετεύεται ορθολογικά σε παραγωγικές και βιώσιμες επενδύσεις ενώ «κακός» δανεισμός είναι αυτός που διοχετεύεται πρόσκαιρα σε μη βιώσιμες επενδύσεις ή αποκλειστικά στην υπερκατανάλωση.
Και είναι με αυτό το φακό που πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά, αυτή των καταθετών, οι οποίοι, τουλάχιστον στην Κύπρο, αποτελούν τον κύριο αιμοδότη των τραπεζών. Τα πολύ χαμηλά καταθετικά επιτόκια για παρατεταμένη περίοδο, αποθαρρύνουν την αποταμίευση, με ότι αυτό συνεπάγεται. (δημιουργία φούσκων σε τομείς της οικονομίας).
Μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων διεθνώς για ανάσχεση των πληθωριστικών τάσεων, θα δημιουργήσει νέα δεδομένα.
Βεβαίως, από την πλευρά του κράτους, τυχόν αύξηση των επιτοκίων δύναται να επηρεάσει αρνητικά και το κρατικό κόστος δανεισμού, σε μια περίοδο όπου το δημόσιο χρέος της Κύπρου - όπως και όλων των χωρών - αυξήθηκε σημαντικά ως συνειδητή πολιτική, λόγω της στήριξης της οικονομίας εν μέσω της πανδημίας.
Η συνεχής όμως αύξηση του δανεισμού και αύξηση του χρέους δεν είναι επιλογή. Δεν θα πρέπει να μετατραπεί η κρίση του COVID19 σε μια νέα κρίση χρέους, και πιστεύω ότι αυτή είναι μια υπαρκτή και μη αμελητέα πιθανότητα για αρκετές χώρες, αλλά όχι για την Κύπρο. Η διαχείρηση που έγινε κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και οι προοπτικές της Κυπριακής Οικονομίας που επιβεβαιώθηκαν πρόσφατα και από το ΔΝΤ, μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι.
Είναι για αυτό ακριβώς το λόγο, που η πολιτική μας συνεχίζει να είναι η σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους στη μετά πανδημία εποχή. Ήδη ο προϋπολογισμός του κράτους προβλέπει μια δημοσιονομική διόρθωση με μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 5.0% το 2021 σε 1.1% το 2022. Κατά την άποψή μου, ο «υπερδανεισμός» δεν μπορεί να αποτελέσει λύση ούτε για την ιδιωτική ούτε για τη δημόσια οικονομία στο μακροπρόθεσμο, ιδιαίτερα σε μια χώρα με σχετικά υψηλά ποσοστά τόσο ιδιωτικού όσο και δημόσιου χρέους.
Φίλες και φίλοι,
Μιλώντας για τη θέση της Κύπρου στο διεθνές περιβάλλον, δεν μπορεί να μην γίνει αναφορά στην προσπάθεια για μια παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση.
Ως γνωστό, έχει επέλθει συμφωνία σε διεθνές επίπεδο, για την επιβολή ενός ελάχιστου παγκόσμιου εταιρικού φορολογικού συντελεστή ύψους 15% που να καθορίζεται από την κάθε χώρα ξεχωριστά. Κύριος στόχος είναι να καταπολεμηθεί ο μη υγιής ανταγωνισμός που παρατηρείται μεταξύ των χωρών σε σχέση με το ύψος της φορολογίας και ταυτόχρονα να αυξηθούν τα κρατικά έσοδα.
Προς το σκοπό αυτό, αναμένεται σχετική Οδηγία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την οποία πρόθεσή μας είναι να αξιολογήσουμε τηρώντας εποικοδομητική στάση, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τόσο το σκοπό της Οδηγίας, αλλά και τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στα πλαίσια αυτά, δεν θα πρέπει πλέον να βλέπουμε ως «ταμπού» το ενδεχόμενο αύξησης του εταιρικού φόρου. Μια αύξηση που θα αποτελεί μέρος μιας πιο συνολικής, δημοσιονομικά ουδέτερης φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα της Κυπριακής Οικονομίας και θα μας προστατεύσει από τον κίνδυνο να πληγεί το κύρος (reputational risk) της χώρας, κάτι πολύ σημαντικό για μια ανοικτή οικονομία.
Είναι για αυτό το λόγο που η Κύπρος έχει χαιρετήσει και έχει ευθυγραμμιστεί με τη συμφωνία που επετεύχθη σε επίπεδο ΟΟΣΑ στις 8 Οκτωβρίου, και θα εργαστεί εποικοδομητικά σε επίπεδο Ε.Ε, διαφυλάσσοντας και τα δικά της συμφέροντα σε ένα πλαίσιο δίκαιου ανταγωνισμού.
Φίλες και φίλοι,
Όταν μιλάμε για το μέλλον, όταν μιλάμε για θέματα πληθωρισμού, ανταγωνιστικότητας και προοπτικής της οικονομίας, αναμφίβολα πάντα βρίσκεται στο επίκεντρο και η αγορά εργασίας.
Με βάση τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, η εγγεγραμμένη ανεργία στην Κύπρο μειώθηκε στο 4,4% του εργατικού δυναμικού τον Αύγουστο, ποσοστό που ουσιαστικά σημαίνει ότι βρισκόμαστε σε συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης. Προφανώς και αυτό αποτελεί μια πολύ θετική εξέλιξη. Είναι και με αυτό το δεδομένο, που αποφασίσαμε να τερματίσουμε την πολιτική επιδότησης της ανεργίας που ακολουθήσαμε για 18 μήνες λόγω Covid, ιδιαίτερα όταν παρατηρείται πέραν πάσης αμφιβολίας πλέον, έλλειψη εργατικού προσωπικού σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας.
Η αγορά εργασίας πέραν του ποσοστού ανεργίας θα πρέπει στην ολότητά της να βρίσκεται στο επίκεντρο της όποιας οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα όταν αλλάζουν ραγδαία οι διεθνείς και εθνικές οικονομικές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι φέτος το Νόμπελ Οικονομίας απονεμήθηκε σε τρεις επιστήμονες για εργασίες που έγιναν με επίκεντρο την αγορά εργασίας. Και η αγορά εργασίας έχει πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσει σε μια περίοδο ραγδαίων και εθνικών αλλαγών.
Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις σε μια σειρά θεμάτων που δημιουργούν αλλαγές, επιπτώσεις, ή στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας όπως:
- Τη συνεχή αξιολόγηση της επιδοματικής πολιτικής του κράτους ούτως ώστε να βοηθά αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη, χωρίς να αποτελεί αντικίνητρο για εργασία ή να δημιουργεί τη λεγόμενη «παγίδα ανεργίας» ή μαύρη εργασία.
- Τη θέσπιση κατώτατου μισθού με σωστή μεθοδολογία ούτως ώστε να παρέχει δίκτυ προστασίας έναντι της εκμετάλλευσης αλλά να μην απειλεί το ρόλο των συλλογικών συμβάσεων ή την αύξηση της ανεργίας.
- Την καλύτερη και πιο ευέλικτη αξιοποίηση των αιτητών ασύλου προς όφελος της κάλυψης αναγκών της κυπριακής οικονομίας για εργατικό δυναμικό.
- Πιο ευέλικτες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας για υπηκόους τρίτων χωρών σε τομείς προς τους οποίους προσανατολίζεται το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας και στις οποίες παρατηρείται έλλειψη επιτόπιου εξειδικευμένου προσωπικού (π.χ εταιρίες υψηλής τεχνολογίας) προς άντληση επενδύσεων.
- Τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος ούτως ώστε να διορθωθεί η έλλειψη δεξιοτήτων σε διάφορα επαγγέλματα, το λεγόμενο “skills mismatch”, που σημαίνει ότι η εκπαίδευση δεν βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις ανάγκες της αγοράς. Αυτή η έλλειψη δεξιοτήτων καθιστά ταυτόχρονα δυσκολότερο το εγχείρημα να καταστεί η Κύπρος περιφερειακός κόμβος σε θέματα όπως πληροφορική, καινοτομία και άλλα. Ταυτόχρονα οφείλουμε να προχωρήσουμε με το θέμα του χρηματοοικονομικού αναλφαβητισμού.
Φίλες και φίλοι,
Για να εξέλθουμε από αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, η άντληση χρηματοδότησης από ευρωπαϊκές πηγές και από ευρωπαϊκά προγράμματα αποτελεί σημαντική προτεραιότητα της Κυβέρνησης. Η Κύπρος συμμετέχει ενεργά στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ε.Ε. το οποίο αποτελεί την απάντηση της ίδιας της Ε.Ε. στην προσπάθεια ανάκαμψης και δημιουργίας μιας βιώσιμης ευρωπαϊκής οικονομίας για εμάς αλλά και για τις επόμενες γενεές.
Η αξιοποίηση του εργαλείου αυτού έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά δεν είναι πανάκεια. Η Κύπρος δεν είναι μόνο λεφτά που χρειάζεται για να προοδεύσει αλλά μεταρρυθμίσεις. Χώρες οι οποίες επικεντρώνονται αποκλειστικά και μόνο στην άντληση χρηματοδότησης και όχι σε δομικές αλλαγές δεν κτίζουν ούτε βιώσιμες οικονομίες ούτε ευημερούσες κοινωνίες.
Φίλες και φίλοι,
όπως καταλαβαίνετε, οι προκλήσεις είναι πολλές, αλλά πολλές είναι και οι αντιφάσεις στην οικονομία, όπως και οι προσεγγίσεις.
Δεν πρέπει να μας φοβίζουν. Ως νέα γενιά, ως απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Κύπρου πρέπει να έχετε και ρόλο και λόγο στο αύριο του τόπου. Πάντα με ορθολογισμό, με σύνεση και χωρίς λαϊκισμούς, είναι στο χέρι μας να τις αντιμετωπίσουμε συλλογικά και να πάρουμε την Κυπριακή οικονομία ακόμη πιο μπροστά. Οι καιροί αλλάζουν, το ίδιο πρέπει και εμείς.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας».